Με το «μικρό καλοκαιράκι του Αη Δημήτρη» να υπόσχεται από τα μέσα της ερχόμενης εβδομάδας τις τελευταίες ημέρες υπαίθριου βίου στις πόλεις μας, μπορούμε αβίαστα να τεκμηριώσουμε την παρατήρησή μας: και αυτό το καλοκαίρι, ευτυχώς λιγότερο παρατεταμένο σε σχέση με το περυσινό, οι Αθηναίοι συνεχίσαμε να απέχουμε από τα μπαλκόνια μας, επιβεβαιώνοντας μια τάση που κλιμακώνεται χρόνο με τον χρόνο. Μια τάση, σημειωτέον, που όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, έγινε περισσότερο αντιληπτή και καταγράφεται ως φαινόμενο της αστικής κοινωνιολογίας στον απόηχο της πανδημίας, μιας περιόδου που υποτίθεται ότι επανεκτιμήσαμε τους χώρους εκείνους που πρόσφεραν μια διέξοδο στον υποχρεωτικό εγκλεισμό.
Ομως μιλάμε πλέον για γεγονός άξιο περαιτέρω έρευνας. Αυτό που ήταν καταστατικό στοιχείο της αθηναϊκής πολυκατοικίας, η εκτεταμένη χρήση των μπαλκονιών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, βαίνει ολοταχώς μειούμενη. Η χαρακτηριστική μεταπολιτευτική συνθήκη με τους τηλεοπτικούς δέκτες ανοικτούς, το καθησυχαστικό σινιάλο για το βραδινό φαγητό ή το καρπούζι όταν τα μαχαιροπίρουνα κροτάλιζαν στη γυάλινη επιφάνεια της φερ φορζέ τραπεζαρίας, το βουητό της νυχτερινής ψιλοκουβέντας σε μια ζωντανή βεράντα ακούγεται σήμερα ως κάτι περασμένο και ντεμοντέ. Περπατάς τον Ιούνιο και τον Αύγουστο στους πακτωμένους από πολυκατοικίες αθηναϊκούς δρόμους και δεν ακούγεται κιχ. Σαν να λείπουν όλοι.
Παραμένει η ζήτηση στα νότια, ενώ και οι αρχιτέκτονες τα λατρεύουν καθώς δίνουν τη μόνη δυνατότητα «έκφρασης» στο κτίριο.
Αλλά, ωχ, δεν λείπουν. Εχει αλλάξει δομικά η κουλτούρα του ίδιου του αθηναϊκού ρετιρέ, του κατεξοχήν status symbol του ελληνικού αστικού βίου. Τι μας οδήγησε ώς εκεί; Οι μεταβολές στο ίδιο το περιεχόμενο της λειτουργίας της ελληνικής πολυκατοικίας, η κλιματική κρίση με την αβίωτη ζέστη ακόμα και βαθιά μέσα στη νύχτα, οι δημογραφικές και πληθυσμιακές αλλαγές σε κλίμακα γειτονιάς και κυρίως η κατακόρυφη άνοδος της ιδιωτικότητας ως κοινωνική αξία και απαραβίαστος όρος «συγκατοίκησης» απονεκρώνουν τα μπαλκόνια μας και κατ’ επέκταση τις γειτονιές μας.
Ας το πούμε λίγο πιο ωμά: δεν θέλουμε να μας βλέπουν και δεν θέλουμε να βλέπουμε. Ο ένας λόγος είναι ότι οι γείτονες είναι ως επί το πλείστον άγνωστοι και περαστικοί (βλ. Airbnb). Επιπλέον, ο ψηφιακός κόσμος απορροφά μεγάλο μέρος της ανάγκης μας για συναναστροφή, με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να επιθυμούμε την απόσυρση και την απομόνωση στο εσωτερικό του διαμερίσματος με το κλιματιστικό.
Κι εδώ ερχόμαστε στον παράγοντα «ζέστη», που κορυφώθηκε ως καταληκτική εμπειρία το ανυπόφορο μετεωρολογικά καλοκαίρι του 2024. Οι παρατεταμένοι καύσωνες και, κυρίως, η αύξηση της αίσθησης της ζέστης τα βράδια μάς διώχνουν από το μέρος του σπιτιού που άλλοτε θεωρούσαμε αυτονόητο καταφύγιο δροσιάς.
Το (δεύτερο) παράδοξο είναι ότι η ζήτηση για μεγάλα ανοίγματα στις νεόδμητες πολυκατοικίες παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, όπως επιβεβαιώνει στην «Κ» ο αρχιτέκτονας Γιάννης Καραχάλιος, συνιδρυτής του γραφείου Plaini and Karahalios Architects, με πλήθος υλοποιημένων έργων στο κέντρο αλλά και στην περιφέρεια της Αθήνας. «Στα νέα κτίρια που σχεδιάζουμε, που στην πλειονότητά τους βρίσκονται στα νότια προάστια, η κουλτούρα του μπαλκονιού είναι ακόμα ισχυρή. Υπάρχει σίγουρα αρνητική προδιάθεση για τα στενά μπαλκόνια και ζητούν οπωσδήποτε ευρύχωρα μπαλκόνια ώστε να υπάρχει επαρκής χώρος για μεγάλα τραπέζια ή για ολόκληρα εξωτερικά σαλόνια».
Μήπως, όμως, ένα μπαλκόνι με μεγαλύτερο βάθος να σημαίνει κι ένα λιγότερο φωτεινό διαμέρισμα; «Με την κλιματική κρίση είναι σημαντικό οι εσωτερικοί χώροι να είναι επαρκώς σκιασμένοι (φωτεινοί μεν αλλά χωρίς ευθεία ηλιακή ακτινοβολία εντός του εσωτερικού) για βιοκλιματικούς λόγους αλλά και για χαμηλότερες καταναλώσεις σε ενέργεια κλιματισμού. Επομένως ένα μεγαλύτερο μπαλκόνι μπορεί να δημιουργεί περισσότερα επίπεδα προστασίας από τη ζέστη, που είναι ο νέος εχθρός για τη ζωή στην πόλη», λέει ο κ. Καραχάλιος, ο οποίος σπεύδει να δώσει και μια πιο προσωπική εξήγηση στο φαινόμενο της μειωμένης χρήσης των μπαλκονιών τα τελευταία χρόνια: «Αντικατοπτρίζει το γενικότερο ζήτημα της προβληματικής αντίληψής μας για το δίπολο δημόσιου και ιδιωτικού· την πλήρη αδιαφορία για το πρώτο και τη λατρεία για το δεύτερο». Αλλά σε βάθος χρόνου δεν ανησυχεί για έναν επιπλέον λόγο: «Τα μπαλκόνια θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά. Στην Ελλάδα οι αρχιτέκτονες με τα μπαλκόνια δίνουμε μορφές στην πολυκατοικία. Είτε είναι θεαματικές καμπύλες είτε μπρουταλισμός με εμφανή μπετόν, τα μπαλκόνια παρέχουν τη μόνη δυνατότητα “έκφρασης” στο κτίριο, καθώς το κυρίως σώμα του κτιρίου προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον εκάστοτε οικοδομικό κανονισμό και τους περιορισμούς του».

