ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ (επιμ.)
Η Μακεδονία στο ελληνικό Κοινοβούλιο, 1897-1989
εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, σελ. 270
Μολονότι η ελληνική ιστοριογραφία έχει παρουσιάσει εκατοντάδες τίτλους για διάφορες πτυχές του Μακεδονικού, εντούτοις διάφορες όψεις του ζητήματος παραμένουν ακόμη και σήμερα υπό πραγμάτευση. Ενα τέτοιο κενό, που αφορά τον δημόσιο λόγο για το Μακεδονικό, έρχεται να συμπληρώσει η πρόσφατη έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα υπό τον τίτλο «Η Μακεδονία στο ελληνικό Κοινοβούλιο, 1897-1989». Πρόκειται για την «απόδοση ενός οφειλόμενου χρέους» στην επιστημονική έρευνα για τη Μακεδονία, όπως σημειώνει στον πρόλογο ο πρόεδρος της Βουλής Νικήτας Κακλαμάνης.
Η συγγραφή των οκτώ επιμέρους κεφαλαίων της έκδοσης ανατέθηκε σε επιστήμονες της παλαιότερης αλλά και της νεότερης γενιάς. Την επιστημονική επιμέλεια του τόμου ανέλαβαν οι καθηγητές του ΑΠΘ Βασίλης Γούναρης και Ιωάννης Στεφανίδης. Η μελέτη αφορά μια χρονική περίοδο σχεδόν ενός αιώνα κατά την οποία ο μακεδονικός χώρος αντιμετώπισε διαφορετικές προκλήσεις. Οσο η Μακεδονία ήταν αλύτρωτη, η πραγμάτευση του Μακεδονικού στο ελληνικό Κοινοβούλιο «πολύ σπάνια απολάμβανε κάποιας αυτοτέλειας», λόγω κυρίως της κυριαρχίας του Κρητικού Ζητήματος.
Η ενσωμάτωση της «πενόμενης και προσφυγικής» Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος αποδείχθηκε ένα εξίσου δύσκολο εγχείρημα από την απελευθέρωσή της. Το ζήτημα ενεπλάκη στους κομματικούς ανταγωνισμούς και οι κοινοβουλευτικές αντεγκλήσεις διακρίθηκαν για την έντασή τους. Η οξύτητα του ύφους συνεχίστηκε και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με τους εκπροσώπους του έθνους να πλειοδοτούν υπέρ των προσφύγων ή των γηγενών. Οι τοποθετήσεις των βουλευτών μετέφεραν στο Κοινοβούλιο την εκρηκτική κατάσταση και το τοξικό κλίμα που επικρατούσε μεταξύ γηγενών και προσφύγων, αλλά και Χριστιανών και Ισραηλιτών. Η καταστροφή του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Μπάφρας Σερρών από γηγενείς, το 1924, και το πογκρόμ του Κάμπελ της Θεσσαλονίκης, το 1931, συμβολίζουν αυτές ακριβώς τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν στη μεσοπολεμική Μακεδονία.
Εάν ο Μεσοπόλεμος σημαδεύθηκε από τη σφοδρή αντιπαράθεση βενιζελικών και αντιβενιζελικών, η δεκαετία του 1940 ανέδειξε ένα νέο δίπολο: τη σύγκρουση εθνικοφρόνων και κομμουνιστών. Με ορατό τον κίνδυνο της απόσχισης τμήματος της ελληνικής επικράτειας, ήταν εύλογο να κυριαρχήσει το ζήτημα της εσωτερικής τάξης και της ασφάλειας. Στην εύκολη κατηγορία περί «προδοσίας» που άρθρωνε η εθνικοφροσύνη, ο λόγος του ΚΚΕ άρχισε σταδιακά να προσαρμόζεται, και από τον «ταξικό» και «μειονοτικό» λόγο που κυριαρχούσε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η μεταπολεμική ΕΔΑ άρχισε να αρθρώνει έναν αμυντικό μεν, «εθνικό» δε κοινοβουλευτικό λόγο.
Από την άλλη πλευρά, η Μακεδονία διεκδίκησε το δικό της μερίδιο στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Η οικονομική ανάπτυξη συνδέθηκε με το ζήτημα της ασφάλειας και του «από Βορρά κινδύνου», αλλά και την εξάλειψη της «ζώνης πενίας» στα βόρεια σύνορα της χώρας. Οπως στη μεταπολεμική περίοδο για τη Μακεδονία, έτσι και στη μεταδικτατορική για τη Θεσσαλονίκη, στον κοινοβουλευτικό λόγο δεν υπήρξε «ένα κεντρικό πολιτικό σχέδιο» για την πόλη, με αποτέλεσμα να επανέλθουν –αν είχαν ποτέ αποσυρθεί– στον δημόσιο λόγο οι αιτιάσεις για εγκατάλειψή της από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στον κοινοβουλευτικό λόγο καλλιεργείτο διαχρονικά μια στερεοτυπική εικόνα, την οποία ο Βασίλης Γούναρης συνοψίζει ως ακολούθως: η Μακεδονία εθεωρείτο ως «μία επαρχία με ιστορική βαρύτητα, γεωπολιτική και οικονομική δυναμική, αλλά υπό διαρκή απειλή, έσωθεν και έξωθεν, λόγω ιδιαιτεροτήτων της, αιωνίως παραμελημένη από το εθνικό κέντρο». Διαπιστώνουν ότι οι Μακεδόνες θεωρούσαν πως από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα η Μακεδονία δεν είχε ενταχθεί στις προτεραιότητες του «αθηνοκεντρικού κράτους». Ως εκ τούτου ανέπτυξαν μια ρητορική –ο Γούναρης τη θεωρεί ιδεολογία– του «αναξιοπαθούντος θύματος που “επαιτεί” βοήθεια». Αυτή η «αθεράπευτη αίσθηση αδικίας», που ανιχνεύεται από τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν το υπόστρωμα για τη διαμόρφωση ενός δικτύου πατρωνίας, με τους εκάστοτε ταγούς του μακεδονικού χώρου να μετατρέπονται σε πολιτικούς μεσάζοντες ανάμεσα στους κατοίκους της Μακεδονίας και του «κράτους των Αθηνών». Από την άλλη πλευρά, το εθνικό κέντρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον υφέρποντα ανταγωνισμό και τη δυσαρέσκεια μεταξύ Παλαιάς Ελλάδας και Νέων Χωρών, προώθησε διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια για την οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας και τη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε «πρωτεύουσα των Βαλκανίων». Η προοπτική αυτή άνοιξε έναν νέο διάλογο για το μέλλον της Θεσσαλονίκης, αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
Η «αθεράπευτη αίσθηση αδικίας», που ανιχνεύεται από τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν το υπόστρωμα για τη διαμόρφωση ενός δικτύου πατρωνίας.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Κατσάνος είναι διδάκτωρ Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ.

