Η Συμφωνική Σουίτα του Διονύση Σαββόπουλου

Ηταν χορτάτος καλλιτεχνικά, και επειδή δεν είχε την ανάγκη να αποδείξει τίποτα, μπορούσε να είναι ο πιο αυστηρός κριτής του υλικού του

3' 33" χρόνος ανάγνωσης

Στο πατρικό μου υπήρχε από πάντα το «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» σε βινύλιο. Δεν θυμάμαι πόσες ατελείωτες φορές είχα παίξει αυτόν τον δίσκο προσπαθώντας να τον αποκωδικοποιήσω. Η Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, η Παράγκα, το Σαν το Καραγκιόζη, η Θανάσιμη μοναξιά οι Δεκαπέντε – Αμνηστεία ‘64, και φυσικά το Ζεϊμπέκικο, μου έδιναν αινιγματικά κλειδιά για να αρχίσω να κατανοώ σιγά σιγά την Ελλάδα και τον κόσμο. Αυτή η ψιθυριστή εξομολόγηση στο Πρωινό είναι η ιδανική καταγραφή του συζυγικού βίου, ενώ δεν θα βρω ποτέ ομορφότερο ελληνικό ερωτικό τραγούδι από το Μια θάλασσα μικρή. Είναι αμέτρητες οι φορές που προσπάθησα να τον μιμηθώ, και μαζί με μένα όλοι οι τραγουδοποιοί της Ελλάδας.

Γνωριστήκαμε πολλά χρόνια αργότερα. Μας σύστησε ο Γιώτης Κιουρτσόγλου μετά από μια συναυλία τους. Έτυχε να έχει ακούσει για μένα και τη δουλειά μου και μου μίλησε για τις ιδέες του που είχε να κάνουμε μια συμφωνική εκδοχή του υλικού του. Μόνο και μόνο από αυτό, γύρισα σπίτι στον έβδομο ουρανό.

Η πρώτη μας συνεργασία ήταν σε μία παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, σε ένα αφιέρωμα για το 1821. Λίγους μήνες μετά, ήρθε η παράσταση «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», που φτιάχτηκε αρχικά για τη σκηνή του Φεστιβάλ Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια, παρουσιάστηκε εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Εκτός από τις συμφωνικές ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του θέλησε να πάει τη συνεργασία μας ένα βήμα παραπέρα. Μου ζήτησε να γράψω ένα αυτόνομο συμφωνικό έργο χωρίς φωνή, μια Συμφωνική Σουίτα βασισμένη στο υλικό του. Μια τέτοια καλλιτεχνική διεργασία απαιτεί ένα μεγάλο βαθμό εμπιστοσύνης και πολύ ανοιχτό πνεύμα τον δημιουργό ώστε να εμπιστευθεί σε κάποιον άλλον τη μουσική του με στόχο να ξαναγεννηθεί διαφορετικά. Πολύ περισσότερο δε, όταν πρόκειται για τόσο εμβληματικά τραγούδια, δεμένα άρρηκτα με τέτοιο συγκλονιστικό στίχο. 

Νιώθω πραγματικά ευγνώμων για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και για το πόσο γενναιόδωρος ήταν στα σχόλιά του – χωρίς ποτέ να πάψει να είναι αυστηρός, χωρίς να αποκλίνει καθόλου από τον καλλιτεχνικό του στόχο. 

Χάρη σ’ αυτή τη σουίτα, μπήκε με ενθουσιασμό σε μια δημιουργική διαδικασία μαζί μου πάνω στο έργο του. Όχι για να επιλέξει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, αλλά για να εντοπίσουμε τα λιγότερο προφανή κομμάτια, τις κρυμμένες μαγικές στιγμές, τις πιο δυσπρόσιτες αρμονίες, τους πιο Στραβινσκικούς ρυθμούς. Χρησιμοποιήσαμε τις μουσικές του ως αυτόνομα μουσικά υλικά που είχαν οντότητα πέρα από το τραγούδι, όμως ποτέ δεν έπαψε να λειτουργεί υποσυνείδητα η μνήμη του στίχου μέσα στο έργο.

Με τον Λάζαρο Τσαβδαρίδη που δουλέψαμε μαζί σε αυτές τις συναυλίες, είχαμε την χαρά να ζήσουμε τέτοιες δημιουργικές στιγμές μαζί του – να τον βλέπουμε να επιλέγει μουσικά θέματα για την Σουίτα, να κουβεντιάζουμε τη δομή της, να μας εξηγεί την δραματουργία της παράστασης.  Είχε πολύ ξεκάθαρη μουσική άποψη και αλάνθαστο ένστικτο, αλλά μπορούσε εξίσου να αναθεωρήσει αποφασιστικά όταν αισθανόταν πως τον είχαμε πείσει για μια ιδέα.

Ο Σαββόπουλος πέρασε τα τελευταία αρκετά χρόνια της ζωής του χωρίς να γράφει καινούριο υλικό, γι αυτό και μπόρεσε να δει και να επιμεληθεί το έργο του ως σύνολο και με απόσταση, επιλέγοντας να φωτίσει διαφορετικές πτυχές κάθε φορά, φτιάχνοντας κάθε φορά μια διαφορετική αφήγηση. 

Ηταν χορτάτος καλλιτεχνικά, και επειδή δεν είχε την ανάγκη να αποδείξει τίποτα, μπορούσε να είναι ο πιο αυστηρός κριτής του υλικού του. Ισως το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από αυτόν, ήταν η ικανότητά του να μπορεί να θυσιάσει ένα πολύ καλό του τραγούδι, μια πολύ καλή συνθετική ή ενορχηστρωτική ιδέα, μπροστά στη μεγάλη εικόνα και τη ροή της παράστασης. 

Στην τελευταία αυτή παράσταση στο Μέγαρο έλεγε στον κόσμο με το γνωστό σκωπτικό του ύφος «αναρωτιέμαι που θα θελα να με θάψουν, στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη. Τόσα χρόνια εδώ στην Αθήνα, δεν κατάφερα να γίνω Αττικός. Βόρειος είμαι». Ηξερε πολύ καλά τι έκανε βέβαια εκείνη τη στιγμή και νοηματοδότησε για όλους μας με ιδιαίτερο βάρος τη βραδιά. Μας αποχαιρετούσε

Στο τέλος του Εμείς του ’60, μετά τον στίχο «την γη του θησαυρού/ τους τίτλους τ’ ουρανού/ το αίμα του Θεού», γονάτισε και υποκλίθηκε στον κόσμο. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη βούρκωσε εκείνες τις δυο βραδιές.

Μπορεί να μην κατάφερε να γίνει Αττικός, είχε γίνει όμως εδώ και χρόνια όλων μας.

* Ο κ. Αντώνης Σουσάμογλου είναι εξάρχων της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και συνθέτης. Μαζί με τον συνθέτη Λάζαρο Τσαβδαρίδη συνεργάστηκαν με τον Διονύση Σαββόπουλο για τη δημιουργία της συναυλίας «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη».  

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT