Νιώθω αμήχανα για τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου από τα πρώτα καλλιτεχνικά του χρόνια και έως τα τέλη του ’80. Ακουγα συχνά στα ερτζιανά τραγούδια του όπως τη «Θαλασσογραφία», τη «Συννεφούλα», το «Ντιρλαντά», τον «Πολιτευτή», το «Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα», τη «Σημαία από νάιλον». Στο πανεπιστήμιο πάλι, συχνό ήταν το «Βιετνάμ γιε γιε» και το «Στη συγκέντρωση (της Ε.Φ.Ε.Ε.)». Δεν μπορούσα, ωστόσο, να τα εντάξω –και άρα να τα κατανοήσω– στο πολιτικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν, καθώς δεν το γνώρισα. Τότε ήμουν παιδί, δεν το έζησα, ούτε το «άκουσα» στην επαρχία όπου μεγάλωσα. Δεν με ενθουσίαζαν, όπως συνέβη με έργα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Ποτέ δεν τον ένιωσα οικείο, δεν τον αποκάλεσα Νιόνιο.
Παρ’ όλα αυτά, με συγκινεί (ιδίως στην ερμηνεία με τη Σωτηρία Μπέλλου) το «Ζεϊμπέκικο» (γράφτηκε το 1972) και οι στίχοι του «Ο πατέρας μου ο μπάτης/ ήρθε απ’ τη Σμύρνη το είκοσι δυο/ κι έζησε πενήντα χρόνια/ σ’ ένα κατώι μυστικό./ Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε/ τρώνε βρώμικο ψωμί/ κι οι πόθοι τους ακολουθούνε/ υπόγεια διαδρομή». Μέσα μου, οι στίχοι ετούτοι υποδηλώνουν μια Ελλάδα που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή συγκλονίστηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο και μια χούντα, με τον ελληνισμό να βγάζει τόσο τα κακά όσο και τα καλά – ηρωικά χαρακτηριστικά του.
Και νιώθω πως το τραγούδι αυτό αποτελεί κρίσιμο κρίκο για όλη τη μεταπολιτευτική εργογραφία και πολιτική παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου. Σε αυτήν «ακουμπώ», αυτή σιγοτραγουδώ, με αυτή πια ενθουσιάζομαι.
Ο Σαββόπουλος συμπύκνωσε με τα τραγούδια του την πορεία της Ελλάδας κατά τη Μεταπολίτευση. Το έκανε με πικρή τρυφερότητα, αλλά πια χωρίς υπονοούμενα, όπως ανάγκαζε τους καλλιτέχνες η χούντα.
Η δική μου η γενιά –20 plus κατά τη δεκαετία του ’90, σε ηλικία 50 plus πλέον– ήταν η νεότερη που έζησε την έναρξη της μεταπολιτευτικής κοινωνικοοικονομικής άνθησης. Νοσηρή, όπως απεδείχθη, ανάπτυξη βασισμένη σε σαθρά θεμέλια. Θυμάμαι ακόμη τα διακοποδάνεια, με τα οποία ο Ελληνας μπορούσε να κάνει διακοπές όπου τραβούσε η ψυχή του, αλλά δεν άντεχε η τσέπη του.
Ο Σαββόπουλος συμπύκνωσε με τα τραγούδια του την πορεία της Ελλάδας κατά τη Μεταπολίτευση. Το έκανε με πικρή τρυφερότητα, αλλά πια χωρίς υπονοούμενα, όπως ανάγκαζε τους καλλιτέχνες η χούντα. Η λογιότητα του Μάνου Χατζιδάκι και ο επικός λυρισμός του Μίκη Θεοδωράκη έδωσαν τη σκυτάλη στην αλέγκρα καυστικότητα του Διονύση Σαββόπουλου.
Το 1988 ο Σαββόπουλος στο «Εμείς του ’60» τραγουδούσε «Εμείς, μιας δίψυχης ωδής/ παράλογα ανοιχτής/ με συμπεριφορές ανατροπής,/ και της βαθιάς μας ζωής/ της συντηρητικής,/ εμείς οι εκκρεμείς».
Σήμερα είμαι «σχεδόν 55 ετών», όπως συνέχιζε το τραγούδι, «με μπλοκ επιταγών/ χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν/ τη γη του θησαυρού/ τους τίτλους τ’ ουρανού,/ το αίμα του Θεού». Σπουδαίο.

