Η φετινή εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης» και περιελάμβανε δύο έργα ρεπερτορίου: την Εβδομη Συμφωνία του Μπετόβεν και το πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς. Πιστή στην πολιτική της των τελευταίων ετών, η Κρατική προσκάλεσε ως σολίστ έναν ακόμη Ρώσο μουσικό, τον πιανίστα Αλεξέι Βολόντιν, ενώ την ορχήστρα διηύθυνε ο καλλιτεχνικός της διευθυντής Λουκάς Καρυτινός.
Η βραδιά ξεκίνησε με την Εβδόμη, μία από τις πιο συναρπαστικές Συμφωνίες του Μπετόβεν. Αφενός η γνωστή άποψη του Ρίχαρντ Βάγκνερ ότι το έργο αυτό αποτελεί την «αποθέωση του χορού», αφετέρου η «βακχική» διάθεση την οποία εύκολα αναγνωρίζει κανείς, ειδικά στα ζωηρά μέρη του, προσδιόρισαν συνολικά την ερμηνεία. Ο Καρυτινός διηύθυνε με τον γνωστό δυναμισμό του και φρόντισε ώστε να υπάρχει ενέργεια και εσωτερική ένταση ακόμη και στις χαμηλόφωνες ενότητες του δεύτερου μέρους. Ομως, η δυναμική διεύθυνση παρέσυρε την ορχήστρα να παίζει δυνατά και κυρίως αδιάκριτα με την ίδια ένταση σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου. Δεν είναι τόσο ότι έλειψαν τα χαμηλόφωνα σημεία, όσο το γεγονός ότι περιορίστηκαν σημαντικά οι μεταβάσεις, δηλαδή η σταδιακή αύξηση ή μείωση της έντασης από τη μία ενότητα στην επόμενη, στοιχείο κρίσιμο ειδικά προκειμένου να αναδειχτεί το ενδιαφέρον του μουσικού κειμένου μέσα από την αποσαφήνιση της διαδοχής των επεισοδίων. Μπορεί η διάθεση της μουσικής να παραμένει η ίδια για μεγάλη διάρκεια, εφόσον αυτό προβλέπει ο συνθέτης. Ομως, το δραματικό της περιεχόμενο εξελίσσεται, μεταβάλλεται, αναπτύσσεται.
Προϋπόθεση για να φανεί αυτό είναι, βέβαια, ο εκάστοτε αρχιμουσικός να έχει στη διάθεσή του ένα πολύ καλά συντονισμένο σώμα εγχόρδων με ελεγχόμενη δυναμική, ικανό να αποδώσει το πλήθος των διαβαθμίσεων και των χρωμάτων που απαιτεί μια τέτοια επεξεργασία. Τα τελευταία χρόνια η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έχει κάνει πολλά και σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι παλαιότεροι ακροατές, που θυμούνται το παρελθόν, μπορούν να είναι αισιόδοξοι για το μέλλον. Οι νέοι, όμως, έχουν διαφορετικές απαιτήσεις.
Πλήθος αποχρώσεων
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς παίχτηκε το απαιτητικό πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς. Το έργο αυτό είχε ακουστεί στην ίδια αίθουσα πολύ πρόσφατα, μόλις στο τέλος της προηγούμενης σεζόν, στις 23 Μαΐου. Το είχαν αποδώσει η Καμεράτα του Ζάλτσμπουργκ με σολίστ τον Ντένις Κοζούχιν, έναν ακόμη Ρώσο πιανίστα καθώς, όπως φαίνεται, εκτός από την Κρατική Ορχήστρα και στο Μέγαρο Μουσικής οι ιθύνοντες γνωρίζουν κυρίως Ρώσους καλλιτέχνες.
Μυώδης όσο και λυρική υπήρξε η ερμηνεία του Ρώσου πιανίστα στο πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς.
Ο Αλεξέι Βολόντιν απέδωσε το έργο εξαιρετικά, συνδυάζοντας τόσο το ρωμαλέο, μυώδες παίξιμο που έχει ανάγκη το μέρος του πιάνου που συνομιλεί επ’ ίσοις όροις με τη μεγάλη συμφωνική ορχήστρα όσο και τον λυρισμό, τον οποίο χρειάζεται εξίσου η μουσική προκειμένου να αποδοθεί το πλήθος των αποχρώσεων που προβλέπει ο Μπραμς. Με συναρπαστικό τρόπο προβλήθηκε η έντονα δραματική, τραγική διάσταση που εμφανίζεται στο πρώτο μέρος του Κοντσέρτου μέσα από θυελλώδεις, γεμάτες πάθος διατυπώσεις. Εξίσου καθηλωτικός ήταν ο λυρισμός του Βολόντιν στις λυρικές παραγράφους, όπου ο Μπραμς αφήνει το πιάνο να ξεχωρίζει με σαφήνεια πάνω από τη μεγάλη ορχήστρα. Το πλήθος των αποχρώσεων που διέθετε το παίξιμο του πιανίστα έδινε πλαστικότητα στη μουσική και αναδείκνυε την εκφραστικότητα της γραφής. Στο λυρικό δεύτερο μέρος του Κοντσέρτου, χάρη στη μουσικότητα του Βολόντιν προβλήθηκε η τρυφερότητα της γραφής, ενώ οι λεπτομέρειες των διαβαθμίσεων δυναμικής έφερνε στο φως ποιότητες που σπάνια ακούει κανείς, ειδικά σε μια αίθουσα συναυλιών. Οπως στο πρώτο, έτσι και στο τρίτο μέρος η τεχνική και δεξιοτεχνία του Βολόντιν έλαμψαν, παρά την πυκνή γραφή για την ορχήστρα, ενώ η καθαρότητα και η ακρίβεια της άρθρωσής του προσέθεσαν στην ερμηνεία ένταση και χαρακτήρα.

