«Περί αντισημιτισμού. Μια λέξη στην ιστορία» τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ το οποίο κυκλοφορεί εντός της εβδομάδος από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ο Μ. Μαζάουερ είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το 1994 με το «Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής», επίσης από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ακολούθησαν πολλοί ακόμη τίτλοι με θέμα την Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Ελλάδα.
Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη, ο Μαρκ Μαζάουερ επανέρχεται τώρα με την ιστορία που κρύβει μια έννοια όπως ο αντισημιτισμός. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μια φορτισμένη περίοδο εξαιτίας των τραγικών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, κάτι που θίγει και ο ίδιος σε αυτό.
Η «Κ» του έθεσε ηλεκτρονικά ορισμένα ερωτήματα με αφορμή το νέο αυτό βιβλίο του Βρετανού ιστορικού.
– Πώς μπορεί η ιστορία μιας λέξης, καθώς και οι δυσκολίες στον ορισμό της, να μας βοηθήσουν να τοποθετηθούμε απέναντι στα τραγικά γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Μέση Ανατολή;
– Η Iστορία, ασφαλώς, δεν εξαντλείται στις λέξεις, ωστόσο, κάποιες φορές, οι λέξεις έχουν βαρύνουσα σημασία και μπορούν εύκολα να μας παρασύρουν, ιδίως όταν σχετίζονται με φορτισμένα ή αμφιλεγόμενα ζητήματα.
Αυτό που με παρακίνησε να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν όσα έβλεπα να εκτυλίσσονται γύρω μου στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκω. Δεν ήταν μόνο ότι είδα πολλούς φοιτητές να επικρίνονται και να κατηγορούνται άδικα επειδή πήραν θέση σε ένα μείζον ζήτημα παγκόσμιας σημασίας. Hταν επίσης όσα συνέβαιναν με τις ίδιες τις λέξεις. Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου 2023, οι λέξεις φορτίστηκαν με ιδιαίτερο βάρος. Πολλοί υπαγόρευαν ποιες λέξεις ακριβώς έπρεπε να χρησιμοποιεί κάποιος και, αντιστρόφως, ποιες απαγορευόταν ακόμη και να προφέρει.
Μία από αυτές ήταν ο «αντισημιτισμός». Υπήρχε, και εξακολουθεί προφανώς να υπάρχει, τεράστια σύγχυση γύρω από το τι ακριβώς σημαίνει. Είναι ο αντισημιτισμός εθνοτική προκατάληψη; Αποτελεί μορφή κριτικής προς το Ισραήλ; Είναι όλα αυτά μαζί; Μπορεί κάποιος να τα διαχωρίσει; Σήμερα, ελάχιστοι μπορούν να απαντήσουν με βεβαιότητα σε αυτά τα ερωτήματα, και όσοι το κάνουν με μεγάλη αυτοπεποίθηση ή απερισκεψία, είναι συνήθως εκείνοι που προκαλούν τη ζημιά.
Αυτές οι ασάφειες έχουν απτές συνέπειες. Αφενός, ο αντισημιτισμός είναι μια πραγματικότητα, συνεπώς, η κατάχρηση και η λανθασμένη χρήση της λέξης υπονομεύουν τον αγώνα εναντίον του. Αφετέρου, όταν μια νόμιμη διαμαρτυρία χαρακτηρίζεται αντισημιτική, αυτό καταλήγει να λειτουργεί ως μέσο φίμωσης της ανησυχίας για τους Παλαιστινίους. Και ως εκπαιδευτικός, δεν μπορώ παρά να ανησυχώ για το πώς ο αγώνας κατά του αντισημιτισμού δυσχεραίνει τη διδασκαλία και τη δημόσια συζήτηση – και για ορισμένους, τις καθιστά αδύνατες.
Είναι ο αντισημιτισμός εθνοτική προκατάληψη; Αποτελεί μορφή κριτικής προς το Ισραήλ; Είναι όλα αυτά μαζί; Μπορεί κάποιος να τα διαχωρίσει; Σήμερα, ελάχιστοι μπορούν να απαντήσουν με βεβαιότητα σε αυτά τα ερωτήματα, και όσοι το κάνουν με μεγάλη αυτοπεποίθηση ή απερισκεψία, είναι συνήθως εκείνοι που προκαλούν τη ζημιά.
