Γιώργος Πέτρου: Η μουσική με τη γλώσσα των συνθετών

Γιώργος Πέτρου: Η μουσική με τη γλώσσα των συνθετών

Η Καμεράτα, η προσέγγιση των έργων με όργανα εποχής και η αγάπη για την όπερα

6' 56" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής έχει κατακτήσει πολλές κορυφές. Είναι η πρώτη ελληνική ορχήστρα που εμφανίστηκε στα BBC Proms, στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, αλλά και η πρώτη ελληνική ορχήστρα που έκανε ηχογραφήσεις για την Deutsche Gramophone και την Decca. Τα εύσημα της εντυπωσιακής αυτής πορείας και των διακρίσεων της ελληνικής ορχήστρας πρέπει να αποδοθούν κατά κύριο λόγο στον μουσικό διευθυντή της, Γιώργο Πέτρου. «Oλα αυτά είναι πολύ σημαντικά για τη φήμη και το κύρος ενός μουσικού συνόλου, όμως το πιο ξεχωριστό επίτευγμα για μένα είναι ότι η Καμεράτα έγινε η πρώτη ελληνική ορχήστρα που ερμήνευσε συμφωνίες του Μπετόβεν με όργανα εποχής στην Αθήνα», σημειώνει ο μαέστρος. Αυτό συνέβη το 2012 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, όταν ανέλαβε και ο ίδιος τη μουσική διεύθυνση του συνόλου και είχε μόλις επιχειρηθεί η διεύρυνση της δραστηριότητας της ορχήστρας, με τη μετάβασή της από τα σύγχρονα όργανα στα όργανα εποχής.

Πλέον, η εμπιστοσύνη του κόσμου απέναντι στην ερμηνεία με όργανα εποχής στο ρεπερτόριο 18ου-19ου αιώνα είναι δεδομένη. «Είναι μια πρακτική που ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο εξερεύνησης του ρεπερτορίου, δηλαδή στην ουσία επαναπροσδιορισμού αυτής της μουσικής», εξηγεί ο καταξιωμένος Eλληνας αρχιμουσικός. Αναφέρει ότι είναι αποδεκτό να μην αρέσουν σε κάποιον αυτές οι ερμηνείες, αλλά δυσκολεύεται να αντιληφθεί πώς μπορεί κάποιος να απορρίπτει τον ήχο που ο Μπετόβεν ή ο Μότσαρτ είχε στη διάθεσή του για να γράψει, αλλά παρ’ όλα αυτά να αγαπάει τη μουσική τους. «Oταν ακούμε τις συμφωνίες τους με σύγχρονα όργανα, ουσιαστικά δεχόμαστε μια μεταγραφή».

Γιώργος Πέτρου: Η μουσική με τη γλώσσα των συνθετών-1
«Το πιο ξεχωριστό επίτευγμα για μένα είναι ότι η Καμεράτα έγινε η πρώτη ελληνική ορχήστρα που ερμήνευσε συμφωνίες του Μπετόβεν με όργανα εποχής στην Αθήνα», υπογραμμίζει ο Γιώργος Πέτρου. (Φωτογραφία: FREDDIE F.)

Το πιο σοβαρό επιχείρημα υπέρ της χρήσης οργάνων εποχής σε αυτό το ρεπερτόριο αφορά, λοιπόν, την αυθεντικότητα; «Καθόλου. Η ιστορική πρακτική ερμηνείας ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, στα μέσα του 20ού αιώνα. Hταν μια μεγάλη, συλλογική προσπάθεια να ανακαλύψουμε τι πραγματικά κρύβεται ανάμεσα στις γραμμές της μουσικής των μεγάλων δημιουργών του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα. Προσπαθώντας να μιλήσουμε τη γλώσσα των ίδιων των συνθετών και να διαβάσουμε τα κρυφά νοήματα που έκρυβε η γραφή τους, κατακτήθηκαν εντυπωσιακές γνώσεις», σημειώνει. Σήμερα μπορούμε πλέον να μιλάμε για ένα επίπεδο ερμηνευτών που ασχολούνται με αυτό το είδος μουσικής, εφάμιλλο των καλύτερων βιρτουόζων στα σύγχρονα όργανα. Eχοντας κατακτήσει αυτό το πεδίο τελειοποίησης, η αυθεντικότητα, εξηγεί, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. «Ξέρουμε, χωρίς να είμαστε 100% βέβαιοι, τι συνέβαινε. Το ουσιαστικό, λοιπόν, ερώτημα είναι: σε ποιον απευθυνόμαστε;». Το ακροατήριο είναι άνθρωποι του σήμερα, υποστηρίζει, άρα κανείς δεν πρέπει να αρκείται στην «αναπαράσταση» του παρελθόντος, αλλά να επιδιώκει μια μορφή σύγχρονης επικοινωνίας μέσα από τη γλώσσα και τους ήχους μιας άλλης εποχής. «Είμαστε ιστορικά πιο ακριβείς με αυτή την προσέγγιση. Να το πούμε πιο απλά: Ο Μπαχ δεν είχε πιάνο, έγραφε για τσέμπαλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν νομιμοποιείται κανείς να χρησιμοποιήσει σύγχρονο όργανο, αλλά πρέπει να έχει κατά νου ότι αν ο Μπαχ είχε στη διάθεσή του πιάνο, θα έγραφε διαφορετικά, θα εμπνεόταν με άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το τσέμπαλο είναι ο φτωχός συγγενής του πιάνου, όπως διάβασα κάπου πρόσφατα».

