Ενα. Δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που αυτοκτόνησε η Σαντάλ Ακερμάν. Αυτοκτόνησε στα εξήντα πέντε της χρόνια. Αυτοκτόνησε στο Παρίσι. Δεν ξέρω πώς αυτοκτόνησε. Ξέρω ότι αυτοκτόνησε επειδή δεν άντεξε τον χαμό της μητέρας της. Η μητέρα της βρισκόταν στο επίκεντρο του έργου της. Για τη Σαντάλ, η μητέρα της ήταν ο μοναδικός θεατής των ταινιών της. Εφόσον πέθανε η μητέρα της, η Σαντάλ δεν είχε λόγο να κάνει ξανά σινεμά. Ούτε να ζει.
Δύο. Ενα απόγευμα που δεν είχα τι να κάνω και σκεφτόμουν διάφορα, είχα την αφελή ιδέα πως θα είχε πλάκα να γυριστεί ένα ριμέικ του «Saute ma ville»: στην Αθήνα, σ’ ένα αθηναϊκό διαμέρισμα, μ’ ένα κορίτσι από την Αθήνα. Είναι μια ταινία που ενώ κινηματογραφήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, κινείται μέσα στον χρόνο κι έρχεται να μας συναντήσει, χωρίς να έχει γεράσει. Αραγε, πώς θα αντιδρούσε η πρώτη μικρού μήκους ταινία της Ακερμάν αν έβλεπε ένα σύγχρονο ομοίωμά της, μια κόπια της; Αντιφατικά, όπως ήταν η ίδια. Εχω δει το φιλμ αμέτρητες φορές. Πρωταγωνιστεί η ίδια η Σαντάλ, πολύ μικρή και αδέξια, που δηλώνει ωστόσο με μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι όλα πρέπει να γίνουν λάθος αν θέλεις να κάνεις σινεμά. Ο τρόπος που πλένεις τα ρούχα σου, ο τρόπος που μαγειρεύεις ή καθαρίζεις το πάτωμα της κουζίνας, ο τρόπος που γυαλίζεις τα παπούτσια σου. Αν όλα γίνουν λάθος, επιτρέπεις να τρυπώσει η πιθανότητα μιας ανακουφιστικής έκρηξης στην καθημερινότητά σου. Ανατίναξε το σπίτι σου. Ανατίναξε την πόλη σου. Η Σαντάλ μισούσε τα σπίτια και λάτρευε τις πόλεις. Τις μισούσε.
Τρία. Δεν θυμάμαι πότε είδα πρώτη φορά τα «Νέα από το σπίτι». Σίγουρα ήταν στο λάπτοπ μου. Hταν άραγε πριν από τη γέννηση του γιου μου; Μήπως ήταν μετά; Η Σαντάλ διαβάζει ψιθυριστά, λες και προσεύχεται, τα γράμματα που η μητέρα της στέλνει από το Βέλγιο στη Νέα Υόρκη. Η φωνή της δεν ακούγεται καθαρά, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα. Μόνο σκόρπιες γαλλικές λέξεις που διαλύονται πάνω στις εικόνες μιας πόλης που παρουσιάζεται σαν έρημος. Oταν, αργότερα, βρήκα στο YouTube την ταινία με αγγλικούς υποτίτλους, κατάλαβα ακόμη λιγότερα. Είχε χαθεί ένα κομμάτι της προσευχής, μάλλον επειδή οι προσευχές λειτουργούν όταν είναι ακατανόητες. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως το σινεμά οφείλει να είναι κάτι συγκεκριμένο. Λες και μας χρωστάει κάτι. Μια ταινία πρέπει να έχει συγκεκριμένη διάρκεια, τα πλάνα πρέπει να διαρκούν όσο θέλει το κοινό, ο ήχος να ακούγεται καθαρά. Oχι. Μια ταινία μπορεί να διαρκεί ώρες, τα πλάνα μπορούν να είναι βαρετά όπως μια μέρα από τη ζωή μας, ο ήχος δικαιούται να είναι γεμάτος παρεμβολές και στατικό θόρυβο, λες και ακούμε την πόλη μέσα από ένα ραδιόφωνο.
Τέσσερα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος σκηνοθέτης που να έχει κινηματογραφήσει τη Νέα Υόρκη πιο άμεσα, χωρίς το φίλτρο μιας ιστορίας που πρέπει να ειπωθεί με φόντο την πόλη. Oταν η Σαντάλ την κινηματογράφησε, η Νέα Υόρκη είχε ήδη εκτεθεί αμέτρητες φορές στο αφηγηματικό σινεμά. Και όμως, αυτή φίλμαρε τους άδειους δρόμους της, λες και οι δρόμοι περίμεναν να κινηματογραφηθούν για πρώτη φορά. Φίλμαρε τους ανθρώπους λες και δεν είχαν ξαναδεί κάμερα. Φίλμαρε τον υπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης λες και η πόλη ήταν μόνο υπόγεια. Iσως, αυτή η Βελγίδα κινηματογραφίστρια είναι η μεγαλύτερη Αμερικανίδα σκηνοθέτις. Γι’ αυτό προτιμώ να προφέρω λάθος το επίθετό της. Να το αμερικανοποιώ: Aκερμαν.
