Δευτέρα 26/9/2005. Λίγο πριν από τις δέκα το βράδυ, πατήσαμε το «4» στο τηλεκοντρόλ μας και στη μικρή οθόνη εμφανίστηκαν πέντε ετερόκλητοι άνθρωποι, τρεις γυναίκες και δύο άνδρες, οι οποίοι ήταν δεμένοι χειροπόδαρα στις σιδηροδρομικές γραμμές, φωνάζοντας «βοήθεια», μήπως και τους γλιτώσει κάποιος στο παρά πέντε από το τρένο που ερχόταν καταπάνω τους. Για εκατομμύρια τηλεθεατές, το βράδυ της Δευτέρας ήταν το εβδομαδιαίο ραντεβού με την τηλεοπτική παρέα της σειράς «Στο παρά πέντε» του Γιώργου Καπουτζίδη, η οποία έμελλε να γράψει ιστορία στην ελληνική τηλεόραση στις δύο σεζόν που προβλήθηκε (2005-2007) και να αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ελληνική ποπ κουλτούρα, το οποίο, είκοσι χρόνια μετά την προβολή της, δεν λέει να ξεθωριάσει.
Υψηλές πτήσεις
Η Ντάλια (Σμαράγδα Καρύδη), η Ζουμπουλία (Ελισάβετ Κωνσταντινίδου), ο Φώτης (Αργύρης Αγγέλου), η Αγγέλα (Αγγελική Λάμπρη) και ο Σπύρος (Γιώργος Καπουτζίδης) βρέθηκαν τη λάθος ώρα στο λάθος μέρος και έγιναν μάρτυρες της δολοφονίας ενός πρώην υπουργού μέσα σε ένα ασανσέρ. Στα 49 επεισόδια της σειράς, οι πέντε ήρωες και το σύμπαν των οικείων προσώπων που τους πλαισίωναν, με τη βοήθεια της Αμαλίας (Ζέτα Μακρυπούλια), μιας αγγελικής μορφής που εμφανιζόταν σαν από μηχανής θεός στις δύσκολες καταστάσεις, θα προσπαθούσαν να διαλευκάνουν τόσο αυτή την υπόθεση όσο και την αντίστοιχη μιας γυναικοκτονίας που συνέβη στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’70, με τους διώκτες τους να παραμονεύουν σε κάθε βήμα.

Πέρα όμως από το μυστήριο και τη δράση, η ατακαδόρικη ρέντα, η οποία εναλλασσόταν με δραματικές σκηνές και το πάντρεμα ρεαλισμού – σουρεαλισμού σε χαρακτήρες και καταστάσεις ήταν βασικά συστατικά της επιτυχίας του «Παρά πέντε», το οποίο σημείωνε υψηλές πτήσεις στους πίνακες τηλεθέασης. Ενδεικτικά, από τα εορταστικά επεισόδια της πρώτης σεζόν μέχρι το τελευταίο επεισόδιο στις 18 Ιουνίου του 2007, οι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από το 42,9%. Μάλιστα, το τελευταίο επεισόδιο σημείωσε τηλεθέαση 66%, ποσοστό που συναντάμε κυρίως σε βραδιές τελικών Eurobasket και τα Σάββατα της Eurovision.
Είκοσι χρόνια μετά, οι επαναλήψεις του «Παρά πέντε» μπορεί να καλύπτουν τα κενά στο πρόγραμμα του Mega και να μη σημειώνουν τα ίδια νούμερα με την περίοδο προβολής, αλλά καταφέρνουν να ξεπερνούν σε τηλεθέαση τα νέα τηλεοπτικά προϊόντα των υπόλοιπων σταθμών. Για τη γενιά Ζ, όμως, η οποία έχει γυρίσει προ πολλού την πλάτη της στην τηλεόραση, η επιτυχία δεν προσμετράται με τα νούμερα τηλεθέασης, αλλά με την επίδραση που έχει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην καθημερινότητα.

Με ένα απλό σκρολάρισμα στο TikTok, εμφανίζονται βίντεο από τη συναυλία της Aννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο, τα οποία συνοδεύονται από την ερώτηση «Η Βίσση πόσο είναι;», παρμένη από το σύμπαν της σειράς. Στο τελευταίο live της, η δημοφιλής στη γενιά Ζ youtuber και τραγουδίστρια Χρυσηίδα Γκαγκούτη ερμηνεύει το «Φιλί Φιλί με λυτρώνεις», ένα τσιφτετέλι που ακούσαμε για πρώτη φορά στη σειρά από τη Ζέτα Μακρυπούλια με το χαρακτηριστικό «νι» και «λι» που συνόδευε τον ρόλο της. Το τραγούδι γράφτηκε αποκλειστικά για τη σειρά και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε καμία πλατφόρμα αναπαραγωγής, προκαλώντας παροξυσμό στα σχόλια. Βέβαια, μία από τις διαχρονικές τάσεις στο TikTok είναι ο συνδυασμός στιγμιοτύπων από την καθημερινή ζωή και την επικαιρότητα με πλήθος από ατάκες που ακούγονται στη σειρά, λες και μια ολόκληρη γενιά (και όχι μόνο) σκέφτεται μόνο με «Παρά πέντε».
Στο τελευταίο live της, η δημοφιλής στη γενιά Ζ youtuber και τραγουδίστρια Χρυσηίδα Γκαγκούτη ερμηνεύει το «Φιλί φιλί με λυτρώνεις», που ακούσαμε στη σειρά από τη Ζέτα Μακρυπούλια με το χαρακτηριστικό «νι» και «λι».
Ο εμπνευστής του λογαριασμού «Σκέφτεσαι μόνο με Παρά Πέντε» στο TikTok ξεκίνησε τον Ιούλιο να δημιουργεί περιεχόμενο βάσει της σειράς. «Ως φανατικός της σειράς, βλέπω πράγματα και σχολιάζω αυθόρμητα μέσα από τα επεισόδια. Η σειρά είναι τόσο διαχρονική που μπορεί κάποιος να τη δει για πρώτη φορά και να αντιληφθεί αμέσως το αστείο κομμάτι της. Νομίζω ότι και αυτός είναι ένας από τους λόγους που η σειρά δένει με τα πάντα. Ο τρόπος που ενώνονται τα γεγονότα της πλοκής με τις ατάκες και το πώς παρουσιάζονται είναι λόγοι που αυτή η σειρά αγαπιέται από όλους», αναφέρει ο νεαρός διαχειριστής του λογαριασμού, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ιντερνετική ανωνυμία του.
«Το γεγονός της εβδομάδας»

Η διατροφολόγος Αναστασία Τσιοτίκα φοιτούσε στη Γ΄ Δημοτικού όταν πρωτοπροβλήθηκε η σειρά, με το «Παρά πέντε» να σημαδεύει την παιδική της ηλικία. Τότε ήταν οκτώ ετών. «Hταν το γεγονός της εβδομάδας. Κάθε Δευτέρα περιμέναμε πώς και πώς να δούμε το επεισόδιο, ώστε την Τρίτη το πρωί, στο προαύλιο, να συζητήσουμε τις εξελίξεις με τους φίλους και τις δασκάλες μας και να μοιραστούμε όσες ατάκες θυμόμασταν από κάθε επεισόδιο. Η σειρά ήταν το σημείο επαφής που είχαμε με όλες τις γενιές. Κάποια στιγμή κάναμε και αυτοσχέδια σκετσάκια με αυτές. Oλα αυτά μας έκαναν να δενόμαστε και σαν παρέα, όπως αυτή που βλέπαμε στην οθόνη και μας κρατούσε συντροφιά», θυμάται. Την ώρα που συνομιλούμε, ενσωματώνει πολλές από τις ατάκες στην κουβέντα, γεγονός που μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Τη ρωτάω αν αυτό συμβαίνει και με άλλες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης, κυρίως με αυτές των τελευταίων χρόνων. «Δεν νομίζω ότι δένεται κανείς με μια σειρά όπως παλιά, κυρίως λόγω της πίεσης της καθημερινότητας. Επιστρέφω στο “Παρά πέντε” όταν είμαι πιεσμένη και θέλω να νιώσω ότι κάποιοι τηλεοπτικοί ήρωες μου κρατούν συντροφιά και με κάνουν να νιώθω ασφάλεια και οικειότητα».
Η καθηγήτρια Αγγλικών Αθηνά Βρεττού ανήκει σε διαφορετική γενιά, ωστόσο το «Παρά πέντε» παραμένει από τις σειρές που έχουν χαραχτεί στη μνήμη της. «Είχε αγνό χιούμορ, εύληπτο, κατανοητό απ’ όλες τις ηλικίες. Μπορούσε να γελάσει ο οποιοσδήποτε, από τα άτομα της τρίτης ηλικίας μέχρι και τα παιδιά. Δεν ήταν μια σειρά με βωμολοχίες και πολλά υπονοούμενα, αλλά περισσότερο με βαθιά νοήματα. Δηλαδή, ακόμα και το “κόβεται το σεξ;” της Θεοπούλας (Eφη Παπαθεοδώρου) είχε μια αγαθότητα μέσα του, επειδή έβγαινε από το στόμα μιας ηλικιωμένης. Γενικά, ο τρόπος που η σειρά προσέγγισε την τρίτη ηλικία με τις δύο γιαγιάδες έδωσε μια άλλη διάσταση στη σχέση που έχουμε με τους γονείς μας και τους παππούδες μας», επισημαίνει.
Ισχύς εν τη ενώσει

Σε συνεντεύξεις του εκείνη την εποχή, ο Γιώργος Καπουτζίδης ανέφερε πως στόχος του ήταν να δημιουργήσει μια σειρά που θα ενώσει όλους τους ανθρώπους γύρω από μια τηλεόραση. Τα συστατικά του «Παρά πέντε» δημιούργησαν ένα τέλειο μείγμα για να ωθήσει αυτό το ετερόκλητο κοινό να δίνει ραντεβού κάθε Δευτέρα βράδυ και να συντονιστεί στην προσπάθεια των ηρώων για την απόδοση δικαιοσύνης μέσα από την κωμωδία. Κι όπως οι χαρακτήρες έβρισκαν τρόπους να ενώσουν τις δυνάμεις τους, έτσι και οι θεατές αναγνώριζαν τον εαυτό τους σε αυτή τη σύμπραξη, μοιραζόμενοι την ίδια ανάγκη για δικαιοσύνη και ελπίδα μέσα από το γέλιο. «Ετερόκλητοι οι ήρωες, ετερόκλητο και το κοινό. Με αυτόν τον τρόπο, η δυνατότητα σύνδεσης του κοινού με τη σειρά απλώνεται, ενώ το χαρακτηριστικό τού “ισχύς εν τη ενώσει” σε ένα σύστημα που είναι πολύ ανώτερό τους δίνει την υπόσχεση ότι μαζί είμαστε δυνατοί μέσα από μια ελαφράδα. Ο τόνος και το είδος της κωμωδίας επιτρέπει την ανάταση και υπενθυμίζει ότι μέσα από το δέσιμο των ηρώων υπάρχει μια ελπίδα για την αλλαγή», σχολιάζει η Ιωάννα Βώβου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία έχει θίξει ακαδημαϊκά την περίπτωση του «Παρά πέντε».
«Είχε αγνό χιούμορ, κατανοητό απ’ όλες τις ηλικίες, από τα άτομα της τρίτης ηλικίας μέχρι και τα παιδιά. Δεν ήταν μια σειρά με βωμολοχίες και υπονοούμενα. Ακόμα και το “κόβεται το σεξ;” της Θεοπούλας είχε μια αγαθότητα μέσα του».
Είκοσι χρόνια μετά, ο τυφώνας «Παρά πέντε» όχι μόνο δεν έχει κοπάσει, αλλά παραμένει ακόμα δυνατός μέσα από τις συζητήσεις, τα αστεία και όλες τις αναφορές που μπαίνουν αυθόρμητα στην καθημερινότητα. Μπορεί να πέρασαν δύο δεκαετίες από την πρεμιέρα της σειράς, αλλά δεν πάλιωσε ούτε στο ελάχιστο, γεφυρώνοντας γενιές και γενιές και αφήνοντας πίσω της κάτι πολύ σπάνιο: την αίσθηση ότι, έστω και για λίγο, όλοι μπορούμε να βρεθούμε με τους φίλους μας γύρω από την ίδια οθόνη, να γελάσουμε με ατάκες και ιστορίες, όπως έκαναν οι πέντε ήρωες, κάτω από το δέντρο, σε εκείνο το χριστουγεννιάτικο επεισόδιο της 2ης σεζόν, και να τις κλείνουμε όπως η Ντάλια: «Εγώ βάζω δέκα. Μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν πολύ συγκινητικό».

