Εκείνο το βράδυ του 1962 που ο Διονύσης Σαββόπουλος πρωτοείδε το «Ζιλ και Τζιμ», εντυπωσιάστηκε. Στην περίφημη ταινία του Φρανσουά Τριφό, ένας συνεσταλμένος Αυστριακός συγγραφέας και ένας Γάλλος διανοούμενος μοιράζονταν τον έρωτά τους για μια ελεύθερη, παρορμητική γυναίκα. Την υποδυόταν η Ζαν Μορό.
Με τον ρομαντισμό που τον διέκρινε, ο 18χρονος Θεσσαλονικιός με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες θεώρησε τότε ότι, «όταν μια γυναίκα είναι τόσο αξιόλογη, δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση της αποκλειστικής χρήσεώς της». Υπήρχε κι ένα βαλσάκι στην ταινία που τραγουδούσε η ηρωίδα, κι έτσι βάλθηκε να γράψει κι εκείνος ένα δικό του, στο οποίο, μάλιστα, χώρεσε τον πόνο του «και για μια τσαπερδόνα που με ταλαιπωρούσε» την εποχή εκείνη. Τους στίχους τους κράτησε, όμως προτίμησε να συνθέσει «μια μελωδία πιο ευτυχοδυστυχισμένη». Ετσι γεννήθηκε η «Συννεφούλα», που μένει στην καρδιά μας, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι ήρωες και ηρωίδες των τραγουδιών εκείνου που σημάδεψε το ελληνικό τραγούδι για πολλές γενιές, βαθύτερα από κάθε άλλον τραγουδοποιό.
Την περασμένη Τρίτη ο Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή στα 81 του χρόνια, συγκλονίζοντας χιλιάδες ανθρώπους που τον ένιωθαν μέντορα επί δεκαετίες. Ομως η Αννα, η Ελσα, η Ζωζώ, θα είναι πάντα στα χείλη μας, όπως άλλωστε «τα κορίτσια που στρίβουν από τη γωνία για να μπουν στο σινεμά» και «η φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί, πονηρέ πολιτευτή». Πλάσματα που αγαπήθηκαν, ή εγκλωβίστηκαν, έστω υπό διαφορετικές συνθήκες.
Κανείς δεν έχει σκιαγραφήσει το δεύτερο μισό, κυρίως, του ελληνικού 20ού αιώνα με τέτοια ακρίβεια και ευαισθησία μέσα από πρόσωπα, επινοημένα ή πραγματικά, όπως ο Σαββόπουλος από το «Φορτηγό» (1966) ώς τον «Χρονοποιό» (1999).
Ηταν ένα παιδί της αστικής τάξης της Θεσσαλονίκης. Ομως, από πολύ νέος γοητεύτηκε από τους αδύναμους και τους απόκληρους: τους τσιρκολάνους, τους «μάγους στη σκηνή», «την νταρντάνα τη Ζωζώ», που εκδικήθηκε τον γιο του παπά και όσους άλλους κορόιδευαν την εκπόρνευσή της. Εβλεπε αυτούς τους αντιήρωες «σαν μαγικά πλάσματα, σαν να έρχονταν από έναν άλλο κόσμο, σαν να μετέφεραν ένα μήνυμα». Ανάμεσα στους απόκληρους, αργότερα, και ο Νίκος Κοεμτζής, το «μακρύ ζεϊμπέκικο» για τον οποίο τάραξε το 1979 τους συντηρητικούς.
«Φο Μι Τσιν» και «Καραϊσκάκης»
Από τον κόσμο της πολιτικής διεκδίκησης ερχόταν από νωρίς «ο εργάτης (που) βλαστημάει και τραβάει για τον σταθμό», καθώς «ο ήλιος ανεβαίνει σαν σημαία στον ουρανό». Και, για να μη μείνει αμφιβολία για τους τόπους των αγώνων και συρράξεων, ο τροβαδούρος ονομάτιζε από το Κιλελέρ έως το Βιετνάμ. Ο Φο Μι Τσιν που «κρυμμένος στο ποτάμι ανασαίνει», προέκυψε από αναγραμματισμό του ονόματος του Χο Τσι Μινχ, κομμουνιστή ηγέτη του Βορείου Βιετνάμ. Αν πάλι ο ήρωας του τραγουδιού ήταν υπερβολικά γνωστός για να διαφεύγει την προσοχή των λογοκριτών της χούντας, όπως ο Τσε Γκεβάρα, τότε στους στίχους ο Σαββόπουλος τον μεταμφίεζε. Εξ ου και η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη». Αλλωστε, όπως είχε πει (στη Lifo), ο ίδιος πίστευε ότι «ο ένας περιέχει τον άλλον» αγωνιστή.
Παραλλαγή του πραγματικού υπήρξε και το όνομα της θείας Μάρως. Επρόκειτο για τη θεία Μάνου, στέλεχος του τότε παράνομου ΚΚΕ, με την οποία ο τραγουδοποιός βρέθηκε το 1967 κλεισμένος στην ίδια φυλακή. Ηταν μεγαλύτερη και λειτουργούσε παρηγορητικά για τους νεαρούς κρατούμενους. Καθώς ήταν γνωστή, ο Αλέκος Πατσιφάς ζήτησε κατόπιν από τον δημιουργό να αλλάξει το όνομά της στο τραγούδι του.
Μαζί με τις εποχές, άλλαζαν και οι ονομαστικοί κατοπτρισμοί τους. Μετά τη Μεταπολίτευση, αντίθετα από τη βολική μόδα της εποχής, οι επώνυμες πολιτικές αναφορές στα τραγούδια του Σαββόπουλου περιείχαν συχνά την πικρία της καταγγελίας ενός πολιτικού και κοινωνικού συμβιβασμού: «Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία/ και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;/ τώρα κοκορεύεσαι επάνω στον εξώστη/ και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη».
Και αλλού: «Ελα, χωρίς πολιτικούρες/ με το φτερό σου να πετάει/ όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες/ αλλά σε κείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει».
Ωστόσο, όσα χρόνια και όσες απογοητεύσεις και αν έζησε, δεν έπαυε να μνημονεύει πρόσωπα σαν τη δημοσιογράφο Σούλα Αλεξανδροπούλου και τον Μίμη Δεσποτίδη, τον «Πέτρο» της ΕΠΟΝ, της «Επιθεώρησης Τέχνης» και του «Θεμέλιου»: «Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά/ που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης/ με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά».
Στο ίδιο άλμπουμ του 1994, «Μη πετάξεις τίποτα», ο Σαββόπουλος τραγουδούσε και για τον Μάνο Χατζιδάκι, δίχως όμως να τον αναφέρει: «Μα όπως μεγαλώνουμε/ κι όμορφα παλιώνουμε / θα ’θελα η καρδιά μου να κριθεί/ από τους δασκάλους μας/ μικρούς μας και μεγάλους μας,/ όσους προπαντός έχουν για πάντα κοιμηθεί». Αντ’ αυτού, έπαιζε μια μελωδία με ενορχήστρωση χατζιδακική. Τον είχε ευχαριστήσει, όμως, επωνύμως, νωρίτερα, για την πρόσκληση που του απηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις να παίξει στον «Σείριο».
Στο «Ολα τα κέντρα ανοίγουν πάλι», ο τροβαδούρος τίμησε μερικούς από τους σημαντικότερους ερμηνευτές αλλά και νεότερους τραγουδοποιούς της εποχής – από τον Μανώλη Αγγελόπουλο ώς τους «Φατμέ». Και ακόμα νωρίτερα, στο «Αουντουαντάρια», υποκλίθηκε στους εκλεκτούς μουσικούς που είχαν παίξει μαζί του στη «Ρεζέρβα», ξεκινώντας από τον διεθνώς καταξιωμένο τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη.
Και άλλοι πολλοί, σημαντικοί λαϊκοί και λόγιοι καλλιτέχνες του προηγούμενου αιώνα, από τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζίδη ώς τον Μπάτη και τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου (ως Αλέξη Ασλάνη), παρελαύνουν στα τραγούδια του Θεσσαλονικιού τροβαδούρου. Ομως, ολόκληρο κομμάτι για δύο έχει γράψει: ο ένας είναι ο Κάρολος Κουν: «Το δράμα μας φανέρωσε/ τη σάτιρα ελευθέρωσε/ γιατί ήταν δικασμένη/ μια ζωή λογοκριμένη».
Και ο δεύτερος, φυσικά, ο φίλος του Λουκιανός Κηλαηδόνης: «Περαστικά Λουκιανέ,/ η νύχτα μας πληγώνει/ μα εσύ είσαι ο πλέον εύθραυστος/ και σε παραπληγώνει».
Φίλοι και οικογένεια
Οι στίχοι εδώ είναι κατ’ εξοχήν προσωπικοί. Ο Σαββόπουλος δεν δίστασε ποτέ να ξεδιπλώσει τον οικογενειακό και φιλικό του κύκλο στα τραγούδια του. Μικρό κορίτσι ακόμα, «η Ελενα η χορεύτρια σκύβει στη μεριά του Τάσου» Φαληρέα, του μέντορά του. Την παιδική του φίλη, την Αννα, την είδε ξαφνικά, αλλά μέσα από το τραγούδι τη θυμόμαστε δεκαετίες. Για άλλη φίλη εξομολογείται: «Ελσα σε φοβάμαι, Ελσα σ’ αγαπώ». Δεν είναι ένα απλό εύρημα: Αυτά τα δύο ρήματα συμπυκνώνουν το πώς ο Σαββόπουλος αισθανόταν για το γυναικείο φύλο.