Πέντε. Στην πραγματικότητα, δεν έχω δει πολλές ταινίες της. Eχω δει λίγες ταινίες της, μα πολλές φορές την καθεμία. «Hotel Monterey», «La Chambre», «J’ ai faim, J’ ai froid». Ξενοδοχεία, δωμάτια, πεινάω, κρυώνω. Και μετά, αποσπάσματα που βρίσκω από το ντοκιμαντέρ της για την Πίνα Μπάους, η μικρού μήκους ταινία της για την τεμπελιά, σκόρπιες συνεντεύξεις, όταν απαντά στις ερωτήσεις με μια λάμψη που εμφανίζεται μέσα από το σκοτάδι των ματιών της: «Eκανα σινεμά γιατί ήμουν τρελή».
Εξι. Υπάρχει μια επτάλεπτη ταινία της, παραγγελία από το Φεστιβάλ του Λοκάρνο, που μου έχει κολλήσει στο μυαλό εδώ και καιρό. «Le jour où…», 1997. Είναι μεσάνυχτα και την ξαναβλέπω σ’ ένα δωμάτιο που θυμίζει καταφύγιο και βρίσκεται στη Μασσαλία. Η Ακερμάν διαβάζει ένα κείμενο ξανά και ξανά, ενώ η κινηματογραφική μηχανή επαναλαμβάνει ένα πανοραμικό 360 μοιρών στο διαμέρισμά της. Τα βιβλία, τα χαρτιά, τα λουλούδια, οι καρέκλες, το γραφείο, ο υπολογιστής, ένα γεμάτο τραπέζι στην κουζίνα, τα παράθυρα, το φως: «Η μέρα που αποφάσισα να σκεφτώ για το μέλλον του σινεμά».
Επτά. Αλήθεια, τι πλάνα θα τραβούσε η Ακερμάν αν βρισκόταν στη Μασσαλία; Eχω μια παλιά βιντεοκάμερα και βιντεοσκοπώ διάφορα, χωρίς ειρμό. Το δωμάτιο, το τραπέζι με τα πράγματα που αγόρασα από το Monoprix, ένα δέντρο, τις ράγες του τραμ, την κίτρινη ταμπέλα ενός μπαρ που πίνω μπίρα το βράδυ, μια κοπέλα που περπατάει μέσα στη νύχτα, τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου ενώ ξημερώνει.
Οκτώ. Οταν ήταν είκοσι ενός, σηκώθηκε κι έφυγε από τις Βρυξέλλες και πήγε στη Νέα Υόρκη χωρίς να το πει σε κανέναν. Μετά, τηλεφώνησε στη μητέρα της από έναν τηλεφωνικό θάλαμο και της είπε: «Εφυγα». Κρέμασε το ακουστικό. Δεν περίμενε ν’ ακούσει την απάντησή της. Ηθελε να φύγει από την πόλη της, να φύγει από το σπίτι της, να φύγει από τη μάνα της. Να φύγει για τα καλά.
Εννέα. Τι μένει από το σώμα της Σαντάλ; Στην Ταινιοθήκη των Βρυξελλών υπάρχουν ράφια με το αρχείο της σε χάρτινα κουτιά, ταξινομημένο ανά ταινία: σενάρια, ημερολόγια γυρισμάτων, φωτογραφίες, κριτικές στις εφημερίδες. Η περιπλάνηση, η μανία, η αμφιβολία, το άγχος, η τρυφερότητα και η διαταραχή καταλήγουν τελικά στο σημείο όπου ξεκίνησαν. Κεφάλι, αίμα, καρδιά, πόδια, χέρια, στόμα, μάτια, αυτιά, λες και δεν ταξίδεψαν ποτέ.
Δέκα. Η Ακερμάν έχει γεννηθεί την ίδια χρονιά με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου δεν έχει δει ποτέ καμία ταινία της. Υπάρχει μια φωτογραφία της Σαντάλ σ’ ένα ασανσέρ. Ένα νεαρό κορίτσι με μαύρα μαλλιά, κλειστά μάτια, το λευκό φερμουάρ του μπουφάν της τραβηγμένο μέχρι τον λαιμό. Πείσμα στο πρόσωπο. Μου θυμίζει τη μάνα μου. Αλλά αυτό δεν σας αφορά.

