Κύριο θέμα της σημερινής «Αναμόχλευσης» το γλωσσικό ιδιόλεκτο της Αριστεράς, και ειδικότερα της κομμουνιστικής, κομμουνιστογενούς και «αντισυστημικής» εκδοχής της. Με άλλα λόγια, πώς πρέπει να διαβάζει κάποιος τις ανακοινώσεις της και τα κείμενά της. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε:
Οποτεδήποτε δίνονται αυξήσεις στους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από το ύψος τους και από τις συνθήκες που επικρατούν, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις και τα κόμματα της αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς είναι βέβαιο ότι θα τις χαρακτηρίσουν ψίχουλα. Η λέξη, βλέπεις, προσφέρεται για το παιχνίδι των εντυπώσεων, καθώς έχει κάτι από Ντίκενς και Ουγκό, από Νίκο Ξανθόπουλο και Βασιλάκη Καΐλα. Οσο για τους μισθούς, σχεδόν πάντοτε χαρακτηρίζονται μισθοί πείνας, αφού άλλωστε η λέξη «πείνα» και τα παράγωγά της είναι από τις αγαπημένες του καλού λαϊκιστή («Ο λαός πεινάει», «Θα πεινάσουμε με τα νέα μέτρα», κ.ο.κ.). Η άρνηση διαλόγου, εξάλλου, εκ μέρους της κυβέρνησης και της εργοδοσίας αποκαλείται (εύλογα αυτή) «αυταρχισμός». Τι γίνεται, όμως, όταν η άλλη πλευρά προσέρχεται στον διάλογο, τον υιοθετεί ως μέθοδο; Αυτομάτως ο διάλογος χαρακτηρίζεται «προσχηματικός», η εργοδοσία ή το κράτος καταγγέλλονται για εμπαιγμό ή για κοροϊδία των εργαζομένων. Μπίνγκο! Μονά ζυγά, δικά μας.
Επίσης, τα όποια μέτρα ή οι όποιες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης πάντοτε αποπροσανατολίζουν τον λαό και την εργατική τάξη. Τους αποσπούν από τα «πραγματικά προβλήματά τους», των οποίων (προβλημάτων) βέβαια εξ ορισμού γνώστες και εργολαβικά διαχειριστές είναι τα κόμματα της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, καθώς και τα συνδικάτα που αυτή ελέγχει. Αλλά και στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο συνομιλητής ή ο δημοσιογράφος απευθύνει στον «καλό αριστερό» ερώτημα που δεν του είναι αρεστό ή για το οποίο δεν έχει έτοιμη την απάντηση-ρετσέτα, η αντίδραση ξεκινά κατά κανόνα με τη φράση-πασπαρτού «Το ζήτημα δεν είναι αυτό. Eίναι ότι… μπλα, μπλα, μπλα». Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε…
Οι ξένες επενδύσεις είναι «αποικιακού χαρακτήρα» και ο διάλογος με πρωτοβουλία της κυβέρνησης ή της εργοδοσίας, πάντα «προσχηματικός».
Θύματα του ίδιου στρεψόδικου όσο και απολύτως προβλέψιμου λόγου πέφτουν επίσης συχνά οι λέξεις επένδυση και αποκρατικοποίηση. Κάθε αποκρατικοποίηση είναι, λοιπόν, ξεπούλημα, ασχέτως όρων και ασχέτως τιμήματος. Προκόψαμε, βλέπεις με τις κρατικές εταιρείες, δεν μας αρέσουν οι αποκρατικοποιήσεις. Θυμόμαστε όλοι τι γινόταν στη ΔΕΗ όταν κουμάντο έκανε η ΓΕΝΟΠ και όταν ο Φωτόπουλος απειλούσε «Θα κατεβάσω τους διακόπτες». Ασε η Ολυμπιακή που στοίχιζε 1.000.000 ευρώ την ημέρα στον κρατικό προϋπολογισμό, και επομένως στους φορολογούμενους πολίτες. Για την Αριστερά των λεφτόδεντρων λοιπόν, οι αποκρατικοποιήσεις χαρακτηρίζονται εξ ορισμού «ξεπούλημα». Οσο για τις όποιες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας, έχουν κι αυτές τον δικό τους όρο στο ιδιόλεκτο της Αριστεράς. Αποκαλούνται αποικιακού χαρακτήρα συμβάσεις. Παλαιές καραβάνες όπως εγώ θυμούνται ότι, ακόμα και η επένδυση της Πεσινέ, που γέννησε το Αλουμίνιον της Ελλάδος, πολλαπλά ωφέλιμη για την εθνική οικονομία (δεν είναι εδώ ο χώρος να επιχειρηματολογήσω πώς και γιατί), είχε αποδοκιμαστεί το 1960 από την υπό κομμουνιστική εποπτεία (κατ’ ουσίαν, καθοδήγηση) ΕΔΑ, η οποία δεν παρέλειψε βέβαια να κάνει λόγο και τότε για «αποικιακού χαρακτήρα σύμβαση». Αλλωστε, και την τότε ΕΟΚ, με την οποία η Συμφωνία Σύνδεσης είχε υπογραφεί την ίδια περίπου εποχή, το 1961, η ΕΔΑ είχε σπεύσει να τη χαρακτηρίσει «λάκκο των λεόντων».
Παραβάρυνε, όμως, το κείμενο, οπότε λέω η δεύτερη «πράξη» να είναι πιο ανάλαφρη.
Οι χωρισμένοι…
Παραδοσιακά λοιπόν, το τμήμα χωρίζω ήταν ή αμετάβατο («Η Ελένη χώρισε») ή μεταβατικό αναφορικά με κάτι («Χώρισαν την περιουσία που τους άφησε ο πατέρας τους», «Χωρίσαμε τα τσανάκια μας», κ.λπ.). Εδώ και αρκετά χρόνια, το ρήμα έχει γίνει και μεταβατικό αναφορικά με πρόσωπα: «Ο Αλέκος τη χώρισε τη Μαργαρίτα», «Δεν αντέχω άλλο κέρατο. Θα τον χωρίσω τον Αντώνη», κ.ο.κ. Προφανώς, κάποια εξέλιξη στα ήθη, τα γλωσσικά αλλά και όχι μόνο, σηματοδοτεί αυτή η χρήση του ρήματος. Σε φράσεις όπως «τον/την χώρισε» ή «θα τον/την χωρίσω» λανθάνει και ένα στοιχείο πρωτοβουλίας, δυναμισμού, αποφασιστικότητας, ενίοτε ακόμα και τιμωρίας ή εκδίκησης. Αλλο κλίμα αντανακλά η φράση «Η Κική και ο Αντώνης χώρισαν», και άλλο η φράση «Η Κική τον χώρισε τον Αντώνη».
Σε φράσεις όπως «τον/την χώρισε» ή «θα τον/την χωρίσω» λανθάνει ένα στοιχείο πρωτοβουλίας, δυναμισμού, ενίοτε και εκδίκησης.
Τέλος, εντόπισα κάπου τους όρους που χρησιμοποιούνται περίπου επισήμως στις μέρες μας (βάζοντας X στο σχετικό τετραγωνάκι) προκειμένου να προσδιορίσει κάποιος ή κάποια τη σεξουαλική ταυτότητά του/της αλλά και τις σχετικές με το φύλο του/της επιλογές. Στα αγγλικά, λοιπόν, έχουμε Gisgender (non Trans) Man, Transgender Man, Non Binary, Genderqueer, Agender, Gisgender (non Trans) Woman, Transgender Woman, Gender non Conforming, Intersex, Prefer not to answer, Not listed. Μη με ρωτήσετε για την ακριβή διαφορά μεταξύ μερικών από αυτούς τους όρους. Εγώ είμαι ένας απλός γλωσσοπερίεργος, και μάλιστα μιας κάποιας ηλικίας. Κατά τα άλλα και μιας και «πιάσαμε» τα σχετικά, ιδού και ορισμένοι «λόγιοι» όροι που αφορούν τη σχέση ενός ατόμου με το φύλο του. Αυτός, λοιπόν, που δυσφορεί, που δεν αισθάνεται άνετα με το φύλο του, λέγεται δύσφυλος, ενώ αυτός που θέλει να αλλάξει φύλο λέγεται αρνησίφυλος. Οσο για αυτόν ή αυτήν που θεωρεί τη διάκριση σε φύλα αναχρονιστική, και επομένως αρνείται να αυτοπροσδιοριστεί, ο όρος είναι ανεξίφυλος/η.