Το πρόβλημα αυτό με τις λέξεις δεν περιορίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, βλέπουμε πόσο δύσκολο είναι για πολλούς να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα σε Εβραίους και Ισραηλινούς. Ή πάρτε, για παράδειγμα, τη λέξη «σιωνιστής», η οποία χρησιμοποιείται αδιακρίτως, όπως και η λέξη «αντισιωνιστής».
– Ποια είναι η ιστορία της λέξης «αντισημιτισμός»; Eχει θρησκευτικές ρίζες που ανάγονται στα κείμενα της Καινής Διαθήκης; Επινοήθηκε πράγματι σε συγκεκριμένη στιγμή και τόπο, το 1879, όπως επισημαίνετε στο βιβλίο σας, παρότι ως έννοια υπήρχε πολύ νωρίτερα;
– Τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν η περίοδος κατά την οποία αναδύθηκε για πρώτη φορά η σύγχρονη πολιτική, με τις ιδεολογίες, τα πολιτικά κόμματα, τον Τύπο και την άνοδο της κοινής γνώμης. Eνα από τα επακόλουθα ήταν η επινόηση πολλών νέων λέξεων με το πρόθημα «αντι-» (όπως «αντιβασιλικός» ή «αντιρεπουμπλικανός»). Καθώς επρόκειτο και για μια περίοδο εντεινόμενης δημοκρατικοποίησης, με ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να αποκτούν δικαίωμα ψήφου στην Ευρώπη και στην Αμερική, η πολιτική χειραφέτηση των μειονοτήτων αναδείχθηκε σε μείζον ζήτημα της εποχής. Ο αντισημιτισμός πρωτοεμφανίστηκε σε αυτό το πλαίσιο, ως πολιτικό κίνημα που εναντιωνόταν στη χειραφέτηση των Εβραίων και στην ένταξή τους ως ισότιμων μελών της κοινωνίας. Βεβαίως, οι αντιεβραϊκές προκαταλήψεις είναι πολύ παλαιότερες – ανάγονται ήδη στην αρχαιότητα. Η άνοδος του χριστιανισμού, ειδικότερα, εδραίωσε αντιεβραϊκά στερεότυπα στην ευρωπαϊκή κοινωνία, καθώς ο ίδιος ο χριστιανισμός έχει μια θεολογικά αμφίσημη θέση απέναντι στην πίστη από την οποία γεννήθηκε.
– Παραδοσιακά, ο αντισημιτισμός εθεωρείτο «προνόμιο» της άκρας Δεξιάς. Eχει αλλάξει αυτό σήμερα;
– Από τον 19ο αιώνα και μετά, αντισημιτικές θέσεις συναντώνται σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την Αριστερά έως τη Δεξιά – ο Προυντόν υπήρξε φανατικός αντισημίτης, ενώ και ο Μαρξ διατύπωσε κάποιες μάλλον ιδιόρρυθμες θέσεις για τους Εβραίους. Ωστόσο, για τους περισσότερους αριστερούς, επρόκειτο για δευτερεύον ζήτημα, και, ιδίως από τα μέσα του 20ού αιώνα και έπειτα, πολλοί εξ αυτών αντιτάχθηκαν όλο και πιο έντονα στον αντισημιτισμό, ο οποίος τότε άρχισε να ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τη Δεξιά.
Πρέπει να κάνουμε μια διάκριση που έχει ιδιαίτερη σημασία: τη διάκριση ανάμεσα στις αντισημιτικές προκαταλήψεις και στους αντισημίτες. Οι πρώτες υπήρξαν –και ώς ένα βαθμό εξακολουθούν να είναι– αρκετά διαδεδομένες. Οι αντισημίτες, ωστόσο, δηλαδή όσοι είχαν εμμονή με τους Εβραίους και τους θεωρούσαν υπεύθυνους για όλα τα δεινά του κόσμου, αποτέλεσαν τον πυρήνα της ανόδου της άκρας Δεξιάς, τόσο πριν όσο και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την άνοδο των ναζί, ο αντισημιτισμός αναδείχθηκε σε κεντρική ιδεολογική αρχή του ισχυρότερου κράτους της Ευρώπης. Η γενοκτονία των Εβραίων οδήγησε στην απαξίωση του αντισημιτισμού ως πολιτικού προγράμματος, με αποτέλεσμα να τον ασπάζονται πλέον μόνο περιθωριακές ομάδες της άκρας Δεξιάς. Θα έλεγα ότι σήμερα, η άκρα Δεξιά –η οποία, βέβαια, είναι ισχυρότερη από ό,τι στο παρελθόν– παραμένει το προπύργιο του αντισημιτισμού. Το γεγονός ότι πολλοί ακροδεξιοί εθνικιστές εκφράζουν με θέρμη τον θαυμασμό τους για το Ισραήλ, δεν αναιρεί τον αντισημιτισμό τους.
Σήμερα, ωστόσο, η θέση είναι πιο συγκεχυμένη, καθώς ο αντισημιτισμός συχνά επαναπροσδιορίζεται ως παράλογη κριτική στο Ισραήλ. Και επειδή οι πιο ένθερμοι επικριτές του Ισραήλ προέρχονται από την Αριστερά, αυτό έχει οδηγήσει πολλούς υπερασπιστές του να καταλογίζουν αντισημιτισμό στην Αριστερά.
Το ζητούμενο σήμερα είναι να μπορούμε να διακρίνουμε πότε η κριτική στο Ισραήλ μετατρέπεται σε αντισημιτισμό. Κατά τη γνώμη μου, η λεγόμενη Διακήρυξη της Ιερουσαλήμ για τον Αντισημιτισμό αντιμετωπίζει εξαιρετικά αυτό το δύσκολο ζήτημα, ενώ ο ορισμός της λεγόμενης Διεθνούς Συμμαχίας για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA) όχι απλώς δεν βοηθά, αλλά κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ο αντισημιτισμός και ο αντισιωνισμός είναι –στο σημερινό πλαίσιο– δύο διαφορετικά πράγματα. Κάποιες φορές συναντώνται, τις περισσότερες όμως όχι.
– Υπάρχει «αραβικός αντισημιτισμός»;
– Μία από τις τραγωδίες του 1948 και όσων ακολούθησαν, ήταν ότι συνέβαλε στην άνοδο ενός αντισημιτισμού ευρωπαϊκού τύπου, σε μια περιοχή του κόσμου –τη Μέση Ανατολή– όπου ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστος. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι πρώτοι θεωρητικοί του σιωνισμού, ακόμη κι όταν προέβλεπαν την αραβική εχθρότητα απέναντι στον εβραϊκό εποικισμό στην Παλαιστίνη, δεν την απέδιδαν ποτέ στον αντισημιτισμό. Και όμως σήμερα, η αραβική εχθρότητα προς το Ισραήλ περιγράφεται κατά κανόνα ως υποκινούμενη από τον αντισημιτισμό. Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές: η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται σαφώς στην εκδίωξη των Παλαιστινίων, στη διαμάχη για τη γη και ίσως επίσης στο αίσθημα ταπείνωσης που προκάλεσε επί δεκαετίες μια μικρή δύναμη. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτή την κατηγορία: μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την άνοδο, στον αραβόφωνο λόγο, θεωριών συνωμοσίας, όπως τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», αντισημιτικών κειμένων που ισχυρίζονται ότι οι Εβραίοι κρύβονται πίσω από όλα. Η διάδοσή τους από τη δεκαετία του 1950 και μετά όχι μόνο δεν ενίσχυσε το παλαιστινιακό ζήτημα, αλλά πρόσφερε και βολικό άλλοθι σε γενιές αποτυχημένων Αράβων ηγετών. Από την άλλη, ο ρατσισμός έχει ενταθεί και στις δύο πλευρές, ενώ για την άνοδο του αντιαραβικού ρατσισμού στο Ισραήλ έχουν γραφτεί πολύ λιγότερα απ’ ό,τι για τον αραβικό αντισημιτισμό.
– Μαζί με τον όρο «αντισημιτισμός» και τον τρόπο που χρησιμοποιείται και νοηματοδοτείται σήμερα, θα λέγατε ότι και ο όρος «γενοκτονία» εξετάζεται πλέον υπό νέο πρίσμα; Δεν είναι από μόνη της πολύ σοκαριστική η ιδέα ότι το Ισραήλ ακολουθεί πρακτικές γενοκτονίας – ιδίως για έναν Εβραίο, αλλά και γενικότερα;
Oπως είπα, βρισκόμαστε σε μια μάχη λέξεων. Eνας μου λέει ότι πρέπει να χρησιμοποιώ τη λέξη «γενοκτονία» για να περιγράψω όσα συμβαίνουν στη Γάζα, άλλος μου λέει ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τη χρησιμοποιώ. Δεν πιστεύω ότι αυτός ο απόλυτος δογματισμός βοηθάει. Οι λέξεις λειτουργούν ως κώδικες που συμπυκνώνουν έννοιες, ο ρόλος τους είναι να ανοίγουν μια συζήτηση, όχι να τη σφραγίζουν. Χρειάζεται πνευματικό θάρρος για να διεκδικούμε την ελευθερία να χρησιμοποιούμε τις λέξεις που θεωρούμε καταλληλότερες, προκειμένου να κατανοούμε μια κατάσταση. Oσα έχει διαπράξει ο IDF θα έπρεπε να είναι βαθιά σοκαριστικά για οποιονδήποτε διαθέτει συνείδηση, ανεξάρτητα από το πώς χαρακτηρίζονται οι ενέργειές του στη Γάζα και στη Δυτική Oχθη. Θα είχε, άραγε, μικρότερη σημασία η γενοκτονία των Αρμενίων αν τη χαρακτηρίζαμε απλώς ως μαζική σφαγή;
Eνας μου λέει ότι πρέπει να χρησιμοποιώ τη λέξη «γενοκτονία» για να περιγράψω όσα συμβαίνουν στη Γάζα, άλλος μου λέει ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τη χρησιμοποιώ. Οι λέξεις λειτουργούν ως κώδικες που συμπυκνώνουν έννοιες, ο ρόλος τους είναι να ανοίγουν μια συζήτηση, όχι να τη σφραγίζουν.
– Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου σας, συνδέετε τα γεγονότα στη Λωρίδα της Γάζας, από τον Οκτώβριο του 2023, με τη συζήτηση περί αντισημιτισμού και με το πώς βιώσατε εσείς αυτή την εμπειρία στην πανεπιστημιούπολη του Κολούμπια. Μπορεί κανείς σήμερα να θρηνήσει εξίσου τις απώλειες Εβραίων και Παλαιστινίων, ή κάτι τέτοιο θεωρείται υποκρισία;
– Πιστεύω ότι η άγνοια –ή, καλύτερα, η αδιαφορία– για την Iστορία στις μέρες μας συνδέεται όλο και περισσότερο με την προθυμία να αντιμετωπίζουμε τα παγκόσμια ζητήματα μέσα από απλοϊκούς ηθικούς διαχωρισμούς. Από τούτη την πλευρά βρίσκεται το Καλό και από εκείνη το Κακό. Ποιος δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη «σωστή πλευρά»; Oμως ο κόσμος δεν είναι βιντεοπαιχνίδι, και η ικανότητά μας να κατανοούμε την πολυδιάστατη φύση των πραγμάτων φθίνει. Μπορεί κάποιος να πενθήσει και τους Εβραίους και τους Παλαιστινίους νεκρούς; Αναρωτιέμαι πώς φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε ότι αυτό είναι καν ζήτημα. Το να θρηνούμε τους νεκρούς και από τις δύο πλευρές ασφαλώς δεν έρχεται σε αντίθεση με καμία πολιτική δέσμευση – αρκεί αυτή να είναι έξυπνη, όχι ανόητη.
*MARK MAZOWER
«Περί αντισημιτισμού. Μια λέξη στην ιστορία»,
μτφρ: Κωστής Πανσέληνος, εκδ. Αλεξάνδρεια

