«Ποτές δε ξεχνώ το Αγιον Ορος. Πάντοτε το θυμάμαι με αγάπη και με στοργή σαν νάναι η δεύτερή μου πατρίδα, η χώρα της καρδιάς μου». Το απόσπασμα επιστολής του Φώτη Κόντογλου προς τον μοναχό Ισίδωρο στα Καυσοκαλύβια φέρει ημερομηνία 24 Ιουνίου 1924. Ο Αϊβαλιώτης ζωγράφος, αγιογράφος και συγγραφέας γράφει στον Αγιορείτη γέροντα ένα χρόνο μετά την πρώτη του επίσκεψη στο Αγιον Oρος, μια εμπειρία που καθόρισε οριστικά την καλλιτεχνική, την πνευματική και την προσωπική του εξέλιξη. «Δεν περίμενα ότι θα έβρω μια τέχνη τόσο τέλεια μέσα στις εκκλησίες των μοναστηριών», θα ομολογήσει σε κείμενό του στο λεύκωμα «Η Τέχνη του Αθω» με σχέδια βυζαντινών και μεταβυζαντινών τοιχογραφιών και εικόνων, αποτυπωμένα σε μονοχρωμία που είχε δημιουργήσει κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής του στις μονές του Αγίου Oρους πριν από περίπου έναν αιώνα. «Δεν ξεσήκωσα απλά τα ωραία αυτά χειροτεχνήματα παρά πως τα διερμήνεψα […] μ’ ένα αίσθημα που χρωστιέται σε μια ιδιοσυγκρασία πλασμένη ανάλογα με του βυζαντινού και σε μια αυστηρή χριστιανική ανατροφή», εξηγούσε για την προσέγγισή του στις «ζωγραφιές της πειό σπανίας τελειότητος» που είδε στον Aθω. Τα έργα της πρώτης επαφής με τη βυζαντινή τέχνη παρουσίασε αρχικά στη Μυτιλήνη και ακολούθως στην Αθήνα το 1923. Ηταν ο προάγγελος όχι μόνο της προσήλωσής του στην ορθόδοξη παράδοση αλλά και στην αναγέννηση της βυζαντινής τεχνοτροπίας στις αρχές του 20ού αιώνα.

Στη διά βίου σχέση του Φώτη Κόντογλου με την Αθωνική Πολιτεία επικεντρώνει τη νέα της έκθεση η Αγιορειτική Εστία Θεσσαλονίκης. Ζωγραφικά έργα, ντοκουμέντα, κείμενα, φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα (το γραφείο με την καρέκλα του, το αναλόγιο) σκιαγραφούν την προσωπικότητα και τον δημιουργό που εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη ζωγραφική τέχνη, αλλά και από το συγγραφικό έργο· αναδεικνύουν τις επιρροές που άσκησαν οι βυζαντινοί θησαυροί της Ορθοδοξίας, προσδιορίζοντας την αισθητική και την πνευματική του πορεία· αναψηλαφούν τους δεσμούς με Αγιορείτες που άγγιξαν την ψυχή του, τη βαθιά θρησκευτικότητά του και πτυχές του βίου ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους της γενιάς του ’30. Αποκαλυπτικά είναι τα γράμματα από την αλληλογραφία που διατηρούσε επί είκοσι χρόνια με τον μοναχό Ισίδωρο, «τα φυλάγω σαν κειμήλια γιατί είναι γραμμένα από ψυχή ποιητική», έλεγε, καθώς και το ραδιοφωνάκι του απ’ όπου άκουγε τις λειτουργίες –λόγω της ασθένειας της συζύγου του– συνήθως μαζί με φίλους του στο μικρό σαλόνι γεμάτο από τις ζωγραφιές του που ανέδιδαν ευλάβεια και κατάνυξη.

«Ο Κόντογλου, παρά τον πλούτο της ζωγραφικής του (μνημειακής και φορητής) σε ενοριακές εκκλησίες και ιδιωτικά παρεκκλήσια (500 φορητές εικόνες και 20 εκκλησίες), δεν εικονογράφησε σε μονές του Αγίου Ορους. Η Αθωνική Πολιτεία ωστόσο ανατροφοδοτούσε το καλλιτεχνικό και πνευματικό του έργο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του», διευκρινίζει στην «Κ» ο διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας και επιμελητής της έκθεσης Αναστάσης Ντούρος. «Στο Αγιον Ορος αναζήτησε την ελληνικότητα μέσα από τη βυζαντινή παράδοση και χάραξε τομή στην εκκλησιαστική τέχνη της νεώτερης Ελλάδος, γιατί όπως επισήμανε ο ερευνητής του έργου του, αείμνηστος καθηγητής ιστορίας της τέχνης Νίκος Ζίας, όχι μόνον επανέφερε και επέβαλε την παραδοσιακή Ορθόδοξη τεχνοτροπία, αλλά κατενόησε τη θεολογική σημασία της ζωγραφικής μέσα στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας».
«Στο Αγιον Ορος αναζήτησε την ελληνικότητα μέσα από τη βυζαντινή παράδοση», λέει ο Αναστάσης Ντούρος, διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας και προσθέτει πως «η Αθωνική Πολιτεία ανατροφοδοτούσε το καλλιτεχνικό και πνευματικό έργο του Κόντογλου καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του».
Την υπογραφή του μεγάλου δημιουργού σε έργα που φυλάσσονται στη Μονή Γρηγορίου –ένα από τα αγαπημένα του μοναστήρια–, φέρουν οκτώ δεσποτικές εικόνες τις οποίες όμως ο Κόντογλου φιλοτέχνησε για το παρεκκλήσι Παναγίας της Μυρτιδιωτίσσης του Αγίου Νεκταρίου στη Χαλκίδα. Ανάμεσά τους ο Αγ. Νεκτάριος «επίσκοπος Πενταπόλεως ο εν Αιγίνη» στην πρώτη του εικονογραφημένη μορφή αμέσως μετά την αγιοκατάταξή του (1961). Οι εικόνες, εξηγεί ο κ. Ντούρος, μεταφέρθηκαν στη Μονή Γρηγορίου για λόγους ασφαλείας, όταν η οικογένεια Σταϊκίδου της Χαλκίδας δώρισε το παρεκκλήσι στην αγιορείτικη μονή. Ζωγραφισμένες με την τεχνική της αυγοτέμπερας σε νοβοπάν, αποτυπώνουν τη βαθιά προσήλωσή του στη βυζαντινή παράδοση. «Δίχως τον Φώτη Κόντογλου η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης θα ήταν διαφορετική», επισημαίνει ο αγιογράφος Γιώργος Κόρδης. «Πίστεψε τις εκφραστικές δυνατότητες της ξεχασμένης για περίπου έναν αιώνα βυζαντινής τεχνοτροπίας ως εικαστικής γλώσσας και πάλεψε για την καθιέρωσή της ως την κατάλληλη για τη γραφή των εκκλησιαστικών εικόνων».
Πνοή από το Αγιον Ορος «Στο Αγιον Ορος αναζήτησε την ελληνικότητα μέσα από τη βυζαντινή παράδοση», λέει ο Αναστάσης Ντούρος, διευθυντής της Αγιορειτικής Εστίας και προσθέτει πως «η Αθωνική Πολιτεία ανατροφοδοτούσε το καλλιτεχνικό και πνευματικό έργο του Κόντογλου καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του».
Ηταν τόσο γοητευμένος από τη «ζωγραφική σοφία» και τον «έντονο ρυθμό» της βυζαντινής τεχνουργίας, σε βαθμό που, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, προσπαθούσε να πείσει και τον εξαίρετο αγιογράφο της ρωσοναζαρηνής τεχνοτροπίας Λέσβιο μοναχό Ζαχαρία Κανέλλη (1886-1963) στα Καυσοκαλύβια. Για να του δείξει πως αξίζει κανείς να θυσιάζει τη δεξιοτεχνία του στη φυσιοκρατική ζωγραφική για την παράδοση, φιλοτέχνησε γύρω στο 1937 το πορτρέτο του γέροντα. Το έργο, σύμφωνα με μαρτυρίες, έγινε αφορμή ο μοναχός να αναθεωρήσει τη στάση του. Φυλάσσεται στην Ιερά Καλύβη των Αγίων Αρχαγγέλων και θεωρείται σύμβολο της στροφής των Αγιορειτών προς τη βυζαντινή τέχνη.
Το «εικονοστάσι» του

Στο προσωπικό του «εικονοστάσι» εξάλλου –τη μνημειακή τοιχογραφία που φιλοτέχνησε στο σπίτι του το 1932 με τους μαθητές του, Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Εγγονόπουλο– περίοπτη θέση κατείχαν τα πρότυπά του, συγγραφείς και ζωγράφοι που θαύμαζε ως βυζαντινούς ασκητικούς αγίους: ο Εμμανουήλ Πανσέληνος εκ Θεσσαλονίκης – ο ήλιος της τέχνης· ο Θεοφάνης ο Κρης – ο εν τη Λαύρα ιστορήσας· ο Κυριάκος Θεοτοκόπουλος – ο εν Ισπανία ακμάσας, ο Τζώρτζης ο Κρης – ο εν τη Μονή Διονυσίου ζωγραφήσας· ο Φράγκος Κατελάνος ο Θηβαίος – ο εν Μετεώροις και Λαύρα ζωγραφήσας.
«Δίχως τον Φώτη Κόντογλου η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης θα ήταν διαφορετική. Πίστεψε τις εκφραστικές δυνατότητες της ξεχασμένης για περίπου έναν αιώνα βυζαντινής τεχνοτροπίας ως εικαστικής γλώσσας και πάλεψε για την καθιέρωσή της», υπογραμμίζει ο αγιογράφος Γιώργος Κόρδης.
Στη Χερσόνησο του Αθω ο Κόντογλου δεν μεταμορφώνει μόνο τα χρώματα και τα σχήματα σε σωτηριώδη θεολογία αλλά με θεολογική προσέγγιση καταγράφει και τα βιώματά του. «Σουρούπωμα μέσα σ’ ένα έρημο δάσος της Αθωνικής Πολιτείας» γράφει τον «Κούκο». Από μια «βυζαντινή ζουγραφιά, ιστορημένη σ’ ένα ρημοκκλήσι παμπάλαιο» εμπνέεται το ποίημα «Στον έρωτα» τον Μάη του 1923, ενώ μια καλοκαιρινή νύχτα στα Καυσοκαλύβια με λέξεις «ζωγραφίζει» τον έναστρο ουρανό που αντικρίζει: «Τη νύχτα κάθουμαι στο παραθυράκι μου και βλέπω τα άστρα που αγρυπνούν· μια ουράνια δροσιά στάζει μέσα μου. Ο νους μου ξεκουράζεται ακουμπώντας σε Σένα. Ακούγω το γλυκό χτύπο της καρδιάς Σου από χιλιάδες μίλια· μου φαίνεται πως κρατά το ρυθμό του Σύμπαντος».
*Την έκθεση «Η χώρα της καρδιάς μου – Ο Φώτης Κόντογλου στο Aγιον Oρος», εγκαινιάζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, σήμερα, Κυριακή 26 Οκτωβρίου. Διάρκεια έως 20 Μαρτίου 2026.

