Το Κακό που μάθαμε να «εξηγούμε»

Μια διαδικτυακή φίλη ανέβασε ένα βίντεο από ένα καταφύγιο ζώων στην Ουκρανία, στο Κίεβο, από κάμερα που κατέγραφε τις αντιδράσεις τους: τον τεράστιο φόβο, τις απεγνωσμένες κινήσεις τους να βρουν κάπου να κρυφτούν στους συνεχιζόμενους βομβαρδισμούς

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Μια διαδικτυακή φίλη ανέβασε ένα βίντεο από ένα καταφύγιο ζώων στην Ουκρανία, στο Κίεβο, από κάμερα που κατέγραφε τις αντιδράσεις τους: τον τεράστιο φόβο, τις απεγνωσμένες κινήσεις τους να βρουν κάπου να κρυφτούν στους συνεχιζόμενους βομβαρδισμούς.

Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα τις προθέσεις της· υποθέτω, όμως, ότι –μάλλον ενστικτωδώς και όχι συνειδητά– επέλεξε να προβάλει μια «πρωτότυπη» τραγική σκηνή, προκειμένου να στρέψει την προσοχή μας σε ό,τι τραγικό συνεχίζεται στην Ουκρανία. Διότι τα πτώματα και οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι –στρατιώτες, πολίτες, μικρά παιδιά– που έχουν πλημμυρίσει τις οθόνες μας (οι εικόνες, γιατί το διάβασμα «δεν λέει» και πολλά πράγματα), μαζί με βίντεο «εφαρμοσμένης» βίας ακόμη κι από εφήβους, δεν αρκούν. Δεν φαίνεται να οδηγούν σε μείωση της τηλεθέασής τους ή των διαδικτυακών προβολών. Δεν φαίνεται να απορρίπτεται το «κακό». Αντιθέτως. Σαν να πεινάμε για κάτι ακόμη χειρότερο. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το θέλουμε μόνο στις οθόνες μας.

Η εικόνα του πόνου

Η αγαθή, μάλλον ασυνείδητη πρόθεση της διαδικτυακής φίλης συναντά την απολύτως συνειδητή Χαμάς στο πεδίο αναγνώρισης της ανθρώπινης «διαστροφής». Και στις δύο περιπτώσεις το κοινό στοιχείο είναι η χρήση της εικόνας του πόνου – η πρώτη ως έκκληση για ενσυναίσθηση, η δεύτερη ως εργαλείο τρόμου.

Οπως γράφει σε άρθρο του ο καθηγητής Φιλοσοφίας Τζέικομπ Χόλαντ: «Οι τρομοκράτες της Χαμάς που κατάλαβαν, έστω και διαισθητικά, την αποτελεσματικότητα του πολιτικού θεάτρου της Αλ Κάιντα το ενίσχυσαν. Στις 7 Οκτωβρίου, εξοπλίστηκαν με κάμερες GoPro, ώστε η σφαγή και τα βασανιστήρια που διέπραξαν να μεταδοθούν σε όλο τον κόσμο. Δημοσιοποίησαν τις πράξεις τους, στοιχηματίζοντας –σωστά!– ότι κάποιοι θα απολάμβαναν το πορνό θανάτου τους και ότι ο κόσμος γενικά θα ανταποκρινόταν κατηγορώντας τα θύματά τους. Για όσους έχουν δει τα 22 λεπτά βίντεο που κυκλοφόρησαν οι Ισραηλινοί, αυτή η αντίδραση είναι ακατανόητη. Βλέπουμε ζευγάρια καμένα σαν τα απολιθωμένα θύματα της Πομπηίας, με τις κραυγές τους τη στιγμή του θανάτου να έχουν παγώσει για πάντα. Ακούμε έναν διασώστη να περιγράφει αυτό που είδε σε ένα κιμπούτς: τα πτώματα ενός πατέρα με το μάτι του βγαλμένο, μιας μητέρας με το στήθος της κομμένο, μιας κόρης με το πόδι της κομμένο, ενός γιου με τα δάχτυλά του κομμένα. Ενας κοινός παρονομαστής σε όλα τα γεγονότα αυτού του “είδους” είναι η παρόρμηση να τα εξηγήσουμε ή να τα “συγκροτήσουμε” με τρόπους που ελαχιστοποιούν τον τρόμο που προκαλούν».

