Μέρες και δράσεις δύο ιστορικών πολιτιστικών φορέων, της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» και της «Διαγωνίου» στη Θεσσαλονίκη, σε μια εποχή που έβραζε καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά και πνευματικά, αναβιώνουν στο Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ. Γείτονες τα δύο σωματεία για ένα διάστημα στην οδό Στρατηγού Καλλάρη τη δεκαετία του 1970, συναντιούνται ξανά μέσω των συλλογών τους, στην εορταστική έκθεση «Τέχνη – Διαγώνιος – και το μουσείο που δεν έγινε» για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΑΠΘ και τα 25χρονα λειτουργίας του Τελλόγλειου.
Δύο χρώματα, κόκκινο και μπλε, στους τοίχους διαχωρίζουν τις διαδρομές του καθενός και ταυτόχρονα ενώνουν την εικαστική και πνευματική κληρονομιά που άφησαν οι δύο φορείς (στο ΑΠΘ ο Χριστιανόπουλος, στο Τελλόγλειο η «Τέχνη») και συλλέκτες ενισχύοντας με δωρεές τους τις μόνιμες συλλογές του πανεπιστημιακού μουσείου. Εμβληματικές μορφές που κυριάρχησαν μεταπολεμικά στην καλλιτεχνική και πνευματική ζωή δεσπόζουν στις φωτογραφίες. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τους συνεργάτες του (Κάρολο Τσίζεκ, Στέλιο Μαυρομάτη, Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Περικλή Σφυρίδη, Σάκη Παπαδημητρίου κ.ά.) στη «Διαγώνιο» και, από την «κόκκινη», πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και δραστήρια μέλη της «Τέχνης» (Λίνος Πολίτης, Χρύσανθος Χρήστου, Μωρίς Σαλτιέλ, Μανόλης Ανδρόνικος, Δημήτρης Φατούρος, Παύλος Ζάννας κ.ά.).
Στο πλούσιο εικαστικό απόθεμα διασταυρώνονται ρεύματα, ιδέες, τάσεις και το κοινό όραμα: «το μουσείο» που, όμως, δεν έγινε ποτέ.
Στο πλούσιο εικαστικό απόθεμα (ζωγραφικά χαρακτικά, φωτογραφίες) δημιουργών που παρουσίασαν το έργο τους στην «Τέχνη» και τη «Διαγώνιο», διασταυρώνονται ρεύματα, ιδέες, τάσεις, τα σημεία συνάντησής τους και το κοινό όραμα: «το μουσείο» που, όμως, δεν έγινε ποτέ. «Η “Τέχνη” το ονόμαζε Πινακοθήκη, η “Διαγώνιος”, Μουσείο Καλλιτεχνών Βορείου Ελλάδος», αναφέρει στην «Κ» η διευθύντρια του Τελλόγλειου Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά. «Δεν ήταν δύο αντίθετες ή συγκρουόμενες ομάδες αλλά καινοτόμες και παραγωγικές με κοινό υπόβαθρο την πνευματική καλλιέργεια, την παιδεία, την καλλιτεχνική προσφορά, τον “αγώνα για την ποιότητα και το μεράκι για την ομορφιά”, έλεγε ο Χριστιανόπουλος».


Η «Τέχνη» ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 από μια ομάδα πανεπιστημιακών οι οποίοι εργάστηκαν ανιδιοτελώς και με εξωστρέφεια, και άπλωσε τις δράσεις της σε πολλά πεδία διεκδικώντας και συμβάλλοντας στην ίδρυση θεσμών (Κρατική Ορχήστρα, Κρατικό Θέατρο, Πινακοθήκη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου, Σχολή Καλών Τεχνών). Στην 70χρονη (1950-2020) λειτουργία της διοργάνωσε δεκάδες εικαστικές εκθέσεις με έμφαση στην ελληνική πρωτοπορία, στα διεθνή ρεύματα, στους Θεσσαλονικείς και Κύπριους καλλιτέχνες. Περισσότερα από 400 έργα συγκέντρωσε με σκοπό την ίδρυση μουσείου, τα οποία παραχωρήθηκαν τελικά ως δωρεά στο Τελλόγλειο το 2017. Η μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» (1974-1993), πιο εσωστρεφής, επικεντρώθηκε κυρίως στην παραστατική τέχνη, σε Θεσσαλονικιούς καλλιτέχνες –οι περισσότεροι αυτοδίδακτοι– γιατί, όπως έλεγε ο Χριστιανόπουλος, «οι ντόπιοι, ιδίως οι νέοι, έχουν περισσότερη ανάγκη, ενώ οι Αθηναίοι τα έχουν όλα δικά τους».
