Τι κάνει ένας δημοσιογράφος του εγχώριου πολιτιστικού, όταν μαθαίνει ότι θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα, ο οποίος εμφανίζεται στα προγνωστικά για το Νομπέλ Λογοτεχνίας και σύμφωνα με τον Χάρολντ Μπλουμ ανήκει στον μεταπολεμικό αμερικανικό κανόνα, μαζί με τους Ροθ, Ντε Λίλο και Μακάρθι; Αιτείται συνέντευξη και ξεκινάει να ετοιμάζει ερωτήσεις, είναι μια εύκολη απάντηση. Αν βέβαια μιλάμε για τον Τόμας Πίντσον, του οποίου το μυθιστόρημα «Shadow Ticket» θα κυκλοφορήσει το 2026 από τις εκδόσεις Gutenberg (σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή), οι ερωτήσεις μπορούν να περιμένουν. Στο άκουσμα του αιτήματος για συνέντευξη μαζί του, η υπεύθυνη επικοινωνίας του οίκου Gutenberg μπορεί και να γελάσει με κατανόηση ή κρυφή ελπίδα. «Recluse», δηλαδή «ακοινώνητος» ή «ερημίτης», είναι άλλωστε η λέξη που χρησιμοποιούν για τον Πίντσον τα media. «Πιστεύω ότι “recluse”», είχε πει κάποτε ο ίδιος προσπαθώντας να αποφύγει μια πολιορκία του CNN, «είναι μια κωδική ονομασία που δημιούργησαν οι δημοσιογράφοι και σημαίνει “δεν του αρέσει να μιλάει στους ρεπόρτερ”».
Θα μπορούσε βέβαια να εμφανιστεί στην τελετή απονομής του Εθνικού Βραβείου Βιβλίου των ΗΠΑ το 1974, το οποίο δόθηκε στο τεραστίου εύρους «Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας» (εκδ. Χατζηνικολή), το κατά πολλούς magnum opus του, που κέρδισε το βραβείο εξ ημισείας με το «A crown of feathers» του Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ. Τελικά, αντί για τον Πίντσον, στη σκηνή είχε ανέβει ο επίσης χειμαρρώδης στην τέχνη του κωμικός, Ερβιν Κόρεϊ, τον οποίο πολλοί θα εκλάμβαναν σαν τον συγγραφέα, καθώς μέχρι τότε (αλλά και μέχρι σήμερα), οι φωτογραφίες του Πίντσον ήταν δύο, τρεις το πολύ. Το 1977, το SoHo Weekly News θα δημοσίευε τη θεωρία ότι ο Πίντσον είναι στην πραγματικότητα ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, με τον πρώτο να απαντάει γραπτώς στην εφημερίδα: «Κάποια στοιχεία είναι αληθινά, κανένα όμως από τα ενδιαφέροντα. Οχι και άσχημα. Συνεχίστε την προσπάθεια». Και κάπως έτσι, τα επιβεβαιωμένα στοιχεία για τη ζωή του θα περιορίζονταν σε πληροφορίες όπως ότι γεννήθηκε στο Λονγκ Αϊλαντ, «πήδηξε» δύο τάξεις στο σχολείο λόγω της ευφυΐας του, σπούδασε στο Κορνέλ, υπηρέτησε στο αμερικανικό ναυτικό, εργάστηκε στην Boeing, είχε «θέμα» με τα πεταχτά δόντια του, παντρεύτηκε την ατζέντισσά του κ.λπ.
Ακούστηκαν και άλλα για τον αναχωρητισμό του. Οπως ότι στο ντεμπούτο του, με τίτλο «V.», ο χαρακτήρας που καλύπτει τα παράθυρα του σπιτιού του με μαύρα σεντόνια για να γράψει απερίσπαστος, είναι ο ίδιος ο Πίντσον. Το 2004 ακούστηκε και η βραχνή φωνή του, όταν έκανε ένα καμέο, σαν καρτούν φυσικά, στη σειρά Simpsons, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, η φήμη ότι εμφανίζεται στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του «Εμφυτο Ελάττωμα» (εκδ. Καστανιώτης), από τον Πολ Τόμας Αντερσον, προκάλεσε διαδικτυακή φρενίτιδα. Πρόσφατα, ο Αντερσον βάσισε και την ταινία του «Μια μάχη μετά την άλλη» σε μυθιστόρημα του Αμερικανού (στο «Vineland», που θα κυκλοφορήσει από τον Gutenberg αρχές του 2026, σε νέα μετάφραση, επίσης του Γιώργου Κυριαζή), ωστόσο δεν ακούστηκε –ακόμα;– ότι ο 88χρονος Πίντσον κρύβεται και σε αυτό το φιλμ. Τα «εγκυκλοπαιδικά» έργα του πάντως, με την ιδιοφυή πρόζα και το παράδοξο χιούμορ, αρκούν για όσους τον αγαπούν. Ισως μάλιστα του μοιάζουν, αν πιστέψουμε τον Σαλμάν Ρουσντί: «Ηταν πολύ πιντσονικός», είχε δηλώσει έπειτα από ένα δείπνο μαζί του. «Ηταν ο Πίντσον που ήθελα να είναι».

