Είναι από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας. Ο Πάνος (Γιάννης Ζουγανέλης), έξαλλος με τα σχόλια του μπατζανάκη του, Αντώνη (Σάκης Μπουλάς), θυμάται έναν επίμαχο ποδοσφαιρικό αγώνα, στον οποίο ο ΠΑΟΚ είχε κερδίσει ένα αμφισβητούμενο πέναλτι. Περιγράφει το αντικανονικό κατά τη γνώμη του τάκλιν στον επιθετικό της ομάδας του και όταν δυο ηλικιωμένες τον ρωτούν «ήταν πέναλτι, κύριε Πάνο;», εκείνος, έξω φρενών, απαντά «ο ορισμός του πέναλτι, κυρία μου!».
«Είναι δύσκολο να δώσεις στον κόσμο μια άλλη οπτική μιας ιστορίας που την έχει δει ήδη σαν εικόνα. Είχε λοιπόν μεγάλη ευθύνη και κάποιο ρίσκο», λέει ο Σταύρος Κιουτσιούκης που έκανε τα σχέδια.
Στο σινεμά δεν βλέπουμε βέβαια αν η ανατροπή γίνεται εντός μεγάλης περιοχής, ούτε τον Πάνο που στο τέλος εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο μανιασμένος. Ομως στο κόμικ «Ας περιμένουν οι γυναίκες», που ξαναζωντανεύει την αγαπημένη ταινία του Σταύρου Τσιώλη με τα εκφραστικά μέσα της ένατης τέχνης, η γλαφυρή αφήγηση είναι όλη εδώ, πλήρης σχεδίων και χρωμάτων. «Η ταινία έχει πολλά διαλογικά μέρη και αν κάναμε ακριβή αποτύπωσή της, το αποτέλεσμα θα ήταν μια συνεχής εναλλαγή προσώπων», λέει στην «Κ» ο Μάριος Ιωαννίδης, που συνέβαλε στην προσαρμογή του σεναρίου. «Η προσέγγισή μας ήταν να μείνουμε κοντά στην ταινία, αλλά το κόμικ να είναι κάτι διαφορετικό. Και επειδή είναι μια ταινία αγαπημένη, μια πρόκληση ήταν οι αναγνώστες να δουν γραμμένη την ατάκα την οποία ξέρουν και περιμένουν, με τρόπο που να τους αρέσει».

Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Chaniartoon Press», του Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμικς Χανίων και παρουσιάστηκε στην πρόσφατη διοργάνωσή του, τον Σεπτέμβριο. Εκτός από τον Μάριο Ιωαννίδη, την προσαρμογή του σεναρίου του κόμικ υπογράφουν η Κατερίνα Νανούρη και ο Σταύρος Κιουτσιούκης, ο οποίος ανέλαβε και τα σχέδια, προτού τα χρωματίσει ο Κλήμης Κεραμιτσόπουλος. Ο Κιουτσιούκης αξιοποίησε και εκείνος τους μεγάλους διαλόγους των χαρακτήρων της ταινίας. «Η ταινία μου έδινε χώρο να εικονοποιήσω τις περιγραφές τους», μας λέει, «και εκτός από τη σκηνή με τον “ορισμό του πέναλτι”, σχεδίασα και τις εικόνες του κρεοπώλη στην Παπαδίτσα (σ.σ.: ο οποίος αποκαλύπτει το μυστικό για ένα καλό κοκορέτσι) και της κυρίας Τζόαν Πάππος (σ.σ.: που κάποτε αγόρασε από τον Πάνο και τον έτερο μπατζανάκη του, τον Μιχάλη –στην ταινία τον υποδύεται ο Αργύρης Μπακιρτζής– μια μεγάλη παρτίδα κηροπήγια)». Ολα αυτά, εξηγεί ο Κιουτσιούκης, στην ταινία απλώς λέγονται και καθένας μπορεί να τα έχει φανταστεί με τον δικό του τρόπο. «Είναι δύσκολο», συμπληρώνει, «να δώσεις στον κόσμο μια άλλη οπτική μιας ιστορίας που την έχει δει ήδη σαν εικόνα. Είχε λοιπόν μεγάλη ευθύνη και κάποιο ρίσκο».
Η διασκευή
Γιατί όμως ένα τέτοιο ρίσκο να το πάρει κανείς; Γιατί, αλήθεια, οι τρεις μπατζανάκηδες που ταξιδεύουν προς τη Θάσο για να παραθερίσουν με τις γυναίκες τους, αλλά που στον δρόμο συναντούν τον ανεκπλήρωτο έρωτα, την πολιτική και άλλα αδιέξοδα, να διασκευαστούν σε κόμικ; Από το 1998 που κυκλοφόρησε, η ταινία του Σταύρου Τσιώλη έχει αγαπηθεί πολύ, έχει προβληθεί με διάφορες αφορμές και οι ατάκες της («Ψήφισε η μάνα μου Νέα Δημοκρατία;», «Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε» και πολλές ακόμα) έχουν γίνει πασίγνωστες. Μάλιστα, το εγχείρημα της διασκευής προβλημάτιζε και τον Σταύρο Κιουτσιούκη. «Στην πορεία όμως αποφάσισα ότι ο λόγος ήταν ώστε να γίνει ακόμα πιο ευρύ το κοινό που θα γνωρίσει την ιστορία και έπειτα την ταινία», λέει ο κομίστας. «Οχι ότι η ταινία το περίμενε από εμένα, αλλά το κοινό των κόμικς είναι λίγο διαφορετικό», σχολιάζει ο Κιουτσιούκης και προσθέτει ότι στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κόμικς Χανίων, αρκετοί αναγνώστες που γνώριζαν, αλλά δεν είχαν δει το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», αγόραζαν το κόμικ. Μπορεί να τους τράβηξε το καρτουνίστικο σχεδιαστικό στυλ του κομίστα. «Μετέφερα τους ήρωες σε μια καρτούν εκδοχή τους, που παραπέμπει σε αυτούς, αλλά δεν είναι ακριβώς οι ίδιοι», προσθέτει.
Ποια είναι όμως η ουσία της ταινίας που μένει απαράλλακτη ανεξαρτήτως μέσου; «Ο έρωτας», αποκρίνεται ο γνωστός για τα ερωτικά του κόμικς Σταύρος Κιουτσιούκης, ο οποίος διευκρινίζει ότι εννοεί τον έρωτα του Αντώνη για την Κλυταιμνήστρα και όχι του Πάνου για την τραγουδίστρια, στον οποίο επικεντρώνονται αρκετοί. Ο Μάριος Ιωαννίδης εκτιμά ότι ο πυρήνας της ταινίας είναι και οι τρεις μπατζανάκηδες, οι οποίοι εκπροσωπούν πτυχές του Νεοέλληνα από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα. Και ενώ ο Κιουτσιούκης, που τυγχάνει Θεσσαλονικιός, είχε δει την ταινία «στη στιγμή της», νιώθοντας οικεία με τα μέρη που απεικόνιζε και με το περίφημο μπέρδεμα των ανεξοικείωτων για το αν πρέπει να έχουν τη θάλασσα στα δεξιά τους ή στα αριστερά τους καθώς πηγαίνουν στην Καβάλα, ο Ιωαννίδης ήρθε σε επαφή μαζί της αργότερα, φτάνοντας να την βλέπει ξανά και ξανά, ειδικά στην καραντίνα, ανακαλύπτοντας νέες ατάκες και επίπεδα ανάγνωσης.
Η Βόλβη
Μια επιπλέον πτυχή της ιστορίας βρίσκεται στο τέλος του κόμικ, όπου περιλαμβάνεται η σχεδιαστική απεικόνιση μιας επιπλέον σκηνής από το φινάλε του «Ας περιμένουν οι γυναίκες», η οποία δείχνει τους ήρωες να φτάνουν πλέον στη Θάσο και έχει παρουσιαστεί σε λίγες μόνο κινηματογραφικές προβολές. Πολλά και ενδιαφέροντα μαθαίνει κανείς και από τα κείμενα που συνοδεύουν την έκδοση και τα υπογράφουν η κόρη του Σταύρου Τσιώλη, Κατερίνα, ο δημοσιογράφος Αντώνης Καρπετόπουλος, αλλά και οι Γιάννης Ζουγανέλης και Αργύρης Μπακιρτζής. Ειδικά στο κείμενο της Κατερίνας Τσιώλη διαβάζουμε ότι το μπέρδεμα της λίμνης με τη θάλασσα, που ουσιαστικά πυροδοτεί την ιστορία, είχε συμβεί το 1991 στον Σταύρο Τσιώλη και στον Χρήστο Βακαλόπουλο. Εκείνους τους είχε βοηθήσει ένας τσιγγάνος, με ένα Ντάτσουν φορτωμένο μπανάνες. «Καλά πηγαίνετε», τους είχε πει. «Στην Ασπροβάλτα θα βρείτε τη θάλασσα δεξιά σας, αυτή είναι η λίμνη Βόλβη».
