HUA HSU
Μείνε αληθινός. Ενα χρονικό ενηλικίωσης
εκδ. Οκτώ μτφρ.: Μιχάλης Μακρόπολος, σελ. 255
«Η πρώτη γενιά σκέφτεται την επιβίωση. Αυτές που ακολουθούν λένε τις ιστορίες», γράφει ο Χουά Σου αναφερόμενος στους γονείς του, οι οποίοι έφθασαν στις ΗΠΑ από την Ταϊβάν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σου ξεκινάει με στιγμιότυπα από τις οικογενειακές μετακομίσεις ανά τις ΗΠΑ στην αναζήτηση καλύτερου εργασιακού περιβάλλοντος. Η μανία του πατέρα του να συλλέγει δίσκους οδήγησε και τον Χουά να τον ακολουθεί στις ιεροτελεστικές εξορμήσεις του στα δισκάδικα και σταδιακά να αποκτήσει το δικό του μουσικό γούστο. Με επίκεντρο την αγάπη του για τη μουσική, διαμορφώνει την προσωπικότητά του. Φτιάχνει ένα φανζίν γιατί πίστευε ότι έτσι θα έπαιρνε δωρεάν cd, αλλά στην πραγματικότητα το έκανε «για να βρει ομοϊδεάτες». Ταυτόχρονα, διενεργεί υποδόρια και μια «γονεοκτονία» μέσω της γλώσσας, ίδιον κάθε μετανάστη δεύτερης γενιάς: «Θα αποκτούσαμε μια δεξιότητα που θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε εναντίον τους. Το να κατέχουμε τη γλώσσα έμοιαζε να είναι ο μόνος τρόπος να τους ξεπεράσουμε». Ολοκληρώνοντας τη μαθητική του ζωή ήταν πλέον ένα «αμερικανάκι» που «βαριόταν και αναζητούσε τους ανθρώπους του», τους οποίους θα επιχειρούσε να βρει στο κολέγιο.
Η εγκατάστασή του στο Μπέρκλεϊ, το ιστορικό πανεπιστήμιο της δυτικής ακτής, μετέφερε τον Χουά σε έναν «κόσμο αφθονίας», με δισκάδικα, βιβλιοπωλεία και μαγαζιά με βίντατζ ρούχα. Κυρίως όμως του έδωσε τη βεβαιότητα ότι θα συναντούσε εκεί τους ομοίους του, εκείνους που ντύνονταν όπως αυτός, άκουγαν την ίδια μουσική και είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα. Ομως, ο καλύτερος φίλος του, ο Κεν, ήταν τελείως διαφορετικός. Του άρεσαν συγκροτήματα που ήταν στη μόδα, ντυνόταν με την καθωσπρέπει «στολή» της εποχής και ήταν δημοφιλές μέλος μιας αδελφότητας. «Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Κεν τον αντιπάθησα», εξομολογείται.
Ο Χουά Σου κάνει μια βουτιά στην ανεξάρτητη σκηνή των ’90s, σημαντική τομή στην ποπ κουλτούρα, που παραμένει υποφωτισμένη.
Παρ’ όλα αυτά, οι δύο νέοι χτίζουν έναν ισχυρό δεσμό, υιοθετούν τις δικές τους συνήθειες και με τον καιρό αποκτούν μια βαθιά συνενοχή. Με επίκεντρο τη φιλία τους, δημιουργείται μια στενή, αξιοζήλευτη παρέα. Ξενυχτούν σε φοιτητικά πάρτι, οδηγούν για ώρες στους αχανείς αμερικανικούς δρόμους ακούγοντας μουσική –κυρίως τις επιλογές του Χουά– και βλέπουν πειραματικές ταινίες στη φοιτητική λέσχη. Μέσα από την ιστορία της παρέας, ο Σου κάνει μια βουτιά στην ανεξάρτητη σκηνή των ’90s, σημαντική τομή στην ποπ κουλτούρα, η οποία παραμένει υποφωτισμένη.
Τη στιγμή που τα ανέμελα χρόνια του κολεγίου φτάνουν στο τέλος τους, και ενώ σχεδιάζουν τα επόμενα βήματά τους, συμβαίνει το γεγονός που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους. Το βράδυ που ο Κεν γιορτάζει τη μετακόμισή του σε νέο σπίτι, ο Χουά φεύγει νωρίς για να πάει σε ένα ρέιβ πάρτι. Υπόσχεται ότι θα επιστρέψει αλλά δεν τα καταφέρνει. Στο τέλος της βραδιάς, τρία άτομα ληστεύουν τον Κεν, την ώρα που κατεβάζει τα σκουπίδια, και τον δολοφονούν.
Το πένθος
Παράλληλα με τη διαχείριση του πένθους ο Χουά έχει να αντιμετωπίσει και τις τύψεις του. Γράφει συνεχώς – φτιάχνει ένα περίγραμμα επικήδειου, σημειώνει στιγμές που δεν θέλει να ξεχάσει και απευθύνει σκέψεις στον φίλο του που δεν πρόλαβε να τις μοιραστεί μαζί του. Ο Σου, ακόμα και στην περιγραφή του πένθους και των δύσκολων στιγμών, κρατάει τον ανάλαφρο χαρακτήρα της αφήγησης. Το βιβλίο γίνεται βαθιά συναισθηματικό, αλλά όχι μελό.
Εκμεταλλευόμενος το δωρεάν εξάμηνο ψυχοθεραπείας που προσφέρεται στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, ο Χουά αφηγείται τα γεγονότα σε μια ειδικό. Στην τελευταία τους συνεδρία την ευχαριστεί γιατί βάζοντάς τον να εξιστορήσει τη ζωή του σε ένα άχρωμο δωμάτιο τον έκανε να αισθάνεται «ολότελα γελοίος». Ηξερε τι είχε ανάγκη. «Μια μέρα θα γράψω για όλα αυτά», της είπε. Και το έκανε.
«Μείνε αληθινός», ήταν η φράση που έλεγαν με τον Κεν όταν αποχωριζόταν ο ένας τον άλλον.