«Εχω μεγάλο λόγο στη ζωή μου να θαυμάζω και η γυναίκα μου δίνει μεγάλο περιθώριο σ’ αυτό, γιατί η γυναίκα είναι ένα αίνιγμα», έχει πει. «Μεγαλώνοντας διαπιστώνω ότι αυτό το αίνιγμα είμαι κι εγώ. Εγώ είμαι ίσως η θεία Μάνου, τα κορίτσια, η Ζωζώ, έχουμε κάτι κοινό, μας συνδέει μια αίσθηση».
Πόσο μάλλον με την Ασπα, τη σύντροφό του από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Την τραγούδησε ξανά και ξανά, χόρεψε μαζί της μπροστά στο γεμάτο Ηρώδειο. Τραγούδησε και τον ένα από τους γιους του, όταν πήγε στον στρατό επί δημοκρατίας, για να απαλλαγεί απ’ το «διαόλισμα» που ένιωθε ο ίδιος επειδή απέφυγε να στρατευθεί επί δικτατορίας.
Ενας ομότεχνός του είχε πει στον Σαββόπουλο ότι κακώς διαλέγει τόσα ασυνήθιστα ονόματα για τους στίχους του. Θα έπρεπε να προτιμά πιο συνηθισμένα, με τα οποία θα ταυτίζεται ευκολότερα ο κόσμος. «Αλλά εγώ ήθελα πάντα να είμαι απόλυτα συγκεκριμένος: Αν μπορούσα να βάζω και τηλέφωνο και διεύθυνση ακόμα, θα το έκανα», απάντησε γελώντας.
Μπιζανίου κι Αναλήψεως
Αλλωστε, πολλά ιστορικά ονόματα δεν αλλάζουν: «Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό / Ελασσόνα, Λιβαδειά, Μελβούρνη, Μόναχο / Αλαμάνα και Γραβιά, Αμέρικα / Βελεστίνο, Αγιοι Σαράντα, Εσκί Σεχίρ/ Κώστας, Κώστας, Μανώλης, Πέτρος, Γιάννης, Τάκης / Πλατεία Ναυαρίνου, Διοικητηρίου κι Εξαρχείων / Αλέκος, Βασίλης, Αγγελος / Μπιζανίου κι Αναλήψεως, Αγίας Τριάδος κι 25ης Μαρτίου / η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει / κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει».
Η πανηγυρική γεωγραφία στο «Ας κρατήσουν οι χοροί» υπήρξε και παραμένει παρηγορητική απέναντι στην άλλη ονοματολογία, της κρίσης και της φθοράς, από το «Κούρεμα» – με «του Κουτσόγιωργα τους δασύτριχους πολίτες», τον Κοσκωτά με «το όραμα κονόμας», τον Κακαουνάκη και την «Αυριανή». Εξ ου και η προσωρινή καταφυγή στον «Μητσοτάκ». Παρόντες στους στίχους του, στο πέρασμα των δεκαετιών, και ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, ο Φλωράκης. Αλλά και ο Οτσαλάν και ο Αμερικανός «πρόεδρος με το σαξόφωνο».
Τα εις εαυτόν
Μα και ο ίδιος ο Σαββόπουλος δεν υπήρξε πάντοτε στους στίχους του παρών; Ασφαλώς. Και μάλιστα συχνά τολμηρά αυτοκριτικός, αναγνωρίζοντας π.χ. εαυτόν ως μέλος «αυτού του συρφετού, / του δημοκρατικού / του νέου εγωισμού». Αλλά και επικαλούμενος το ελαφρυντικό ότι συμπεριλαμβάνεται στους «ανήλικους διαρκώς / μα κι απ’ το καθεστώς / αμόλυντους ευτυχώς».
Πόση σημασία είχαν οι διαφωνίες; Υπήρξε συνοδοιπόρος μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας μια ολόκληρη ζωή. Καινοτόμος στο τραγούδι μας, επηρέασε βαθιά τη νεότερη τραγουδοποιία. Θα ζει πάντα μέσ’ από τους στίχους, αλλά και τους ήρωες και τις ηρωίδες του. «Τι θα ήταν σήμερα η Συννεφούλα;», είχε κάποτε ερωτηθεί. Και, σηματοδοτώντας τη ζωή που αλλάζει, απάντησε με τρυφερότητα: «Μια καλοστεκούμενη κυρία που αγοράζει γλυκά για τ’ ανίψια της από του Τερκενλή».

