«Oh! Les beaux jours» ή «Πού ’ν’ τα χρόνια εκείνα»;

Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια πλήρης έκδοση των «Αθλίων» του Β. Ουγκό στα ελληνικά, σε δύο τόμους. Μάλιστα, πριν από περίπου έναν μήνα είχα γράψει στις «Αναμοχλεύσεις» για την παραδοσιακή ελληνική απόδοση του γαλλικού τίτλου (Les Miserables), την οποία βέβαια, αν και δεν είναι ακριβής, για ιστορικούς λόγους «δεν την πειράζουμε»

3' 52" χρόνος ανάγνωσης

Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια πλήρης έκδοση των «Αθλίων» του Β. Ουγκό στα ελληνικά, σε δύο τόμους. Μάλιστα, πριν από περίπου έναν μήνα είχα γράψει στις «Αναμοχλεύσεις» για την παραδοσιακή ελληνική απόδοση του γαλλικού τίτλου (Les Miserables), την οποία βέβαια, αν και δεν είναι ακριβής, για ιστορικούς λόγους «δεν την πειράζουμε». Επίσης, με ενδιαφέρουν και γενικά τα σχετικά με τον Ουγκό, έχοντας άλλωστε μεταφράσει στα ελληνικά την «Παναγία των Παρισίων». Ετσι, μια μέρα που έψαχνα κάποιες μουσικές στο YouTube, κοντοστάθηκα όταν έπεσε το μάτι μου σε μια εκδήλωση/παρουσίαση, που γινόταν σε κάποιο πατάρι, με αφορμή την έκδοση των «Αθλίων». Ακουσα, λοιπόν, ένα λεβεντόπαιδο να αγορεύει, λέγοντας ότι ο κόσμος εξακολουθεί και σήμερα να έχει τα ίδια προβλήματα με εκείνα που είχαν οι ήρωες του Ουγκό, ότι αντίστοιχες είναι και οι δοκιμασίες του σημερινού ανθρώπου [αναπαράγω από μνήμης]. Αυτοτροφοδοτούμενο μάλιστα από τον μιζεραμπιλιστικό οίστρο του, το λεβεντόπαιδο προσέθεσε ότι τότε όμως, παρά τα όποια προβλήματά τους, οι άνθρωποι ήταν πιο ευτυχισμένοι. Απόδειξη: γελούσαν πιο συχνά απ’ ό,τι γελάμε εμείς!

Από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει! Ωστε, λοιπόν, γύρω στο 1850 οι άνθρωποι περνούσαν καλύτερα (για να το πούμε απλά), εξού και «γελούσαν συχνότερα». Τι κάνεις Γιάννη (Αγιάννη;), κουκιά σπέρνω. Πώς ξέρει, άραγε, το λεβεντόπαιδο πόσο συχνά γελούσαν; Αυτό, όμως, ας πούμε ότι είναι το λιγότερο. Στα μέσα του 19ου αιώνα το προσδόκιμο ζωής στη Γαλλία ήταν μετά βίας 40 χρόνια (στην Ελλάδα, ακόμα μικρότερο), ενώ σήμερα πλησιάζει τα 80 χρόνια για τους άντρες και είναι σαφώς πάνω από 80 για τις γυναίκες. Την ίδια εποχή τα μισά παιδιά απ’ όσα γεννιόντουσαν πέθαιναν πριν από τα 2 τους χρόνια, οι ώρες εργασίας ήταν περίπου 12, οι συνθήκες στέγασης και υγιεινής της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού ήταν άθλιες, οι άνθρωποι κατά κανόνα υποσιτίζονταν, η προστασία από τα φυσικά φαινόμενα (υπερβολική ζέστη, υπερβολικό κρύο, πλημμύρες, κ.λπ.) ήταν ανύπαρκτη. Φαίνεται λοιπόν ότι, κατά το λεβεντόπαιδο πάντοτε, το να ζεις 38 χρόνια είναι καλύτερο από το να ζεις 78, το να δουλεύεις 6×12=72 ώρες την εβδομάδα είναι καλύτερο από το να δουλεύεις 36 ώρες, κ.ο.κ.

Στα μέσα του 19ου αιώνα το προσδόκιμο ζωής στη Γαλλία ήταν μετά βίας 40 χρόνια (στην Ελλάδα, ακόμα μικρότερο), ενώ σήμερα πλησιάζει τα 80 χρόνια.

