«Quintessential» – «Πεμπτουσία» ήταν ο τίτλος της συναυλίας έργων μουσικής δωματίου της Ελληνίδας πιανίστριας Λευκής Καρποδίνη με το σουηδικό κουαρτέτο εγχόρδων Στένχαμαρ. Πραγματοποιήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Οχι στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», όπως θα άξιζε στη βραδιά αυτή λόγω της ποιότητας των ερμηνευτών και λόγω του ρεπερτορίου, αλλά στην αίθουσα διδασκαλίας της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη». Οπως πολλές φορές έχει επισημανθεί, ο χώρος είναι κρίσιμης σημασίας για το αποτέλεσμα. Ετσι, στις περιορισμένες διαστάσεις της συγκεκριμένης αίθουσας ο ήχος δεν είχε τον χώρο να αναπτυχθεί και οι αποχρώσεις που επέλεγαν οι μουσικοί δεν φάνηκαν όσο θα μπορούσαν και όσο τους άρμοζε, παρότι οι ερμηνείες είχαν δουλευτεί στη λεπτομέρειά τους.
Η βραδιά τίμησε δύο επετείους: τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Μορίς Ραβέλ και τα 100 από τον θάνατο του Ερίκ Σατί. Στο πρώτο μέρος της συναυλίας ακούστηκε το Κουαρτέτο εγχόρδων του Ραβέλ, ενώ το δεύτερο ξεκίνησε με τρεις από τις έξι «Gnossiennes» – ας μείνει αμετάφραστος ο τίτλος, καθώς στη βιβλιογραφία υπάρχει διχογνωμία σχετικά με την απόδοσή του και ο συνθέτης δεν αποσαφήνισε από πού άντλησε την έμπνευσή του.
Οπως ο Ντεμπισί, έτσι και ο Ραβέλ συνέθεσε ένα και μόνο κουαρτέτο. Παρότι τα δύο έργα συχνά παίζονται μαζί, τα κοινά τους σημεία είναι λιγοστά. Οσον αφορά το ύφος και τη μορφή, αυτό του Ραβέλ είναι από πολλές απόψεις πολύ πιο αυστηρό. Καθένα από τα τέσσερα μέρη του εξελίσσεται μέσα από έντονες αντιθέσεις. Στο πρώτο μέρος αυτές προκύπτουν από τα δύο μουσικά του θέματα, ενώ στο δεύτερο σε αντίθεση βρίσκεται η κεντρική ενότητα με τις δύο που την περιβάλλουν. Στο «πολύ αργό» τρίτο μέρος, πάλι, για αντιθέσεις φροντίζουν οι πολλές αλλαγές ταχύτητας, ενώ στο τέταρτο την ένταση διασφαλίζει ο διάλογος ανάμεσα σε σύντομα μουσικά θέματα. Οι τέσσερις μουσικοί του κουαρτέτου Στένχαμαρ απέδωσαν με γλαφυρό τρόπο τον διάλογο ανάμεσα στις ενότητες του έργου και φώτισαν με καθαρότητα τις αγωνίες που εκφράζει ο Ραβέλ μέσα από τις έντονες εναλλαγές της μουσικής του. Ανέδειξαν την αυστηρότητα της γραφής όσο και το δραματικό περιεχόμενο της μουσικής, την ανησυχία και τη συναισθηματική της ένταση.
Η πιανίστρια Λευκή Καρποδίνη και το κουαρτέτο εγχόρδων Στένχαμαρ έπαιξαν έργα Ραβέλ, Σατί, Χάιντν και Σούμαν.
Διαφορετικής αισθητικής, οι τρεις πιανιστικές μικρογραφίες του Σατί γράφηκαν την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Η Λευκή Καρποδίνη δεν τους στέρησε τον νοσταλγικό τους χαρακτήρα. Παρέμεινε όμως εκφραστικά λιτή, γεγονός που της επέτρεψε να αποφεύγει ανεπιθύμητες γλυκερότητες.
Η συναυλία ξεκίνησε με Χάιντν και ολοκληρώθηκε με Σούμαν. Ακούστηκαν το Τρίο για βιολί, τσέλο και πιάνο σε σολ μείζονα αρ. 39 με την επωνυμία «Τσιγγάνικο» του πρώτου, καθώς επίσης το περίφημο Κουιντέτο σε μι ύφεση μείζονα, έργο 44 του δεύτερου συνθέτη. Η ανάλαφρη μουσική από το πρώτο μέρος του έργου του Χάιντν υπήρξε ιδανική αρχή για τη συναυλία, πολύ περισσότερο που η Καρποδίνη με τους Πέτερ και Ματς Ολοφσον απέδωσαν με επιτυχία το χαρίεν ύφος του. Οι τρεις μουσικοί συνέχισαν ερμηνεύοντας με γλυκύτητα την εκφραστική μουσική του δεύτερου μέρους και έδειξαν την απαραίτητη ευελιξία στο «τσιγγάνικης» διάθεσης τρίτο.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με την ερμηνεία του Κουιντέτου του Σούμαν. Συναισθηματικά πληθωρικό και εξωστρεφές, το έργο ανήκει στα σημαντικότερα του είδους, καθώς ανανέωσε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν μεταξύ τους τα πέντε όργανα. Οι πέντε μουσικοί ξεκίνησαν με χαρακτηριστικό παλμό και μεγάλη πλαστικότητα την ερμηνεία του πρώτου μέρους. Στο δεύτερο ξεχώρισε η συνεργασία ανάμεσα στο τσέλο (Ματς Ολοφσον) και στη βιόλα (Τόνι Μπάουερ), ενώ με νεύρο αποδόθηκε το ζωηρό «σκέρτσο». Η ερμηνεία τους κορυφώθηκε στο τελευταίο μέρος, που δόθηκε με τις απαραίτητες εκλεπτύνσεις στα επιμέρους επεισόδια και, συνολικά, με συναρπαστικό, έντονα δραματικό τρόπο, αλλά χωρίς βιασύνη.

