«Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε», έγραφε ο ποιητής Κώστας Ουράνης σ’ ένα στίχο του, και μέσα στη μνήμη της Λιλής Ελευθερίου, ο αδελφός της Μάνος Ελευθερίου πάλλεται πάντα και ανασαίνει, με όλο τον πλούτο της ψυχής του και με όσα πίσω του άφησε.
Δεν ξεθωριάζει η εικόνα του, το αντίθετο: εμπλουτίζεται – πλαταίνει· μέσα από ιστορίες δικές της και άλλων που τον έζησαν, οι οποίες με φροντίδα και αγάπη επιμελούνται και τυπώνονται προσωπικά από την ίδια σε ολιγοσέλιδα, αριθμημένα αντίτυπα εκτός εμπορίου. Δωρίζοντάς τα εκείνη ύστερα απλόχερα εις μνήμην του αδελφού της, εσωκλείοντας μια μικρή αφιέρωση, χειρόγραφα γραμμένη, και ένα κλαδί απ’ το τετράφυλλο τριφύλλι που διασώζει τόσα χρόνια απ’ το μπαλκόνι του Μάνου.
Ενα παρόμοιο δώρισμά της είναι και η ανέκδοτη ιστορία που ακολουθεί, γραμμένη από την ίδια, ενθυμούμενη τα τελευταία 550 βήματα που έκανε μαζί με τον αδελφό της, πριν εκείνος ανοίξει και τα δύο του φτερά.
Η αναμνηστική αυτή ιστορία της, μαζί με μία ακόμη, συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο –εκτός εμπορίου– αφιέρωμα που έχει ετοιμάσει η ίδια εις μνήμην του Μάνου Ελευθερίου, το οποίο θα τυπωθεί και θα δωρηθεί επιλεκτικά στα μέσα Νοεμβρίου.
Οταν βγάζεις φτερά, τι να τα κάνεις τα πόδια;
Δεν το είχαμε συζητήσει ποτέ αλλά μάλλον θα πρέπει να με είχε δει να κάνω τα πρώτα μου μετέωρα βήματα ως παιδάκι προσπαθώντας να πάψω να μπουσουλάω ανάμεσα στα πόδια τους και να μάθω να περπατώ επιτέλους όρθια. Αλλωστε είχαμε δέκα χρόνια διαφορά, εγώ ήμουν η μικρότερη. Θυμάμαι όμως ολοκάθαρα που αργότερα μ’ ανέβαζε και ξετρελαινόμουν να βλέπω τον κόσμο πάνω απ’ τους ώμους του. Τι χαρά!
Η συγκεκριμένη αναμνηστική αφήγηση συμπεριλαμβάνεται στο τελευταίο –εκτός εμπορίου– αφιέρωμα, το οποίο θα τυπωθεί σε ολιγοσέλιδα, αριθμημένα αντίτυπα (και θα δωριστεί) στα μέσα Νοεμβρίου.
Αυτό που δεν γνώριζα ούτε εγώ ούτε κι εκείνος –και που ομολογώ δεν μας πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό σε όλη την ενήλικη ζωή μας– ήταν, ότι έμελλε να κάνω μαζί του τα τελευταία πεντακόσια πενήντα βήματα της ζωής του. Γιατί τόσα ήταν! Ούτε ένα λιγότερο ούτε ένα περισσότερο. Πεντακόσια πενήντα ακριβώς! Θα μου πείτε, όταν βγάζεις φτερά, και τα δυο σου φτερά μάλιστα… Τι να τα κάνεις τα πόδια;

Αλλωστε μου έλεγε πάντα: «Οταν πεθάνω, βγάλ’ τα πέρα με το ένα σου φτερό! Εχεις να περάσεις, Λιλάκι, έχεις να περάσεις, κοριτσάκι μου». Ετσι μου έλεγε. Αγαπούσε τα φτερά… όπως αγαπούσε τους Αγίους και τους αγγέλους. Στις ακτινογραφίες όμως, ως γνωστόν, τα φτερά δεν φαίνονται!
Τα ποσοστά αποτυχίας της επέμβασής του ήταν 1 με 2 τοις εκατό. «Ακουσες, Λιλάκι;», μου είπε μόλις βγήκαμε απ’ το ιατρείο –προ της εγχείρησης– «Ακουσα», του απαντώ. Τον έβλεπα, ήταν προβληματισμένος. Εκανα τη γενναία, για εκείνον… ουδέποτε έδειξα τους φόβους μου.
Κι όπως προχωρούσαμε φεύγοντας απ’ το νοσοκομείο, του λέω την ώρα που έπρεπε να περάσουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο, «κι εδώ που περπατάμε ξέρεις, μπορεί να μας πατήσει ένα αυτοκίνητο ή ακόμα και να πέσει ένα δέντρο να μας πλακώσει και τους δυο». Το κουράγιο του εκτοξεύτηκε στα ύψη. «Καλά λες!», μου αποκρίθηκε.
Μετά την επέμβαση, η εντολή του γιατρού ήταν σαφής κι απόλυτη. «Περπάτημα!». Ο Μάνος «υπέμεινε αγόγγυστα τη μοίρα του», σηκώθηκε με δυσκολία κι εγώ τον βαστούσα. Διένυσε στωικά και τα πεντακόσια πενήντα βήματα… στο πεντακοσιοστό πεντηκοστό πρώτο… άνοιξε τα μεταξένια του φτερά –που είχαν από καιρό φυτρώσει στους ώμους και στην πλάτη– κι ύστερα πέταξε!