Η μπαρόκ όπερα

Τον ρωτάμε τι τον συγκινεί σε αυτό το ρεπερτόριο. «Είκοσι χρόνια πριν, όταν σπούδαζα, δεν μπορούσα να μείνω αμέτοχος από το μεγάλο κίνημα της ιστορικής ερμηνευτικής και της αναβίωσης της μπαρόκ όπερας, του 17ου και του 18ου αιώνα. Οι συνθέτες τότε δεν έγραφαν λεπτομέρειες στα έργα τους, ενώ αντίθετα όσο περνούσαν τα χρόνια οι δημιουργοί έτειναν να καθοδηγούν ολοένα και περισσότερο τον ερμηνευτή μέσα από την παρτιτούρα τους. Στον 18ο αιώνα, όμως, αυτό δεν ήταν το ζητούμενο. Υπήρχε μεγάλο εύρος ερμηνείας, πολλά στοιχεία έμεναν ανοιχτά – είτε επειδή δεν ήταν γραμμένα είτε γιατί δεν σημειώνονταν με απόλυτη ακρίβεια. Εκεί καλείται ο ερμηνευτής να φέρει τη δική του προσωπική πρόταση και αν δεν αυτοσχεδιάσει είναι σαν να παραβλέπει μια σιωπηρή οδηγία που του δίνει ο συνθέτης». Oταν ανακάλυψε o ίδιος αυτή την πηγή ελευθερίας, μαγεύτηκε. «Hταν αποκαλυπτικό. Σκέφθηκα ότι η μουσική δεν είναι το Ευαγγέλιο στο οποίο πρέπει να γονατίζεις κάθε φορά, όπως μας δίδασκαν συχνά, αλλά είναι κάτι ζωντανό. Κάθε φορά που ένα έργο ερμηνεύεται μπροστά στο κοινό, ζει μια μοναδική ανάσταση, μια αναδημιουργία που αρχίζει και τελειώνει με το ίδιο το έργο. Την επόμενη φορά θα είναι κάτι διαφορετικό – και αυτό λειτουργεί θαυμαστά στη μουσική του 18ου και του 19ου αιώνα».

Η μουσική δεν είναι το Ευαγγέλιο στο οποίο πρέπει να γονατίζεις κάθε φορά, όπως μας δίδασκαν συχνά. Κάθε φορά που ένα έργο ερμηνεύεται μπροστά στο κοινό, ζει μια μοναδική ανάσταση.

Μιλάει με ιδιαίτερη θέρμη για το μπαρόκ και τον ρομαντισμό λέγοντας πως αυτή η μουσική δεν χρειάζεται επεξηγήσεις, ωστόσο σπεύδει να μου πει πως αγαπάει και τη ροκ και την τζαζ, το μουσικό θέατρο. Πέρυσι στο «Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο “Μαρία Κάλλας”» είχε παρουσιάσει σε μια εντυπωσιακή παραγωγή το μιούζικαλ «Σουίνι Τοντ: Ο δαιμόνιος κουρέας της Fleet Street», ενώ πριν από λίγες ημέρες έκανε πρεμιέρα στο Wexford Festival Opera –λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές– η «Διηδάμεια», η τελευταία όπερα του Χέντελ σε μουσική διεύθυνση και σκηνοθεσία δική του. Ο Χέντελ αποτελεί μια σταθερή αναφορά στις δουλειές του –είναι άλλωστε καλλιτεχνικός διευθυντής του Internationale Händel-Festspiele Göttingen, του αρχαιότερου φεστιβάλ παλαιάς μουσικής στον κόσμο–, αυτό ωστόσο που φαίνεται ενδιαφέρον είναι τι τον ώθησε να εξερευνήσει νέες περιοχές, να καταπιαστεί με τη σκηνοθεσία. «Από μικρό παιδί αγαπούσα το θέατρο. Το πιάνο δεν σε βοηθάει να κοινωνικοποιηθείς. Ετσι στράφηκα στη διεύθυνση ορχήστρας και με έναν τρόπο βρέθηκα πιο κοντά στον κόσμο του θεάτρου. Συνεργάστηκα έτσι με μεγάλους σκηνοθέτες από τους οποίους έμαθα πολλά, συνειδητοποίησα όμως ότι υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν μπορούσα να συμβαδίσω με το όραμα ενός σκηνοθέτη. Κάποια στιγμή και ενώ τα χρόνια περνούσαν, σκέφθηκα πως θα ήταν προτιμότερο να κάνω τα δικά μου λάθη αντί να διορθώνω τα λάθη των άλλων. Ετσι προέκυψε η σκηνοθεσία και είναι ένα μαγικό ταξίδι».

Ο μύθος του Αχιλλέα

Τη «Διηδάμεια», η οποία βασίζεται στον μύθο του Αχιλλέα και της κόρης του βασιλιά της Σκύρου, Λυκομήδη, δεν την επέλεξε για την ελληνικότητα της ιστορίας της, αλλά «έπαιξε» με το ελληνικό στοιχείο. Ο Αχιλλέας βρίσκει και πάλι καταφύγιο στο νησί των Σποράδων, μεταμφιέζεται σε γυναίκα για να αποφύγει τον Οδυσσέα που τον αναζητάει για να τον στείλει να πολεμήσει στην Τροία, αλλά αυτή τη φορά κινείται ανάμεσα σε σύγχρονους παραθεριστές. «Αυτή η ιστορία βασίζεται σε έναν αρχετυπικό μύθο. Δεν μπορείς να τη γελοιοποιήσεις, μπορείς όμως να ανακαλύψεις τα κωμικά στοιχεία της και αυτό είναι γνώρισμα της όπερας του 18ου αιώνα. Ο 19ος αιώνας λόγω ρομαντισμού τείνει προς μια πεσιμιστική αντιμετώπιση της ζωής. Oλα είναι πόνος και μόνο μέσα από αυτή την οδό μπορείς να βρεις την ευτυχία. Πιστεύω ότι αυτό σήμερα δεν μας ταιριάζει. Ξέρουμε ότι η ζωή είναι και γέλιο και κλάμα».

Ο Μπαχ δεν είχε πιάνο, έγραφε για τσέμπαλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν νομιμοποιείται κανείς να χρησιμοποιήσει σύγχρονο όργανο, αλλά αν ο Μπαχ είχε πιάνο, θα έγραφε διαφορετικά.  

Eτσι, όταν ο Οδυσσέας πείθει τελικά τον Αχιλλέα να αποκαλύψει την ταυτότητά του και να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του, πίσω από τον λυρικό τραγουδιστή παίζει ένα trailer κινηματογραφικής ταινίας, τύπου Χόλιγουντ, με τίτλο «Οδύσσεια». Αυτοί οι δύο κόσμοι στην πραγματικότητα, ο αρχαίος και ο σύγχρονος, δεν συναντιούνται πουθενά, αλλά συνυπάρχουν. Σαν φαντάσματα, σαν αχνές φιγούρες κινούνται οι αρχαίοι ήρωες ανάμεσα στους τουρίστες, περνάνε από το beach bar, από την παραλία. «Δεν σας έχει τύχει να ανεβείτε στην Ακρόπολη και να αισθανθείτε αυτή την ενέργεια ανθρώπων που προηγήθηκαν πριν από εσάς, πριν από χιλιάδες χρόνια, ακολουθώντας τις ίδιες διαδρομές; Εγώ θυμάμαι όταν διηύθυνα στο Theater an der Wien, στη Βιέννη, δεν μπόρεσα να μη σκεφθώ ότι εδώ που πατάω εγώ διηύθυνε ο Μπετόβεν την 5η Συμφωνία για πρώτη φορά».

Αυτήν ξεχωρίζετε ως την πιο σημαντική στιγμή της καριέρας σας; «Oχι, είναι σίγουρα η Arena di Verona, ο ναός της ιταλικής όπερας, σε μια παραγωγή που παρουσιάσθηκε μπροστά σε 12.000 άτομα, η όπερα του Βασιλικού Ανακτόρου Drottningholm της Στοκχόλμης, το μοναδικό θέατρο του 18ου αιώνα που σώζεται χωρίς να έχει αλλάξει απολύτως τίποτα. Ομως αν με ρωτάτε τι ανακαλώ με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, θα σας πω τις εξετάσεις μου στο Ωδείο Αθηνών, ίσως γιατί εκεί ήταν ακόμη όλα ανοιχτά».

* 2/11, Mozart Concerti με όργανα εποχής με την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων 
της Μουσικής   
* 19/11, Συμφωνίες Schubert και Beethoven με όργανα εποχής με την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής 
http://www.megaron.gr

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT