Τεχνικολόρ παράδεισος

Ο Κώστας Μπέζος δεν πήγε ποτέ στη Χονολουλού, ταξίδευε όμως εκεί με τα τραγούδια του

6' 33" χρόνος ανάγνωσης

«Πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση: σκιτσογράφος, ποιητής, συνθέτης, κιθαριστής, τραγουδιστής, ηθοποιός, επιθεωρησιογράφος, πεζογράφος. Και σ’ όλ’ αυτά είχε λεπτό γούστο και πνεύμα και στα περισσότερα αναγνωρισμένο τάλαντο. Ως κιθαριστής ήτανε μαέστρος κι ως τραγουδιστής περίφημος για τη λεπτή του τέχνη και το αληθινό αίσθημα».

Αυτά ήταν μόνο λίγα από τα πολλά ένθερμα λόγια που έγραψε ο Κώστας Βάρναλης στον επικήδειο που δημοσίευσε η εφημερίδα «Πρωία» στις 16/1/1943, για τον φίλο και συνάδελφό του Κώστα Μπέζο, ο οποίος είχε πεθάνει δύο ημέρες νωρίτερα, από φυματίωση.

Ο Κώστας Μπέζος ήταν όλα αυτά – και μερικά ακόμη. Εζησε μόνον 38 χρόνια, αλλά πρόλαβε να ρουφήξει το μεδούλι της ζωής, κάνοντας τα πάντα με το δικό του μοναδικό τρόπο, σε μια εποχή που οι ιδιορρυθμίες δεν γίνονταν εύκολα αποδεκτές. Για χρόνια, η ζωή και το έργο του είχαν ξεχαστεί παντελώς και ελάχιστες αναφορές γίνονταν στο όνομά του. Από όλα τα μέρη του κόσμου, η αναδρομική αναγνώριση ξεκίνησε από το Ορεγκον των ΗΠΑ το 2015: Μια μικρή δισκογραφική εταιρεία, η Olvido Records, επιμελήθηκε μια συλλογή με τίτλο «The Jail’s A Fine School» (Η φυλακή είναι καλό σχολείο), που περιείχε δώδεκα ρεμπέτικα τραγούδια ενός καλλιτέχνη με το όνομα Α. Κωστής, ηχογραφημένα τη διετία 1930-1931. Η ανταπόκριση υπήρξε παραπάνω από ικανοποιητική και δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε μία ακόμη πιο επιτυχημένη συλλογή, αυτή τη φορά «χρεωμένη» στο σχήμα Kostas Bezos And The White Birds.

Χαβάγιες και ρεμπέτικα

Ο A. Κωστής και ο Κώστας Μπέζος ήταν το ίδιο πρόσωπο, παρόλο που ο ήχος του δεύτερου δίσκου ελάχιστα κοινά είχε με το ρεμπέτικο. Μαζί με τα Ασπρα Πουλιά ο Μπέζος έπαιζε «χαβάγιες», ένα μουσικό ιδίωμα που όχι μόνον ξεχάστηκε αμέσως μετά τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, αλλά κανονικά δεν θα έπρεπε να είχε υπάρξει ποτέ.

Τα προπολεμικά ρεμπέτικα του άλμπουμ «The Jail’s A Fine School» (Olvido Records, 2015) και η συλλογή «Kostas Bezos And The White Birds» (2017) έφεραν ξανά στο φως έναν σπουδαίο καλλιτέχνη.

Σκεφτείτε το: η ακουστική μουσική της Χαβάης, από τα τέλη του 19ου αιώνα, που είχε στο μεταξύ κατακτήσει την Αμερική, με αυτές τις περίεργες κιθάρες που οι μουσικοί ακουμπούσαν ξαπλωτά στα γόνατά τους και έπαιζαν με δαχτυλίδια στο ένα χέρι και μια ατσάλινη ράβδο στο άλλο, στίχοι που δεν έβγαζαν πάντοτε νόημα, αναφορές σε έναν παράδεισο που κανείς Ελληνας δεν είχε επισκεφθεί, διανθισμένη με στοιχεία φοξ τροτ, σερενάτας, ταγκό, επτανησιακής καντάδας και στοιχεία χιουμοριστικού βαριετέ με μια μικρή δόση ρεμπέτικου… από πού και ώς πού έφτασε να γίνει τόσο δημοφιλής μεσοπολεμικά, με αποτέλεσμα να ξεπηδούν σχήματα σε διάφορες πόλεις της χώρας και, τα καλύτερα εξ αυτών, να περιοδεύουν εντός και εκτός Ελλάδος; Και όμως αυτό ακριβώς συνέβη τότε, και μπορεί ο Μπέζος να μην ήταν ο καλύτερος μουσικός του είδους, το σχήμα των Ασπρων Πουλιών όμως ήταν το πιο συνεπές και επαγγελματικό από όλα.

Πολύπλευρο ταλέντο

Ο Μπέζος εργάστηκε αρχικά ως θεατρικός σκηνογράφος, αλλά το χάρισμά του στο σχέδιο (είχε ολοκληρώσει έναν κύκλο σπουδών στη Σχολή Καλών Τεχνών) τον οδήγησε βιοποριστικά στα σκίτσα και στις γελοιογραφίες για λογαριασμό γνωστών εφημερίδων της εποχής, ενώ σε αρκετές εξ αυτών, της «Καθημερινής» συμπεριλαμβανομένης, έγραψε και χρονογραφήματα.

Τεχνικολόρ παράδεισος-1
Ο Κώστας Μπέζος με την τραγουδίστρια Λουντιάνα στην Πάτρα, τον Οκτώβριο του 1934 και κάτω, το εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Κούρτη.

Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, εντούτοις, σπανίως έβρισκε ενδιαφέρον σε αυτές τις εργασίες και ακόμη σπανιότερα αφοσιωνόταν σε αυτές. Αντιθέτως, αυτά που τον γοήτευαν περισσότερο ήταν η νυχτερινή ζωή («Τρεις το πρωί. Βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, μαθημένος χρόνια ολάκερα στο ξενύχτι, έτσι, χωρίς κανένα λόγο, έτσι για να ξενυχτήσω… Κοιτάζω το ρολόι έτσι επιπόλαια, γιατί ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε η ώρα. Οποτε νυστάζω, πάω και κοιμάμαι») και τα ταξίδια – γι’ αυτό και αποζητούσε να περιοδεύει με την κιθάρα του και να παίζει σε όποιο κέντρο, στην επαρχία ή εκτός Ελλάδος, ήταν πρόθυμο να τον φιλοξενήσει: είτε μόνος του, είτε με τα Ασπρα Πουλιά, είτε με άλλα σχήματα, ο Μπέζος γύρισε όλη τη χώρα αλλά έφτασε και μέχρι την Αίγυπτο, τη Βηρυτό, την Κωνσταντινούπολη, την Κροατία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Κύπρο.

Ο Μπέζος εργάστηκε αρχικά ως σκηνογράφος, έκανε και γελοιογραφίες σε εφημερίδες, έγραψε χρονογραφήματα και επιθεωρήσεις, εντούτοις, τον γοήτευαν περισσότερο η νυχτερινή ζωή και τα ταξίδια.

Φυσικά δεν πήγε ποτέ στη Χονολουλού, στην Κούβα ή στην Παραγουάη – αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να τραγουδά γι’ αυτά τα μέρη και μάλιστα πειστικά, μεταφέροντας τον ακροατή σε εξωτικούς παραδείσους που ουσιαστικά δεν υπήρχαν, αλλά αρκούσε ένα τρίλεπτο τραγούδι για να σε κάνει να πιστέψεις ότι σε ονειρεμένες παραλίες που το φεγγάρι δεν χανόταν ποτέ από τον ουρανό, οι άνδρες απλώς κρατάνε τα γιουκαλίλι τους και οι γυναίκες περιφέρονται ημίγυμνες φορώντας γιρλάντες από λουλούδια.

Αττίκ, Πολυμέρης, Παπαϊωάννου και Ζοζεφίν Μπέικερ

Για μία ολόκληρη δεκαετία, ο κοινωνιολόγος Δημήτρης Κούρτης, έχοντας ξεκινήσει την έρευνά του για λογαριασμό της Olvido Records, βάλθηκε να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Μπέζου. Ηρθε σε επαφή με συγγενείς του εν ζωή (ο τραγουδιστής Θάνος Καλλίρης είναι μακρινός ανιψιός του), μάζεψε φωτογραφίες, εντόπισε κείμενα, συνέλεξε στοιχεία που του επέτρεπαν ασφαλή συμπεράσματα και παρουσιάζει το αποτέλεσμα αυτών των κόπων στο υπέροχο βιβλίο «Πάμε στη Χονολουλού: Κώστας Μπέζος 1905-1943» (εκδόσεις Αίολος).

Τεχνικολόρ παράδεισος-2Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας μάς βάζει στο πλαίσιο της εποχής, εξηγεί τα πάντα για τη χαβανέζικη μουσική και το ιδίωμα «χαβάγιες», και καταγράφει όλη τη γνωστή βιογραφία του Μπέζου.

Στο δεύτερο, παραθέτει όλα τα προαναφερθέντα κείμενα από τις εφημερίδες: oδοιπορικά, χιουμοριστικές περιγραφές, ανατριχιαστικές εμπειρίες, μια υπέροχη ανάλυση του φαινομένου «Καραγκιόζης» και πολλά ακόμη, απλά και όμορφα γραμμένα, που μας γυρίζουν σχεδόν 100 χρόνια πίσω, στην εποχή που όλα ήταν ασπρόμαυρα για εμάς που τα φανταζόμαστε, αλλά πολύχρωμα για εκείνους που τα έζησαν. Και ο Μπέζος, αν μη τι άλλο, έζησε κάθε λεπτό: «Μ’ ένα σκοπό ξεκίνησα από την Αθήνα εδώ και τρία χρόνια, να μάθω την Ελλάδα απ’ όλες τις πλευρές της. Κι όποιος έχει αντίρρηση πως η Ελλάδα είναι σκάρτη, έχει γελαστεί… Η Ελλάς ένα ταμπλό ζωγράφισε με αδρές και θετικές κραγιονιές στο μυαλό μου: βουνίσιο μεγαλείο και πλέρια πρασινάδα τυλιγμένα στο διάφανο και παστρικό ατλάζι του ελληνικού ουρανού. Αυτό είναι το πρώτο δώρο που δίνει το περιφρονημένο κράτος μας σ’ εκείνον που θα μοιράσει τη ζωή του μαζί του. Είμαι ευχαριστημένος αληθινά γιατί κατορθώνω να χαρεί η ψυχή μου τα δώρα της πατρίδας μου…».

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, διαβάζουμε κείμενα που έγραψαν τρίτοι για τον Μπέζο. Ανάμεσα σε όλα αυτά, δεκάδες φωτογραφίες, αφίσες της εποχής, αποκόμματα εφημερίδων, σκίτσα του ιδίου και η πλήρης δισκογραφική παραγωγή του, με δεκάδες δίσκους 78 στροφών.

Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο γνώρισε ανταπόκριση από το κοινό αυτό το καλοκαίρι – όλοι έχουν κάτι που θα τους αγγίξει εδώ μέσα: οι νεότεροι εκτιμούν την μποέμ μορφή του Μπέζου που δεν ακολούθησε την πεπατημένη, υπήρξε σπάταλος, πιθανότατα χρήστης απαγορευμένων ουσιών και θιασώτης της νύχτας. Οι μανιώδεις με τη μουσική θα διαβάσουν εδώ τη σύνδεση του Μπέζου με τον Αττίκ, τη Δανάη Στρατηγοπούλου, τη Ζοζεφίν Μπέικερ, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μανώλη Χιώτη, τον Φώτη Πολυμέρη κ.ά. Oσοι αρέσκονται σε ταξίδια στο αθηναϊκό παρελθόν, θα διαβάσουν για τα μαγαζιά που κάθε βράδυ φιλοξενούσαν τη μεσαία και ανώτερη τάξη της πόλης, για εξωτικές χορεύτριες, για τον υπνωτιστή Δόκτορα Μόρσυ, για ξεχασμένες τραγουδίστριες με ονόματα όπως Λουντιάνα, Κούλα Γκιουζέπε, Δώρα Βος, Κόκα Δεσαλέρμο, Eμπυ Αλμπάρ. Εκείνοι που προτιμούν τα πιο παράδοξα, θα διαβάσουν για τη συναυλία του Μπέζου σε μια έπαυλη… γυμνιστών στο Παλαιό Φάληρο και τις αναμνήσεις του από φυλακές, οίκους ανοχής και κακόφημα επαρχιακά καμπαρέ. Και αν κάποιος αδιαφορεί για όλα αυτά, τον περιμένει μια μοναδική ιστορία, στην οποία εντάσσονται όλα τα παραπάνω. Του ανθρώπου που, όπως έγραψε στον επικήδειό της η «Βραδυνή», υπήρξε «ένας ρομαντικός και ταυτόχρονα ένας σατιρικός, ένας νοσταλγός και μαζί ένας μοντέρνος. Αισθηματίας αδιόρθωτος, μποέμ γραφικός, ακούραστος, γλεντοκόπος, ερωτόληπτος, κυριαρχημένος από τις εμπνεύσεις της στιγμής, λάτρης παθολογικός του ωραίου».

*Το βιβλίο «Πάμε στη Χονολουλού, Κώστας Μπέζος 1905-1943» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος και συνοδεύεται από cd με 24 δυσεύρετες ηχογραφήσεις του Κώστα Μπέζου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT