«Γιατί αυτό ποθούμε όλοι κι αυτή είναι η δυσκολία μας σ’ αυτήν τη χώρα: να γίνουμε μοντέρνοι, να πάμε μπροστά χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας».
Δ. Σ.
Τον Ιούνιο του 1972, ο Γ. Π. Σαββίδης έβαλε ένα Υστερόγραφο στην εισαγωγή του βιβλίου του Κ. Γ. Καρυωτάκη «Ποιήματα και πεζά» (εκδ. Ερμής) με μια παράδοξη αναφορά στη «μυστική ζωή» του ποιητή που συνεχιζόταν ανάμεσά μας: «Τραγούδια όπως το “Σαν ρεμπέτικο παλιό”, ή την “Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη” ή το “Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα”, αλλά και ολόκληρη η καλλιτεχνική προσωπικότητα του Σαββόπουλου, είναι, πιστεύω, από τις πιο γόνιμες σημερινές αναβλαστήσεις του σπόρου που απέθανε στην Πρέβεζα του 1928». Ηταν μια παρατήρηση που, ανεξάρτητα από τον βαθμό ευστοχίας της, προκάλεσε ισχυρή αίσθηση λόγω κυρίως της γοητείας που ασκούσε πάνω μας ο νεαρός ροκάς, καθώς τον ακούγαμε τότε εκστατικοί στο υπόγειο του Ροντέο. Επίσης, ήταν η πρώτη φορά που ένας καθηγητής φιλολογίας τοποθετούσε τον Σαββόπουλο προνομιακά στη χώρα της ποίησης.
Σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, το 2017, o Διονύσης Σαββόπουλος θα αναγορευόταν επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ο καθηγητής Θεόδωρος Παπαγγελής θα εκφωνούσε τον έπαινο του τιμωμένου τονίζοντας την ποιητική του αξία: «Οχι, όχι, αυτό δεν είναι απλώς τραγούδι». Εκείνος φυσικά υπερασπίστηκε την αδιαίρετη υπόσταση της τέχνης του, ως «συγγενής μιας ποίησης που υπήρχε πριν από τον Γουτεμβέργιο». Είναι καλά μελετημένος: «Μην ξεχνάτε ότι κάποτε οι άνθρωποι ακόμη και τη φιλοσοφία τους την λέγανε τραγουδιστά. Ο Εζρα Πάουντ παραδέχονταν ανάμεσα στους κορυφαίους ποιητές όλων των εποχών τους τροβαδούρους Αρνό Ντανιέλ, Γκουίντο Καβαλκάντι και Φρανσουά Βιγιόν». Είναι η εποχή της ωριμότητας και έχει επεξεργαστεί το σχήμα του ποιητή/μουσικού. Το Νόμπελ του Μπομπ Ντύλαν θα του δώσει την αφορμή: «Γι’ αυτούς, τα λόγια και η μουσική ήταν ένα και το αυτό, όπως και το σώμα και η ψυχή είναι ενιαίο σύνολο. Ο Ντύλαν δεν είναι ποιητής με τη στενή έννοια, ούτε συνθέτης, ούτε τραγουδιστής βέβαια. Αυτήν τη στενή έννοια την παραμέρισε για να γίνει ο Ντύλαν. Για να γίνει δηλαδή ένας ποιητής που τραγουδά» (συνέντευξη του Σαββόπουλου στη Ναταλί Χατζηαντωνίου, Lifo, 20.12.16).
«Τραγούδια όπως το “Σαν ρεμπέτικο παλιό”, ή την “Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη” ή το “Ερχεται βροχή, έρχεται μπόρα” είναι, πιστεύω, από τις πιο γόνιμες σημερινές αναβλαστήσεις του σπόρου που απέθανε στην Πρέβεζα του 1928», έγραψε το 1972 ο Γ. Π. Σαββίδης.
Ο Σαββόπουλος συνδύασε το υπαρξιακό με το κοινωνικό στοιχείο από πολύ νωρίς. Είναι πολιτικός χωρίς να είναι στρατευμένος, «με μια ελευθερία ζόρικια», είναι λυρικός και σατιρικός, ακροβατεί ανάμεσα στο υψηλό και στο χαμηλό. Με τις «απίστευτες αντένες» του συντονίζεται με το σύγχρονο, αλλά έχει εντός του τον πόθο του αιώνιου και του άχρονου. Το «Φορτηγό» (1966) που θα τον φέρει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα αποτυπώνει ποικίλες όψεις μιας Ελλάδας σε κρίση, εκφράζοντας παράλληλα την άγρια επιθυμία της νεότητας για έρωτα και επανάσταση. Η δικτατορία και η εμπειρία της φυλακής θα ανακόψουν μόνο για λίγο τη δημιουργική του πορεία: «Περιβόλι του Τρελού» (1969), «Μπάλλος» (1971), «Βρώμικο Ψωμί» (1972), χρόνια απίστευτα δημιουργικά, τραγούδια που μας συνεπαίρνουν, που ανιχνεύουν τους πόθους, τις αγωνίες και τις αντιφάσεις μας, τις φωτεινές όψεις και τις σκοτεινές μας ρίζες, ενώ ταυτόχρονα μας συνδέουν με τα παγκόσμια νεανικά κινήματα.
«Είμαι ένας Ελλην που παίζει ροκ», δήλωνε στον ποιητή Μιχάλη Μήτρα («Χρονικό», 1972): «Ροκ, διότι νιώθω ροκ – όπως λέμε “νοιώθω χτυπημένος”. Το ροκ δεν είναι τόσο φόρμα όσο είναι μάλλον ένα αλφαβητάρι ή είναι μια φόρμα ατελής –ευτυχώς– της οποίας οι ρωγμές επιτρέπουν να φαίνεται η από μέσα αιμορραγία». Είναι αυτή η αιμορραγία η μοιραία δωρεά του ποιητή; Θα το επαναλάβει αργότερα σε ένα από τα κορυφαία τραγούδια του:
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία.
Κρυφή ή φανερή η αιμορραγία, ο Σαββόπουλος δεν αμφιβάλλει ότι η ποίηση γράφεται με αίμα, οι στίχοι του είναι σαν του Καρυωτάκη: «Απ’ το αίμα μου, παιδιά». Ο ίδιος εξομολογείται ότι η πρώτη σοβαρή επικοινωνία του με την τέχνη, άμεση ή έμμεση, γίνεται μέσα από τους ποιητές της γενέθλιας πόλης: «Ξεκινώ από τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη, τον Πεντζίκη» –αργότερα θα προσθέσει τον Κύρου, τον Θασίτη, τον Ιωάννου, τον Βαφόπουλο, τον Θέμελη– «και στον δρόμο συναντώ τον Μπρασένς και τον Ντύλαν». Προηγείται λοιπόν η μαθητεία στην ποίηση. Είναι κάτι βαθύ, ταυτοτικό, μια στάση ζωής.
Λίγο αργότερα θα συναντήσει τον Εγγονόπουλο, τον γοητεύει η ποιητική του τόλμη που την ονόμασαν υπερρεαλιστική, αν και ο Εγγονόπουλος δήλωνε ότι τον υπερρεαλισμό τον είχε μέσα του. Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε και για τον Σαββόπουλο. Ο ίδιος φρόντισε διακριτικά να δηλώσει τη μαθητεία του στον «Μπάλλο», όπου η εμβληματική πλέον φράση «Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε» είναι ένα ηθελημένα προβεβλημένο εγγονοπουλικό δάνειο από το «Ορνεον 1748»: «[…]Και ενώ πέφτουν κατακέφαλα/ Τα πολεμικά σκεπάρνια/ Και βουΐζουν οι ρεματιές/ Από τον όλεθρο της μάχης/ Και τα τροπάρια πολεμιστών αγίων/ Ακούγεται φωνή:
Μίρκο Κράλη, τι ζητάς;
εδώ δεν είναι παίξε γέλασε:
εδώ είναι Μπαλκάνια»
Ο Εγγονόπουλος θα ενισχύσει την αγάπη του ταλαντούχου τραγουδοποιού για την ελληνική γλώσσα σε όλες τις περιόδους της, θα τον βοηθήσει να εξελίξει τη σατιρική καρυωτακική του ροπή –την οποία θα ενισχύσει αργότερα και μέσα από τον Αριστοφάνη–, θα τον μυήσει στους ευφάνταστους συνδυασμούς λαϊκών και λόγιων στοιχείων, ορθόδοξης/ελληνικής παράδοσης και μοντερνιστικού πρωτογονισμού. Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν βρισκόμασταν αρκετά συχνά, θυμάμαι να μου μιλάει γι’ αυτή τη μαθητεία: θαύμαζε τον τρόπο που ο Εγγονόπουλος, και δευτερευόντως ο Εμπειρίκος, διάβαζαν ποίηση ή αφηγούνταν ιστορίες. Η ιδιαίτερη χροιά της φωνής, ο ελαφρώς ειρωνικός ή ο σοβαρός –κάποτε ιερατικός– τόνος του Εγγονόπουλου τον βοήθησαν να βρει τον δικό του τρόπο, να σκηνοθετήσει τον εαυτό του.
Μετά τα «Δέκα χρόνια κομμάτια», τους «Αχαρνής» και τη συγκλονιστική «Ρεζέρβα», ο Σαββόπουλος θα κάνει ένα ακόμη κρίσιμο βήμα με τα «Τραπεζάκια έξω», αναζητώντας μια δημιουργική διέξοδο από το βάθρο του μοναχικού καλλιτέχνη και τη βιωμένη εμπειρία ενός κόσμου κατακερματισμένου. Σύμφωνα με τον πρόωρα χαμένο Χρήστο Βακαλόπουλο, με τον οποίο συμπορευθήκαμε στο «Αντί», επιτέλους «το προσωπικό όραμα έχει τη δυνατότητα να βρει αποκούμπι στις συλλογικές φαντασιώσεις, στις επιθυμίες του συνόλου των “ελληνικών κοινοτήτων”». Αξιοποιώντας ακόμη περισσότερες φωνές επώνυμων και ανώνυμων ποιητών θα βαδίσει στη συνέχεια, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, ποτέ αδιάφορος και πάντα ειλικρινής.
Το σημείωμα αυτό, γραμμένο εν θερμώ, δεν φιλοδοξεί να κάνει απολογισμό της προσφοράς ενός τόσο σημαντικού καλλιτέχνη. Πιστεύω ότι το έργο του κατέχει κορυφαία θέση στην περιοχή της σύγχρονης ποίησης και όσο περνούν τα χρόνια, θα διδάσκεται στις αίθουσες των πανεπιστημίων. Ενας από αυτούς που τόλμησαν να το κάνουν με επιτυχία ήταν ο αξέχαστος Αλέξης Πολίτης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Σε ό,τι με αφορά, ονειρεύομαι μια ενότητα μαθημάτων με αντικείμενο τη θαυμάσια ερωτική ποίηση του Διονύση Σαββόπουλου. Από τη «Συννεφούλα» του «Φορτηγού» με το τρυφερό πάθος της νεότητας έως το «Αηδόνι στην Κερασιά» του «Χρονοποιού» με τον τολμηρό αισθησιασμό της ωριμότητας, μια πλούσια συγκομιδή ποιημάτων/ τραγουδιών σπάνιας ευαισθησίας και ποιότητας συντρόφευσαν και χρωμάτισαν ανεξίτηλα τη συναισθηματική ζωή αρκετών από εμάς, τουλάχιστον όσων ενηλικιώθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης. Με τη δύναμη των στίχων τους έχω την πεποίθηση –ή την ελπίδα– ότι θα συναντήσουν και τις νεότερες ή τις μελλοντικές γενιές.
* Η κ. Χριστίνα Ντουνιά είναι ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

