Το 1999, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, γνώρισα τον κομίστα Τάσο Ζαφειριάδη, με τον οποίον γίναμε αμέσως φίλοι. Κι ό,τι πρωτίστως μας συνέδεσε –το αντιληφθήκαμε από την πρώτη μας συνάντηση– ήταν το κοινό μας πάθος για το έργο του Σαββόπουλου. Λίγες μέρες έπειτα από τη γνωριμία μας, ο Τάσος μού χάρισε ένα πολύτιμο δώρο: μια κασέτα που έγραφε «Σαββόπουλος, Χειμερινό ηλιοστάσιο». Τι περιείχε; Την ηχογράφηση της δεύτερης από τις τέσσερις ωριαίες εκπομπές που παρουσίασε ο Σαββόπουλος τον Δεκέμβριο του 1981 στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ με τίτλο «Χειμερινό ηλιοστάσιο». Ηταν η εκπομπή της Παρασκευής 11 Δεκεμβρίου –οι υπόλοιπες ακούστηκαν στις 4, 18 και 25 Δεκεμβρίου– και δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκε στα χέρια του. Σ’ αυτόν τον κύκλο εκπομπών, ο Σαββόπουλος παρουσίαζε μια αναδρομή στην έως τότε πορεία του, ένα είδος αυτοβιογραφίας εν προόδω, από τις πρώτες ηχογραφήσεις του έως το 1981 – ό,τι δηλαδή οι περισσότεροι ακροατές του θα αποτιμούσαν αργότερα ως τον πυρήνα της τραγουδοποιίας του. Τι να περιείχαν οι άλλες τρεις εκπομπές; Να σώζονται άραγε σε κάποιο υπόγειο στην Αγία Παρασκευή; Μελαγχολώ σκεπτόμενος τι μπορεί να κρύβουν. Διότι η εκπομπή που σώθηκε κρύβει το «Γιγανταιώρημα», που για μένα, αλλά και για άλλους σαββοπουλομανείς με τους οποίους ενίοτε το σχολιάζουμε, αποτελεί έναν χαμένο δίσκο του Σαββόπουλου. Και μάλιστα έναν από τους καλύτερούς του, γραμμένο στην πιο γόνιμη στιγμή του.
Η δική του αναδρομή
Εκτοτε, εδώ και μια εικοσιπενταετία, με απασχολεί το ερώτημα γιατί αυτά τα τραγούδια δεν δισκογραφήθηκαν. Γιατί ο Σαββόπουλος τα κράτησε στο συρτάρι; Πλέον, με τον ίδιο να μη βρίσκεται εν ζωή, υποχρεούμαστε να περιοριστούμε σε υποθέσεις. Στο κείμενο αυτό, γραμμένο με τη θλιβερή αφορμή της απώλειάς του, θα δοκιμάσω να απαντήσω, αφού περιγράψω εν τάχει το «Γιγανταιώρημα». Και θα ξεκινήσω από τα λόγια του Σαββόπουλου, όπως τα πρωτοάκουσα στην κασέτα του Τάσου.
Θυμίζω ότι στις εκπομπές του «Χειμερινού ηλιοστασίου» ο Σαββόπουλος επιχειρεί μια αναδρομή στο έως τότε έργο του, κι αφού στην πρώτη εκπομπή, απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε, κάλυψε τα χρόνια ώς τη Ρεζέρβα, εδώ πιάνει το νήμα από κει και μετά: «Τώρα ας δούμε τι έκανα μετά που τέλειωσα τη “Ρεζέρβα”. Το καλοκαίρι, λοιπόν, του ’79, ανέβηκε στο Πήλιο, όπου έμενα, ο ιδιοκτήτης της μπουάτ “Σκορπιός”, Δανιήλ ονόματι, να μου ζητήσει να του φτιάξω κανένα σόου για την Πλάκα. Εγώ βαριόμουνα, ως συνήθως, αλλά ο άνθρωπος πήγε και ήρθε τρεις τέσσερις φορές Αθήνα – Πήλιο, οικογενειακώς μάλιστα, γι’ αυτόν τον σκοπό. Οπότε έβαλα μπρος, και σαν σήμερα ακριβώς, 11 Δεκεμβρίου του ’79, ανέβηκε το σόου με σκηνικά και κοστούμια Αλέκου Φασιανού και τη συμμετοχή του Πουλικάκου, της Οπισθοδρομικής κομπανίας, του καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιου Σπαθάρη, του ακροβάτη Βαγγέλη Μανιάτη και των φίλων Βασίλης (sic) Κεσίσογλου, Αριάδνη, Εριέτα κ.λπ. Χρησιμοποιήθηκαν κείμενα γραμμένα επί τούτου από τον Δημήτρη Κορδάτο κυρίως, και από μένα κι απ’ τον Μανώλη Ρασούλη. Ολο αυτό μαζί είχε τον τίτλο “Γιγανταιώρημα”. Τον δανείστηκα από κείνη τη δύσκολη γυμναστική άσκηση που μας μαθαίνανε στο Γυμνάσιο, όπου ο αθλητής κρεμιέται από το μονόζυγο και περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του».
Από τα εξήντα λεπτά της εκπομπής, τα πρώτα τριάντα είναι αφιερωμένα στο «Γιγανταιώρημα» (το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τα τραγούδια που έγραψε ο Σαββόπουλος για τον «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου, που κυκλοφόρησαν το 1996 στο Παράρτημα Α΄), και στη συνέχεια της αφήγησης μαθαίνουμε ότι η παράσταση άρχιζε με «γενικό υποχρεωτικό τραπέζωμα» κοινού και μουσικών («μακαρονάδα με λουκάνικο»), ενώ από τον Τύπο της εποχής πληροφορούμαστε ότι το πρόγραμμα άλλαζε κατά τη διάρκεια της σεζόν και ότι συμμετείχαν επίσης ο συγγραφέας Γιώργος Μανιάτης και η κομπανία του.
Η «βιβλιογραφία»
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι αυτό καθαυτό το «Γιγανταιώρημα» δεν είναι άγνωστο στους σαββοπουλικούς· η παράσταση έχει αφήσει το ίχνος της στη μνήμη των ακροατών της γενιάς του, και μάλιστα οι στίχοι των τραγουδιών της είχαν δημοσιευτεί –χωρίς την άδεια του Σαββόπουλου και με λάθη, όπως παραπονιόταν αργότερα ο ίδιος– στο «Ιδεοδρόμιο» του Λεωνίδα Χρηστάκη, ενώ η «Σούμα» (εκδ. IANOS, 2003) περιλαμβάνει τους στίχους πέντε τραγουδιών του έργου. Επιπλέον, ένα από αυτά, το τραγούδι που στη «Σούμα» τιτλοφορείται «Το ποίημα θέλω να ’ναι πρόγραμμα», ηχογραφήθηκε στον «Ατέλειωτο δρόμο» (1983) από τη Δήμητρα Γαλάνη, που το ερμηνεύει στο «Χειμερινό ηλιοστάσιο», με τίτλο «Πλάκα-Πλάκα». Ωστόσο, εκείνο που καθιστά την εκπομπή ανεκτίμητο ντοκουμέντο είναι ότι διασώζει τα τραγούδια πλήρη, με τη μουσική και την ενορχήστρωσή τους. Κι αυτό είναι πραγματική αποκάλυψη.
Ομως ποια είναι αυτά τα τραγούδια; Τιτλοφορούνται «Κάτι τρώγοντας, κάτι πίνοντας», «Ανθρωποι μικροί», «Το ποίημα θέλω να ’ναι πρόγραμμα», «Partito radicale» (εμπνευσμένο, όπως αφηγείται ο Σαββόπουλος, από ένα ταξίδι στην Ιταλία την άνοιξη του ’80, απ’ όπου γύρισε κατενθουσιασμένος) και «Είναι η νύχτα καλή για μας». Στην εκπομπή, ως μέρος του «Γιγανταιωρήματος», ακούγεται επίσης το τραγούδι «Το χειμώνα ετούτο», που περιλήφθηκε στα «Τραπεζάκια έξω», και η «Πρωτομαγιά», ηχογραφημένη για τη «Ρεζέρβα», όπου όμως δεν χώρεσε εκεί και εντάχθηκε στα «Τραπεζάκια». Τέλος, στο «Γιγανταιώρημα» ακούστηκαν για πρώτη φορά «Ο χρόνος που μετράει» και η «Ιθάκη» του Λούτσιο Ντάλα, διασκευασμένα ειδικά για την παράσταση, τα οποία δισκογραφήθηκαν αργότερα.
Τα τραγούδια αυτά, και ιδίως τα πέντε πρώτα, συνθέτουν έναν συνεκτικό κύκλο που αποκάλεσα «χαμένο δίσκο» του Σαββόπουλου, και μάλιστα έναν από τους καλύτερούς του. Γιατί; Διότι παίρνουν το βλέμμα της «Ρεζέρβας» και το βαθαίνουν: απαιτητικά ως μελωδίες (εδώ η «σκαληνή μελοποιία» του Σαββόπουλου αγγίζει τα άκρα της), ταυτόχρονα όμως γλυκά παρά τη στρυφνάδα τους, τα τραγούδια αυτά συνιστούν την τελευταία έκφανση του σαββοπούλειου πνεύματος πριν από τη στροφή που σύντομα θα λάβει χώρα με τα «Τραπεζάκια Εξω». Το «Γιγανταιώρημα» δεν είναι ουρά της «Ρεζέρβας», του δίσκου που εξέφρασε όσο κανένας το εξαίσια αύθαδες και συνάμα τρυφερό πνεύμα που διαποτίζει τον Σαββόπουλο (και μάλιστα όχι μόνο στη σχέση του με το συλλογικό, αλλά και στο επίπεδο του μύχιου, του χαμηλότονου και τετριμμένου, καθώς η ωριμότητα και η οικογενειακή ζωή τον γείωναν)· το «Γιγανταιώρημα» αποτελεί ένα λοξό και τολμηρό βήμα μπροστά, καθώς, μολονότι δεν καταβυθίζεται τόσο στο ιδιωτικό όπως η «Ρεζέρβα», ανοίγεται σε συγγενείς περιοχές αλλά με αυξημένη ευθυβολία: στην υποκρισία της Μεταπολίτευσης («Κάτι τρώγοντας…»), στην αμφίθυμη σχέση με το κοινό και στην επώδυνη αλλά απαραίτητη ένωση μαζί του («Ανθρωποι μικροί»), στο «πώς» της τέχνης και στην πικρή αυτογνωσία μα και ανταμοιβή του δημιουργού («Το ποίημα…»), στο αίτημα για την Αριστερά όχι ως στείρα διαχείριση του ζην με «ανθρωπιστικό» πρόσημο αλλά ως ποιητική αίσθηση του βίου («Partito radicale») και, τέλος, στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας ως πυξίδα, έστω και μελαγχολική («Είναι η νύχτα…»). Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα «Ανθρωποι μικροί» και «Είναι η νύχτα…», τραγούδια σπάνιας ευστροφίας και ευαισθησίας, συγκαταλέγονται στις ευτυχέστερες στιγμές του Σαββόπουλου· απορεί κανείς πώς έμειναν εκτός δισκογραφίας.
Το αδιέξοδο και η υπέρβασή του
Σ’ αυτό το ερώτημα επιστρέφω: γιατί, παρά τη σημασία τους, τα τραγούδια του «Γιγανταιωρήματος» δεν περιλήφθηκαν σε κανέναν δίσκο του Σαββόπουλου; Νομίζω διότι αυτή η σκαληνή, κρυπτική, δηκτική, οξεία κατεύθυνση που έδειχναν δεν οδήγησε τον δημιουργό της πουθενά. Η «Ρεζέρβα» είναι ήδη ο καρπός μιας συνείδησης που, διαψευσμένη, πληγωμένη, αναδιπλωμένη στη μοναξιά της, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: ήταν το γέννημα μιας συνείδησης σε αδιέξοδο. Ο Σαββόπουλος είχε ανάγκη να υπερβεί το αδιέξοδο αυτό, και η υπέρβαση ήρθε με τη μορφή της πρόσδεσης σε ένα διαφορετικού τύπου συλλογικό όραμα, που εκφράστηκε στα «Τραπεζάκια Εξω» διά της θρησκείας· ως κοσμοαντίληψη, το «Γιγανταιώρημα» ήταν πλέον πίσω του. Και εικάζω ότι ο δημιουργός του δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια κατακτημένη πια πρόσβαση στο πλατύ ακροατήριο προτείνοντας αυτά τα σκοτεινά, δύστροπα τραγούδια. Κι έτσι, ευτυχώς ή δυστυχώς, το βήμα του «Γιγανταιωρήματος» δεν ολοκληρώθηκε. Και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του Σαββόπουλου έμεινε στο σκοτάδι – ή σχεδόν: ας έχουν δόξαν οι σαββοπουλομανείς που, με παιδική αθωότητα, ανταλλάσσουν κασέτες και εικασίες και μοιράζονται τον ενθουσιασμό τους για το έργο του κορυφαίου Ελληνα τραγουδοποιού.
Ο κ. Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας.