Οι συνοδοιπόροι
Δεν έχει γραφτεί ακόμα η ιστορία για την «Τέχνη» και για τη «Διαγώνιο», επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης Μιγκέλ Φερνάντεζ Μπελμόντε. Υπάρχουν όμως τεκμήρια, πολλαπλές μαρτυρίες, επιρροές, αναμνήσεις και αφηγήσεις. Μία από αυτές είναι του γιατρού και συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη, δεξί χέρι του Χριστιανόπουλου και τεχνοκριτικού των εκθέσεων, ο οποίος δώρισε στο Τελλόγλειο μέρος της συλλογής του με 93 έργα από την περίοδο της «Διαγωνίου» που μετράει 400 εκθέσεις. Εχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά στα 91 του θυμάται πολλές λεπτομέρειες. «Ο Ντίνος μάς είχε εμφυσήσει την ιδέα ότι αυτό που κάνουμε στη λογοτεχνία και στην τέχνη είναι ιεραποστολή», λέει στην «Κ». «Η “Διαγώνιος” χωρίς διαφήμιση για να διασφαλίζει ανεξαρτησία και αισθητική, κατόρθωσε να γίνει φυτώριο που εμπλούτιζε συνεχώς το καλλιτεχνικό δυναμικό της πόλης». Το περιοδικό –κυκλοφορούσε από το ’58 παράλληλα με τις εκδόσεις (που αριθμούν 300 βιβλία)– δεν ήταν μόνο λογοτεχνικό αλλά και καλλιτεχνικό, επισημαίνει. «Στις σελίδες του, τις οποίες πλήρωναν οι συνεργάτες, φιλοξενούσε ήδη παρουσιάσεις καλλιτεχνών, μερικές κυκλοφόρησαν σε ανάτυπα και στη “Σειρά Τέχνης”. Ο Ντίνος, πιστεύοντας ότι “δεν μπορείς να κατανοήσεις το έργο ενός καλλιτέχνη αν δεν κάνεις αυτοψία”, ίδρυσε στον ίδιο χώρο τη Μικρή Πινακοθήκη. Θεωρούσε την “Τέχνη” ελιτίστικο σωματείο, όμως καλλιτέχνες και λογοτέχνες συγχρωτίζονταν και στα δύο ρεύματα». Σήμερα, νοσταλγεί τις ατέλειωτες συζητήσεις ακόμα και τους καβγάδες. «Ο Ντίνος ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, είχε τις δικές του αρχές, επιδίωκε την ποιότητα και την υψηλή αισθητική».
Η «Διαγώνιος» από την αρχή ως το τέλος, διευκρινίζει, παρέμεινε σταθερή στους στόχους της: προβολή νέων κυρίως Θεσσαλονικέων ή Βορειοελλαδιτών, με ομαδικές ως επί το πλείστον εκθέσεις ώστε «να αποφεύγεται ο ναρκισσισμός που υποκρύπτουν συνήθως οι ατομικές παρουσίες. Κάθε δύο εβδομάδες πηγαίναμε στα ατελιέ ή στα σπίτια των καλλιτεχνών για να επιλέξουμε τα καλύτερα έργα τους. Αν αφήναμε την επιλογή στους καλλιτέχνες θα μας έδιναν έργα που ήθελαν να ξεφορτωθούν. Τις εκθέσεις συνόδευαν λιτοί κατάλογοι “τα μικρά και ταπεινά”, όπως έλεγε ο Ντίνος, με τους τίτλους των έργων και τις τιμές. Η προσπάθεια δεν απέβλεπε σε εμπορικό κέρδος. Αντίθετα τα έσοδα από τα μικρά ποσοστά πωλήσεων (30%) των έργων κάλυπταν τις δράσεις. Κατά καιρούς διοργάνωνε και μπαζάρ για να καλύπτει έξοδα των εκδόσεων. Ετσι εκποιήθηκε σταδιακά η μικρή ατομική συλλογή του Χριστιανόπουλου».
«”Τέχνη” και “Διαγώνιος” μαζί με το “Ζήτα Μι” του Παύλου Ζάννα ήταν μια τριπλέτα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Παράλληλοι οι δρόμοι τους αλλά με διασταυρώσεις συνέβαλαν στην εμφάνιση πολλών νέων δημιουργών», αναφέρει ο πιανίστας-συνθέτης και συγγραφέας Σάκης Παπαδημητρίου, σταθερός συνεργάτης τόσο του Χριστιανόπουλου όσο και της «Τέχνης» όπου ίδρυσε τη Λέσχη Τζαζ. «Στη “Διαγώνιο” έκανα κριτική για δοκίμια, ακόμα και για έργα του Μαρωνίτη με το θάρρος και το θράσος της νιότης μου. Ο Ντίνος παρά την αγάπη του για το ρεμπέτικο, νωρίς, αρχές του ’60 είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για την τζαζ. Αγαπούσαμε και οι δυο τον Λάνγκστον Χιουζ, τον ξέραμε ως ποιητή – μια ξεχωριστή φωνή στην εποχή των φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική. Ετσι μου έδωσε χώρο στο περιοδικό για μόνιμες συνεργασίες με κείμενα και μεταφράσεις για τη μουσική – πρωτοποριακή κίνηση σε μια εποχή που δεν κυκλοφορούσε ούτε ένα βιβλίο για την τζαζ».
Eνα βιβλίο του («Τούρκικες παροιμίες») πρόλαβε να εκδώσει στη «Διαγώνιο» ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης. Υπήρξε όμως σταθερός θαμώνας της μικρής Πινακοθήκης, «τόπο ζύμωσης ιδεών, ρευμάτων, ανταλλαγής απόψεων και φιλοξενίας καλλιτεχνών και λογοτεχνών». Εκεί πρωτογνώρισε τον Χριστιανόπουλο ως φοιτητής και «η συναναστροφή μου μαζί του εξελίχθηκε σε σχέση μαθητείας και φιλίας. Η “Τέχνη” ήταν συνασπισμός σπουδαίων προσωπικοτήτων που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν έναν οργανισμό πολιτιστικής υποστήριξης της πόλης. Ο Χριστιανόπουλος πάλευε μόνος του με μια μεγάλη γκάμα της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής δημιουργίας. Ηταν όμως η ψυχή της “Διαγωνίου”, μια περσόνα με πειθώ και κύρος και, παρά τις στραβοξυλιές του, σε “υποχρέωνε” να τον προσέξεις. Πολλοί περνούσαν από εκεί, αρκετοί για να του δείξουν τα γραπτά τους ή έργα, κι εκείνος, ανοιχτός, μολονότι δεν έκανε πάντα κολακευτική κριτική, απαντούσε σε όλους. Το περιοδικό πρωτοποριακό, μοντέρνο, φιλοξενούσε εξαιρετικά κείμενα που επέλεγε με το αυστηρό του κριτήριο, ενώ με τις σχολαστικές του διορθώσεις διασφάλιζε την ακεραιότητά τους. “Τέχνη” και “Διαγώνιος” έχοντας ανθρώπους με πείρα και κέφι δούλευαν με μια ευαισθησία για την κοινωνία και μια ευρεία αντίληψη για τον κόσμο και, παρά τις κόντρες τους, αλληλοσυμπληρώνονταν, αφήνοντας πίσω τους σπουδαίο έργο».