Τι τα θέλετε! Πάντα «πουλάει» ο λιπαρός λαϊκισμός, ο ακραίος μιζεραμπιλισμός. Αν πάντως όλα ήταν τόσο όμορφα και αξιοζήλευτα την εποχή οπότε διαδραματίζονται οι «Αθλιοι», τότε ο τίτλος που έδωσε ο Ουγκό στο βιβλίο είναι προφανώς άστοχος. Ακου «Les Miserables»! Χάθηκε κάτι σαν «Oh! Les beaux jours», όπως το διάσημο θεατρικό έργο του Μπέκετ, του οποίου μάλιστα ο τίτλος στα γαλλικά σημαίνει κάτι σαν «Τι ωραία που ήταν τότε!» ή «Τι όμορφα που περνούσαμε!» (ανεξάρτητα αν το έργο έχει αποδοθεί ελληνικά «Ευτυχισμένες μέρες», αναπαράγοντας τον –επιλεγμένο από τον ίδιον τον Μπέκετ, είναι αλήθεια– αγγλικό τίτλο «Happy Days»).

Η νοσταλγία του ανύπαρκτου

Γενικεύοντας και αφήνοντας πίσω το περιστατικό με το λεβεντόπαιδο, θα έλεγα ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες έχουν διαχρονικά την τάση να εξιδανικεύουν και να ωραιοποιούν το παρελθόν. Σύμφωνα με μια ψυχολογίζουσα προσέγγιση μάλιστα, η πιο ισχυρή νοσταλγία είναι η νοσταλγία για ένα παρελθόν… που δεν υπήρξε ποτέ. Οποιος ενδιαφέρεται να εξετάσει βαθύτερα το φαινόμενο, ας ρίξει μια ματιά σε ορισμένα κείμενα που προέρχονται από την Αθήνα της εποχής του Περικλή ή από τη Φλωρεντία του Κουατροτσέντο. Οι συγγραφείς τους κάθε άλλο παρά Χρυσούν Αιώνα θεωρούν την περίοδο στην οποία ζουν, ενώ αντίθετα νοσταλγούν μια εποχή η οποία τοποθετείται κάπου στο παρελθόν, χωρίς καν να προσδιορίζεται πότε ακριβώς.

Αλλά και στα χρόνια μας αν έρθω, καθ’ έξιν (ενίοτε, και κατ’ επάγγελμα) «ανησυχούντες», αλλά και όχι μόνον αυτοί, νοσταλγούν «τα χρόνια εκείνα», όταν «η Αθήνα ήταν μια κούκλα», όταν οι άνθρωποι «μοιράζονταν τη ζεστασιά της κοινής αυλής», κ.ο.κ. Ωστόσο, στοιχειωδώς αν έχει ασχοληθεί κάποιος με τη «λαμπρή» εκείνη εποχή, γνωρίζει ότι, πίσω από τέτοιου είδους ζαχαρωμένες περιγραφές, κρυβόταν μια κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή πραγματικότητα και καθημερινότητα. Οσο για την «κούκλα Αθήνα με τα νεοκλασικά», οι άνθρωποι στους Αμπελόκηπους ή στον Νέο Κόσμο δεν είχαν τρεχούμενο νερό.

Καθ’ έξιν (ενίοτε, και κατ’ επάγγελμα) «ανησυχούντες», νοσταλγούν «τα χρόνια εκείνα», όταν στους Αμπελόκηπους δεν είχαν τρεχούμενο νερό.

«Μεταξύ μας», αφήνοντας κατά μέρος τη ρητορική περί του σήμερα που είναι χειρότερο από το χθες και το προχθές, και βέβαια περί της συχνότητας με την οποία «γελούσαν» οι άνθρωποι κάποτε σε αντιδιαστολή με ό,τι ισχύει σήμερα, όλοι γνωρίζουμε ότι ούτε τόσο φριχτό και αποτρόπαιο είναι το παρόν, ούτε οι άνθρωποι του 19ου αιώνα «περνούσαν καλύτερα» από εμάς. «Πουλάει», όμως, πάντοτε να μιλάς για «παρακμή» (σε σύγκριση με τι και με πότε, άραγε;), να ρητορεύεις καταστροφολογικά και μελοδραματικά. Με λίγα λόγια, να ποντάρεις στην ιδιότυπη όσο και διαχρονική εκείνη νοσταλγία για ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT