Η επώδυνη διαδρομή του πένθους που ανοίχτηκε απρόσμενα μπροστά μας με την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου μοιάζει, στις πρώτες μόλις ώρες της, ήδη ναρκοθετημένη από τα αινίγματα που στοιχειώνουν το ανυπέρβλητο έργο του. Πώς μπορεί κανείς να ζήσει ελεύθερος χωρίς να κουβαλά το βάρος των συμβολικών προγόνων του; Πώς θα επιβιώσει η ποίηση σε έναν μεταπνευματικό κόσμο; Ποιο είναι το νόημα του προσωπικού και συλλογικού θανάτου και πώς μπορεί να αναστηθεί μια γιορτή που θα τον καταλύσει;
Πώς θα κατορθώσουμε να μείνουμε πιστοί σε όσα μας κληροδότησε, αλλά και στην επιθυμία μας για έναν νέο χρόνο;
Αναζητώντας απαντήσεις, ο Σαββόπουλος ανέτρεξε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, στην κοινή μήτρα ποίησης και τραγουδιού, σε μια μαγική εποχή πριν από την εμφάνιση της τυπογραφίας, όταν ο λόγος, το μέλος και η ερμηνεία πήγαζαν από το ίδιο πρόσωπο. Και δημιούργησε το πρότυπο του σύγχρονου τραγουδοποιού που συνθέτει και ερμηνεύει μόνος τη μουσική και τους στίχους του ως μιαν αδιάσπαστη ενότητα. Στον Σαββόπουλο, ήχος, νόημα, ερμηνεία, αλλά και αφήγηση και υποκριτική επί σκηνής, υπήρξαν πάντοτε ένα αεροστεγές σύνολο που ήταν αδύνατον να διαρραγεί. Και συγχρόνως τα τραγούδια του, πότε σιβυλλικοί χρησμοί και πότε δημόσιες εξομολογήσεις, πότε δηλητηριώδεις σάτιρες και πότε πυρακτωμένες προφητείες –όπως στον Ζορζ Μπρασένς, στον Μπομπ Ντίλαν, στην Τζόνι Μίτσελ, στον Λέοναρντ Κοέν– λούζονταν από ένα φως που μόνον οι σημαντικοί ποιητές είχαν μέχρι τότε δεξιωθεί.
Ο Σαββόπουλος υποχρεώθηκε να γίνει ποιητής υπό το βάρος μιας επιτακτικής υπαρξιακής ανάγκης – ενός μεγάλου υπαρξιακού φόβου που διαπερνά ακόμη και το νεανικό «Φορτηγό» του (1966). Ο Σαββόπουλος έγινε ποιητής αναζητώντας μια έσχατη λύση στην αφόρητη σύγκρουση ανάμεσα στην προσωπική ελευθερία που διεκδίκησε με πάθος η γενιά του με τις «βασικές αρχές» της παράδοσης που κληρονόμησε μέσω της τέχνης του τραγουδιού. Στον «Μπάλλο» (1971) και στο «Βρώμικο ψωμί» (1972), αναμετρήθηκε με το σώμα της δημοτικής και λαϊκής μουσικής, και μάλιστα με δραματικούς όρους, σαν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Δίσκοι-παραβολές πάνω στη σχέση παράδοσης και προσωπικού ή συλλογικού θανάτου, θέτουν το αγωνιώδες ερώτημα εάν η παράδοση είναι ζωντανή ή νεκρή – κι αν είναι νεκρή, αν κάποιος θα μπορούσε ή θα όφειλε να την αναστήσει, ώστε να υπάρξει μια καινούργια γιορτή, μια «νέα κοινωνικότητα», «ένας καλύτερος τρόπος να ζούμε μαζί». Για τον Σαββόπουλο, η προσωπική ελευθερία όφειλε να μείνει πιστή στον εαυτό της πέρα από κάθε συλλογικό προκαθορισμό και παράδοση δεν ήταν η μίμηση απολιθωμένων σχημάτων του παρελθόντος, αλλά, κυριολεκτικά, η «παράδοση» του ζωντανού σώματός μας σε μια πνευματική δύναμη που υπάρχει πριν, μετά και πέρα απ’ τις μορφές που την είχαν κάποτε φιλοξενήσει.

Αντιμαχόμενοι πόλοι στο ίδιο τραγούδι
Η ποίηση στον Σαββόπουλο γεννιέται τη στιγμή που επιχειρεί να ενώσει, μέσα στο ίδιο τραγούδι, σαν ηλεκτροφόρα καλώδια, τους αντιμαχόμενους αυτούς πόλους: «Να δώσει ρεύμα» («Ζεϊμπέκικο») και να τους φέρει σε επαφή. Και είναι τόσο υψηλό –σχεδόν θανατηφόρο– το φορτίο που εκλύεται από αυτήν την επαφή, που μόνο μια καινούργια, πρωτόφαντη ποίηση θα μπορούσε να το αντέξει. Η σύγκρουση πίεσε τη μουσική και τους στίχους του τόσο πολύ, ώστε η ενέργεια που τελικά εκλύθηκε να μοιάζει πριν ή πέρα απ’ τα λόγια. Η ποίηση είναι το σοκ ή το τραύμα που προκαλεί η σύγκρουση, και συγχρόνως η επούλωση, η θεραπεία του. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε να ενσαρκωθεί η «ζωοποιός δύναμη της παράδοσης», το «μαύρο Πνεύμα» να ξυπνήσει μέσα στην «τρομερή λαλιά» των «παιδιών με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» («Μαύρη θάλασσα»). Δυναμική, αλλόκοτη, άλλοτε πένθιμη και άλλοτε γιορταστική, η ποίηση του Σαββόπουλου είναι ο τρόπος του να κερδίσει τη μάχη με την παράδοση –σε αντίθεση με τους ποιητές της γενιάς του τριάντα, που προειδοποιούσαν ότι «βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες» (Γιώργος Σεφέρης)– να δέσει με μαγικές κλωστές τον αρχαίο και τον νέο κόσμο, και επίσης να ενοποιήσει το προσωπικό και το συλλογικό, το ψυχικό και το πολιτικό, το ροκ και τη βαλκανική κληρονομιά, το ελαφρό τραγούδι και τη δυτικοευρωπαϊκή πρωτοπορία. Πάντοτε πυρπολώντας τις δεδομένες παραστάσεις μας για τον κόσμο, και συγχρόνως νοσταλγώντας τον κοινό λόγο, το κοινό ήθος, ώστε το τραγούδι του ν’ ανέβει «στα χείλη ολονών».
Κι ωστόσο, αν και βιωματική και εξομολογητική, η ποίηση αυτή δεν πηγάζει από κάποιον συγκροτημένο εαυτό ούτε από μια δεδομένη ταυτότητα. Στον Σαββόπουλο, ο εαυτός υπήρξε ανέκαθεν πηγή μιας διαρκούς απορίας: «Ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω»· «έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου». Τα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» ήταν μια επώδυνη συρραφή από ετερόκλητους, παλιότερους και νεότερους, επίσημους και λογοκριμένους «εαυτούς», και ο ίδιος αναγνωριζόταν μάλλον στα κοψίματα και στα κενά του μαγνητοφώνου που τους χωρίζουν, παρά στα ίδια τα τραγούδια. Στο «Σαν τον Καραγκιόζη», ο εαυτός ήταν διάτρητος, υπήρχε μόνο μέσ’ απ’ τις τρύπες του. Στον Σαββόπουλο, το πρώτο πρόσωπο δεν κατείχε ποτέ κάποιο νόημα αλλά μάλλον εκείνο αναζητούσε ένα νόημα, που ερχόταν πάντοτε απέξω. Στη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» ήταν μια «κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή»· στην «Πρωτομαγιά», το άγνωστο εκείνο «φως» που βγάζει ο κόσμος ο μουγγός». Στο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» φέγγει ένα φως πέρα από τη γλώσσα ή τον κόσμο – στο «Φως στις 10 π.μ.» φέγγει μιαν άλλη αγάπη: «Μια αγάπη πίσω απ’ τις λέξεις συναντάς σ’ αυτό το φως».
Η μέγιστη κληροδοσία του
Τώρα που ο Σαββόπουλος ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτό το ανείδωτο φως, ίσως η μέγιστη κληροδοσία του διαγράφεται μέσα μας πιο καθαρά από ποτέ. Ο εαυτός μας, το δικό μας πρώτο πρόσωπο, δεν υπάρχει αυτός καθαυτόν, αλλά μόνον όταν στρέφεται σε κάτι ολωσδιόλου Αλλο, ζωογόνο και απολύτως αδύνατο – κάτι που ούτε εκείνο υπάρχει. Ο,τι ο Σαββόπουλος ονόμασε Αριστερά, Πνεύμα, Ελλάδα ή Θεό.
Τα τραγούδια του, πότε σιβυλλικοί χρησμοί και πότε δημόσιες εξομολογήσεις, πότε δηλητηριώδεις σάτιρες και πότε πυρακτωμένες προφητείες, λούζονταν από ένα φως που μόνον οι σημαντικοί ποιητές είχαν μέχρι τότε δεξιωθεί.

Ο κ. Δημήτρης Καράμπελας είναι ιστορικός του δικαίου και δοκιμιογράφος.