Υπό μία ανάγνωση, αυτό έκανε η Χάνα Αρεντ γράφοντας για την «κοινοτοπία του Κακού». Κατά μιαν ερμηνεία όχι για να το εξωραΐσει, αλλά για να δείξει ότι το κακό μπορεί να προκύψει χωρίς πάθος, μέσα από ρουτίνα, υπακοή, αδράνεια. Υπό μιαν άλλη ανάγνωση, με πιο γνωστή αυτήν του Γκέρσομ Σόλεμ, ενός από τους πιο επιδραστικούς Εβραίους στοχαστές του 20ού αιώνα, υπονόμευσε έτσι την αξία της ελεύθερης βούλησης και το μεγαλείο του ανθρώπου που αντιστέκεται, ενώ οι απόψεις της για τα εβραϊκά συμβούλια εισήγαγαν το στοιχείο της «ενοχοποίησης των θυμάτων» – δηλαδή ότι μέρος της ευθύνης βαρύνει τις παθητικές συμπεριφορές ή τις συνεργασίες των Εβραίων ηγετών υπό πίεση. Οι Γερμανοί οι ίδιοι, στην πράξη, φαίνεται να έχουν απορρίψει την ερμηνεία της «κοινοτοπίας» και ίσως γι’ αυτό προς τιμήν τους –υπό την έννοιαν ότι έχουν συλλογικά κατανοήσει το αδιανόητο των στρατοπέδων και του εγκλήματος των ναζί– δεν μπορούν, «απαγορεύουν» στον εαυτό τους να «βγουν μπροστά» προς υπεράσπιση των Παλαιστινίων: «Για τη Γερμανία, η αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους είναι πιθανό να έρθει στο τέλος της διαδικασίας», δήλωσε ο Γερμανός υπ. Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ στον ΟΗΕ. Δυσκολεύονται ακόμη και σήμερα να υπερασπιστούν ανοιχτά θέσεις που ενδέχεται να τους φέρουν σε ηθικά γκρίζες ζώνες. Αυτό από μόνο του είναι μάθημα ιστορικής μνήμης.

Μεταφράζουμε τη βία σε αφήγημα, σε «θέση» ή «αντίθεση» και παύουμε να αντικρίζουμε την ωμότητά της. Κι επειδή θέλουμε να είμαστε «οι καλοί», να πράττουμε για μια δίκαιη αιτία, βρίσκουμε ηθικό έρεισμα ακόμη και για τα πιο αποτρόπαια έργα.

Ισως στην «παρόρμηση να τα εξηγήσουμε ή να τα συγκροτήσουμε με τρόπους που ελαχιστοποιούν τον τρόμο που προκαλούν» βασίζονται και πολλοί «δράστες του Κακού». Ιδεολόγοι οπαδοί κάποιου -ισμού ή μεμονωμένοι εγκληματίες. Αφού «εξηγώντας» επιλέγουμε τη μία ή την άλλη θέση πιστεύοντας ότι «στεκόμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», ότι αντιμετωπίζουμε τα πράγματα ηθικά, ότι είμαστε οι καλοί.

Βίαιοι, αλλά ηθικοί

Γιατί έτσι μεταφράζουμε τη βία σε αφήγημα, σε «θέση» ή «αντίθεση», και παύουμε να αντικρίζουμε την ωμότητά της. Κι επειδή θέλουμε να είμαστε «οι καλοί», να πράττουμε για μια δίκαιη αιτία, βρίσκουμε ηθικό έρεισμα ακόμη και για τα πιο αποτρόπαια έργα. Και αυτό είναι μια άλλη παρανοϊκή(;) παράμετρος της ανθρώπινης φύσης: Να γινόμαστε βίαιοι, εγκληματικοί, έχοντας βρει την ηθική βάση σε κάποια αδικία που υπέστημεν. Διότι δεν μου φαίνεται πιθανό ότι είναι οι γεωστρατηγικές αναλύσεις που οδηγούν στην υπεράσπιση του ενός ή του άλλου. Ισως είναι η βαθύτερη ψυχική ανάγκη μας να επινοούμε ηθικές δομές που μας προστατεύουν από την αναμέτρηση με το αδιανόητο.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν τη σύγχυση, διακρίνεται και ένα στοιχείο ελπιδοφόρο: όσο κι αν φαίνεται παρωχημένο, οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ανάγκη από ηθικούς κανόνες για να πορευτούν – ίσως ακόμη και όταν αυτοί οι κανόνες γίνονται άλλοθι της βίας.

Γιατί τι είναι τελικά αυτό που μας οδηγεί να εκτιμούμε ότι πράττουμε σωστά, ακόμη κι όταν πράττουμε εγκληματικά απέναντι στον συνάνθρωπο; Είναι η αδυναμία μας να κοιτάξουμε το Κακό κατάματα, γιατί αυτό θα σήμαινε ριζικές αναθεωρήσεις στη ζωή και στις πεποιθήσεις μας; Είναι πιο εύκολο να το θεωρήσουμε κοινότοπο, λέγοντας ότι «συμβαίνει παντού» ή «μπορεί να το κάνει οποιοσδήποτε»; Μα αν αποδεχθούμε την κοινοτοπία του, τότε το Κακό δεν εγκαθίσταται ως φυσική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που υποτίθεται ότι δεν θέλουμε; Ισως, τελικά, η αληθινή μας δοκιμασία δεν είναι να εξηγήσουμε το Κακό, αλλά να αντέξουμε να το αναγνωρίσουμε χωρίς υπεκφυγές κι έτσι να δούμε αν η αντίστασή μας είναι ειλικρινής ή απλώς μία ακόμη αφήγηση που μας παρηγορεί.

Προσωπικώς, «θέλω να πιστεύω» ότι ο άνθρωπος φέρει εντός του το Καλό, αλλά σύρεται στο Κακό. Κυρίως όταν παραδίνει την ελευθερία της σκέψης και της κρίσης του σε κάτι, σε κάποιον, σε οποιαδήποτε «αναγκαιότητα». Αλλά ήδη αυτό το «θέλω» μπροστά από το «πιστεύω» ενέχει την αμφιβολία. Ισως, όμως, το ίδιο «θέλω» να συνιστά και προϋπόθεση για την τελική επιλογή…

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT