Προ ημερών, στο σούπερ μάρκετ, αναζητούσα μπατονέτες για τα αυτιά. Ρωτώντας την υπάλληλο «συγγνώμη, πού βρίσκω τις μπατονέτες;», έλαβα την απάντηση: «Εκεί, στο βάθος. Μην αγχώνεστε». Αναρωτήθηκα προς στιγμήν αν στο πρόσωπό μου ήταν αποτυπωμένα κάποια ίχνη άγχους για… τις μπατονέτες. Πηγαίνοντας να πληρώσω, είπα στην ταμία ότι μάλλον δεν θα χρειαστώ πλαστική σακούλα, προσθέτοντας ότι ελπίζω να χωρέσουν τα ψώνια στην πάνινη τσάντα ώμου που συνήθως έχω μαζί μου. «Θα τα χωρέσουμε. Μην αγχώνεστε», ήταν η απάντηση που έλαβα. «Βρε καημός, μπας και αγχωθώ!», σκέφτηκα. Με αυτήν την ευκαιρία, θυμήθηκα πόσο συχνά ακούμε πλέον τη χαζοχαρούμενη φράση «μην αγχώνεστε». Πάει με όλα, «κολλάει» παντού και, επιπλέον, δείχνει και… μέριμνα για την ψυχική υγεία του άλλου.
Λίγες μέρες αργότερα πήγα σινεμά. Μπαίνοντας, με συνόδευσε η φωνή της κοπέλας που έκοβε τα εισιτήρια: «Καλή προβολή». Λες και επρόκειτο να χειρίζομαι εγώ τη μηχανή προβολής ή λες και ήταν αμφίβολο αν η προβολή θα κυλούσε ομαλά, χωρίς, ας πούμε, η ταινία να κόβεται κάθε τόσο. Επειτα, θυμήθηκα πως, και πάλι μπαίνοντας σε σινεμά, με είχε συνοδεύσει η ευχή «Καλή θέαση». Εξίσου σαχλό και άσχετο με το «Καλή προβολή» και αυτό. Ωστόσο, όπως και να το κάνεις, έχει κάτι το πιο λόγιο, το πιο φιλοσοφικό θα τολμούσα να πω («η θέαση του κόσμου», το γερμανικό Weltanschauung κ.λπ.). Ασε πια εκείνο το πανταχού παρόν και πάσης χρήσεως «Καλή απόλαυση», είτε στον κινηματογράφο πηγαίνεις, είτε να τσιμπήσεις κάτι ετοιμάζεσαι, είτε δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο πρόκειται να κάνεις. Γενικότερη μόδα, θα έλεγα, αυτή η κατάχρηση ευχών με πρώτο συνθετικό το επίθετο καλός/ή/ό. Κατανοώ ίσως παραδοσιακές φράσεις-ευχές, όπως «καλημέρα», «καλησπέρα», «καλόν ύπνο», «καλή διαμονή» κ.λπ. Με όλα αυτά τα «καλή απόλαυση», «καλή προβολή», «καλή συνέχεια» κ.ο.κ., ωστόσο, δεν αποκλείεται στο εγγύς μέλλον, όταν είναι εμφανές ότι πηγαίνει κάποιος στην τουαλέτα, να τον συνοδεύει η ευχή «καλή ανακούφιση».
Με όλα αυτά τα «καλή απόλαυση», «καλή προβολή» κ.ο.κ., δεν αποκλείεται στο μέλλον, όταν πηγαίνει κάποιος στην τουαλέτα, να τον συνοδεύει η ευχή «καλή ανακούφιση».
Βιώματα
Στο ίδιο κλίμα θα απέδιδα και μιαν άλλη γλωσσική συνήθεια των τελευταίων ετών: την πλήρη υποκατάσταση του ρήματος ζω (έζησα, θα ζήσω κ.λπ.) από το βιώνω (βίωσα, θα βιώσει κ.λπ.), χαρακτηριστικό δείγμα εξεζητημένης ψευδολογιοσύνης, με τηλεοπτική εν πολλοίς προέλευση. Δίνουν και παίρνουν, λοιπόν, το βίωσα, το βίωμα, το βιωματικός κ.ο.κ. («οι παίκτες του Παναθηναϊκού βιώνουν δύσκολες καταστάσεις», «πού να σου λέω τι έχω βιώσει τον τελευταίο καιρό!» κ.ο.κ.). Εκείνο το καημένο το ζουν, έχω ζήσει κ.λπ. γιατί, άραγε, έχει περιέλθει σε τέτοια ανυποληψία;
Πάω τώρα σε μιαν άλλη κατηγορία γλωσσικών σχολίων και επισημάνσεων, ας πούμε πιο ψαγμένων, πιο απαιτητικών.
Συχνά ακούω την έκφραση «διά ζώσης» σαν το αντίθετο του «τηλεφωνικά». Ωστόσο, το διά ζώσης [λανθάνει η λέξη «φωνής»] προέρχεται από την ιταλική ‒και κατ’ επέκταση διεθνή‒ έκφραση viva voce (λατινικά: viva vox). Επομένως, κυριολεκτικά, σημαίνει ακούγοντας τη φωνή του άλλου, είτε έχοντάς τον απέναντί σου είτε με άλλον τρόπο. Παλαιότερα, το «διά ζώσης» χρησιμοποιούνταν συχνά σε αντιδιαστολή προς τη γραπτή επικοινωνία (επιστολή, σημείωμα, ραβασάκι, τηλεγράφημα, σήμερα και ιμέιλ). Και για να το κάνω ακόμη πιο λιανά, η επικοινωνία με την κόρη μου θα είναι «διά ζώσης» όχι μόνο αν συναντηθούμε, αλλά και αν απλώς τηλεφωνηθούμε. Αντιθέτως, η επικοινωνία μας δεν είναι διά ζώσης, όταν μου στέλνει μήνυμα στο κινητό μου (sms) ή ιμέιλ στην ηλεκτρονική μου διεύθυνση. Επίσης, αν και εκ πρώτης όψεως το αντίθετο του διά ζώσης είναι το εξ αποστάσεως (εξ αποστάσεως διδασκαλία κ.λπ.), τα μαθήματα που γίνονται διαδικτυακά είναι βέβαια εξ αποστάσεως, χωρίς ωστόσο αυτό να αποκλείει να είναι και διά ζώσης, στο μέτρο που υπάρχει προφορική επικοινωνία μεταξύ διδάσκοντος και φοιτητή, στο μέτρο που συνομιλούν μέσω της κάμερας του υπολογιστή. Μοιάζει λίγο περίπλοκο, ενδεχομένως και κάπως τυπολατρικό, αλλά αυτή είναι η γλωσσική πραγματικότητα.
Η πλήρης υποκατάσταση του ρήματος ζω από το βιώνω είναι χαρακτηριστικό δείγμα εξεζητημένης ψευδολογιοσύνης, με τηλεοπτική εν πολλοίς προέλευση.
Γνωριμίες
Θα τελειώσω με κάτι επίσης λίγο «σχολαστικό». Ακούω και διαβάζω: «Ο Κώστας και η Μαίρη γνωρίστηκαν στις διακοπές τους και ερωτεύτηκαν». Να ‘ναι καλά τα παιδιά και να χαίρονται τον έρωτά τους! Τυπικά πάντως, από αυστηρά γλωσσική σκοπιά, η φράση δεν λέει αυτό που «κοινώς», «λαϊκά», λέγεται «τα έφτιαξαν», «έγιναν ζευγάρι», ή κάτι αντίστοιχο. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε ο Κώστας και η Μαίρη να γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους και να ερωτεύτηκαν, αλλά ο Κώστας να ερωτεύτηκε τη… Φανή ενώ η Μαίρη να ερωτεύτηκε τον… Γρηγόρη. Εν ολίγοις, κάτι λείπει από τη φράση, αυτό το «μεταξύ τους», αυτό που δηλώνει, ας πούμε, η αγγλική έκφραση «they fell for each other». Προειδοποίησα ότι πρόκειται για γλωσσικό σχολαστικισμό και επομένως αμαρτίαν ουκ έχω. Δεν παριστάνω τον αφελή. Διαβάζοντας τη φράση «ο Κώστας και η Μαίρη γνωρίστηκαν στις διακοπές τους και ερωτεύτηκαν», υποθέτω βάσιμα κι εγώ, όπως όλοι μας, ότι «τα έφτιαξαν», «ζευγάρωσαν», «είναι μαζί» κ.ο.κ. Είπαμε, όμως: θέμα του κειμένου είναι η γλώσσα, με τις μόδες της και με τα τερτίπια της. Οχι οι έρωτες του Κώστα και της Μαίρης.

