«Την 5:30΄ ώραν της 28-10-40, 30΄ ενωρίτερον της ώρας καθ’ ην εξέπνεε το επιδοθέν τελεσίγραφον ήρχισαν αι εχθροπραξίαι μεταξύ Ιταλικών εν Αλβανία δυνάμεων και ημέτερων τούτων».
Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία ξεκινά το Ημερολόγιον Επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου (ΙΙΙ Γραφείον) τη μακρινή εκείνη Δευτέρα της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Ο,τι καταγράφηκε σε αυτές τις σελίδες, από τις 28 Οκτωβρίου έως τις 12 Απριλίου του 1941 περιλαμβάνεται σε έναν ιστορικό τόμο που εκδόθηκε αυτές τις μέρες, το «Ημερολόγιον Επιχειρήσεων Γενικού Στρατηγείου», από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ). Ολο το στρατιωτικό, επιχειρησιακό μέρος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41, όπως το έζησε το Γενικό Επιτελείο, καλύπτεται από τις ημερολογιακές καταγραφές και σημειώσεις των Ελλήνων επιτελών.
Η γραφή είναι «στρατιωτική»: δωρική, παρατακτική, στακάτη, μα και ενδεικτική των δραματικών στιγμών που έζησε το έθνος. Σε πολλές δε περιπτώσεις, μια ιδιότυπη ποιητική αίσθηση αναδύεται σχεδόν από το πουθενά. Για παράδειγμα, στις 15 Μαρτίου του 1941, στο αποκορύφωμα της λεγόμενης Εαρινής Ιταλικής Επιθέσεως (με την πολύνεκρη μάχη στο Υψωμα 731 να κυριαρχεί), διαβάζουμε: «Η εντύπωσις είναι ότι η όλη επίθεσις του εχθρού εξεφυλίσθη». Η έννοια του «εκφυλισμού της επίθεσης του εχθρού» ως γενική εντύπωση υποδηλώνει μια στρατιωτική αποτυχία και ίσως να υπονοεί και έναν θρίαμβο. Ολα, ωστόσο, κρατιούνται σε μια ισορροπία, μια απόσταση. Δεν είναι ώρες αυτές ούτε για θριαμβολογίες ούτε για καταστροφολογίες – αυτά αποτελούν διαχρονικά κτήματα του δημοσιογραφικού λόγου, όχι των επιτελών που ζουν λεπτό προς λεπτό τις δραματικές εξελίξεις της γραμμής των πρόσω.
Προσπερνάμε μερικές σελίδες και αρκετούς μήνες· φτάνουμε στη γερμανική εισβολή και στην επικείμενη κατάρρευση του μετώπου. «Το ζήτημα των δυνατοτήτων μας να αντιμετωπίσωμεν την νέαν δημιουργηθείσαν κατάστασιν εξετάζεται εκ νέου», διαβάζουμε στις 9 Απριλίου (τρεις ημέρες πριν είχε εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση). Η τελευταία καταγραφή είναι στις 12 Απριλίου του 1941. Μεταξύ των άλλων: «…ο Αρχιστράτηγος, ο οποίος ως εγνώρισεν εκ του ΙΙΙ Γραφείου είχεν ίδη προηγουμένως την Κυβέρνησιν και έλαβε παρ’ αυτής την απάντησιν ότι ούτε πολιτική λύσις δεν υπάρχει εις την διαμορφωθείσαν κατάστασιν, απεφάσισε και διέταξε αμέσως την έναρξιν της συμπτύξεως εκδοθείσης της υπ’ αρ. ΑΠ. 1445/12-4-41 διατ.». Με αυτά τα ουδέτερα λόγια το Γενικό Στρατηγείο ανακοινώνει την έναρξη της συντεταγμένης υποχώρησης. Η ώρα για την Κατοχή έχει φτάσει.
Τι ακριβώς όμως ήταν το Γενικό Στρατηγείο; Οπως διαβάζουμε στην εισαγωγή του τόμου, με την κήρυξη του πολέμου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο επιστράτευσης, η αρχηγία του στρατού ανατέθηκε στον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, και τότε συγκροτήθηκε το Γενικό Στρατηγείο, το οποίο αποτέλεσε «κατά τη διάρκεια του πολέμου, το επιτελικό εργαλείο του Αρχιστρατήγου (Παπάγου) ως προς τη σχεδίαση και τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Τα γραφεία, οι διευθύνσεις και οι διοικήσεις του στελεχώθηκαν από το σύνολο σχεδόν των αξιωματικών του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το οποίο εξακολούθησε να λειτουργεί στην Αθήνα ως έμπεδο επιτελείο με νέο προσωπικό, αποτελούμενο κυρίως από αξιωματικούς εφέδρους εκ μονίμων και με αρχηγό τον έφεδρο εκ μονίμων Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Πάλλη».
Το Γενικό Στρατηγείο έδρευε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Σε σειρά σελίδων τού ανά χείρας τόμου, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει σε φωτογραφία το δακτυλόγραφο του πρωτοκόλλου επίταξης του ιστορικού ξενοδοχείου. Το έγγραφο υπογράφουν τρεις άνθρωποι: Ο «Ενεργήσας την Επίταξιν Αξιωματικός» Γεώργιος Σιγανός, λοχαγός Μηχανικού, ο αντιπρόσωπος του δημάρχου Αθηναίων Δημήτριος Θεοφιλόπουλος και ο αντιπρόσωπος της «Ιδιοκτητρίας Εταιρείας και Διευθυντής του Ξενοδοχείου Μ. ΒΡΕΤΑΝΝΙΑ» Γεώργιος Κανέλλος.
«Ο συγκεκριμένος τόμος», μας λέει ο συνταγματάρχης Πεζικού Δοξάκης Κομήτης, διευθυντής ΓΕΣ/Δ4 (ΔΙΣ), «περιλαμβάνει αυτούσιο το ημερολόγιο που κρατήθηκε όλους εκείνους τους δραματικούς μήνες από το Γενικό Στρατηγείο αναφορικά με τις επιχειρήσεις στο μέτωπο. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Σημαντικά είναι τα παραρτήματα που περιλαμβάνονται, με τα πολεμικά ανακοινωθέντα που εκδόθηκαν από το Γενικό Στρατηγείο, τις διαταγές οργάνωσης και λειτουργίας του Γενικού Στρατηγείου, τα σχεδιαγράμματα των επιχειρήσεων, καθώς και το πρωτόκολλο επίταξης της “Μεγάλης Βρεταννίας”. Ο τόμος προσφέρεται τόσο για τον ιστορικό όσο και για τον απλό, μέσο φιλίστορα και μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος οδηγού εφόσον κάποιος επιθυμεί να πάει παρακάτω».
Κατά τον διευθυντή της ΔΙΣ, το ημερολόγιο των επιχειρήσεων 1940-41 ήταν και ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και στον τομέα της ενημέρωσης. «Τα πολεμικά ανακοινωθέντα είχαν ως αποδέκτες το ραδιόφωνο, τον Τύπο, αλλά και τις ξένες πρεσβείες. Το Γενικό Στρατηγείο αποφάσιζε τι έπρεπε να πληροφορηθεί ο κόσμος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ακόμα το πώς καταγράφεται μέσα από το ημερολόγιο η εξέλιξη των επιχειρήσεων: στην αρχή οι καταγραφές γίνονται με πένα, χειρόγραφα, καλλιγραφικά μάλιστα, στην πορεία περνάμε στη γραφομηχανή και όταν πια γίνεται η γερμανική εισβολή, όλα γίνονται βιαστικά, με μολύβι. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να το διαπιστώσει αυτό από τις φωτογραφίες σελίδων του ημερολογίου που περιλαμβάνει φωτογραφικά ο τόμος».
Είναι, θα λέγαμε, ένα ιστορικό ντοκουμέντο μέσα από το οποίο βλέπουμε, έστω και διαθλαστικά, τι συμβαίνει στην πρώτη γραμμή. Ας δούμε, ενδεικτικά, τι λέει το Πολεμικό Ανακοινωθέν υπ’ αριθμ. 138 της 13ης Μαρτίου 1941: «Ο εχθρός και σήμερον, πέμπτην ημέραν των επιθετικών του επιχειρήσεων, εξαπέλυσεν επανειλημμένας σφοδράς επιθέσεις επί ευρέως μετώπου καθ’ όλην την ημέραν. Κατά ταύτας εχρησιμοποίησεν νωπάς δυνάμεις πεζικού υποστηριζομένας υπό ισχυρού πυροβολικού και πολυαρίθμου αεροπορίας. Τα ημέτερα στρατεύματα απέκρουσαν απάσας τας ως άνω επιθέσεις του εχθρού προξενήσαντα εις τούτον σοβαρωτάτας απωλείας. Η αεροπορία μας εβομβάρδισεν επιτυχώς στρατιωτικούς στόχους. Το αντιαεροπορικόν μας πυροβολικόν κατέρριψε δύο εχθρικά αεροπλάνα. Εκ του Γενικού Στρατηγείου». (Δεν μπορούμε να μη σταθούμε σε αυτή την έξοχη έκφραση του ανώνυμου γραφέα, ότι ο εχθρός χρησιμοποίησε «νωπές δυνάμεις πεζικού»…)
Πολύ νωρίτερα, στην αρχή του πολέμου, το ανακοινωθέν της 31ης Οκτωβρίου του 1940 μνημονεύει, μεταξύ των άλλων, ότι «εις την περιοχήν Ηπείρου εχθρικαί ενέργειαι διά Πεζικού και Αρμάτων απεκρούσθησαν πανταχού. Ο εχθρός έσχεν απωλείας. Συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Μετά των εχθρικών στρατευμάτων συνέπραττον και άτακτοι».
Είναι η περίοδος της μάχης της Πίνδου και της μάχης Ελαίας-Καλαμά, μέσα από τις οποίες οι ιταλικές δυνάμεις δέχθηκαν τα πρώτα σκληρά χτυπήματα. Στο ανακοινωθέν της 3ης Νοεμβρίου υπονοείται μάχη σώμα με σώμα με τη χρήση ξιφολόγχης. Διαβάζουμε ανάμεσα στα άλλα: «Εις το μέτωπον της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ημέτερα τμήματα επέτυχον την 2ας Νοεμβρίου την κατάληψιν νέας σειράς υψωμάτων εντός του Αλβανικού εδάφους. Σήμερον εις το μέτωπον της ΗΠΕΙΡΟΥ αγών Πυροβολικού εκατέρωθεν. Επίθεσις του εχθρού υποστηριζομένη δι’ αρμάτων απεκρούσθη. Εννέα εκ των επιτεθέντων αρμάτων κατεστράφησαν. Ισχυραί εχθρικαί επιθέσεις κατά των θέσεών μας εις τον Τομέα ΦΛΩΡΙΝΗΣ απεκρούσθησαν διά χειροβομβίδων και της λόγχης με απωλείας του εχθρού». Αν μη τι άλλο, η προσεκτική ανάγνωση του τόμου της ΔΙΣ μας υπενθυμίζει ότι πέρα από τα κρυοπαγήματα, τις ψείρες και τις κακουχίες (στερεοτυπικά αφηγήματα του πολέμου του ‘40), οι μάχες ήταν φονικές εκείνο το δραματικό εξάμηνο. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, τείνουμε αυτό να το ξεχνάμε ως προς το εμβληματικό πολεμικό επεισόδιο στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Η παρουσίαση
Η έκδοση «Ημερολόγιο Επιχειρήσεων Γενικού Στρατηγείου» της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού θα παρουσιαστεί την Τρίτη 21 Οκτωβρίου, στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», στις 7 μ.μ. Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο καθηγητής δρ Ιωάννης Παπαφλωράτος, ο διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων υποστράτηγος Αναστάσιος Πολύχρονος και ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, συνταγματάρχης Πεζικού Δοξάκης Κομήτης. Θα συντονίσει ο Αλέξης Παπαχελάς.

