Ο Φαγιούμ (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Βατούγιος) γεννήθηκε το 1980 στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών (τμήμα Θεάτρου, ΑΠΘ). Εργάστηκε στο ΚΘΒΕ και στο Ελληνικό Φεστιβάλ, δημιούργησε το ikariamag.gr και τις εκδόσεις «Ελεύθερες πτήσεις», ενώ από το 2006 εργάζεται στη διαφήμιση και τη στρατηγική επικοινωνίας. Οι «Μικρές επικράτειες» είναι το πρώτο του προσωπικό βιβλίο, από τις εκδόσεις Ανω Τελεία.
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Αυτή την εποχή; «Το μόνο ζώο» της Σιδέρη, τον τρίτο τόμο από τις «Μέρες» του Σεφέρη και την «Αλγοριθμική τέχνη των αποφάσεων» των Christian & Griffiths. Ολο αυτό βέβαια έχει μια τυχαιότητα. Συνήθως εκεί θα βρεις κάτι του Παπαδημητρακόπουλου ή του Ξανθούλη, μαζί με κάποιο δοκίμιο για την τεχνολογία, την επιστήμη ή την ιστορία.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Το πιο πρόσφατο και ενδιαφέρον είναι διαβάζοντας τους λόγους του Παμούκ στο «Babamin Bavulu» («Η βαλίτσα του πατέρα μου»), όλη αυτή η μαρτυρική όσο και απελευθερωτική –πάντα συστηματική– σχέση του με τη συγγραφή και πώς συνδέεται με την προσωπική σχέση με τον πατέρα του. Γενικά πάντως, νομίζω ότι όλα τα καλά –για μένα– βιβλία μουρμουρίζουν στο αυτί μου: «Η ζωή είναι ωραία αλλά… δεν είναι αυτό που νομίζεις»!
Βρήκατε ποτέ τον μπελά σας επειδή διαβάσατε ένα βιβλίο;
Στην πρώιμη εφηβεία –και για καμιά δεκαετία– διάβαζα μόνο Καζαντζάκη αλλά, ευτυχώς, απεξαρτήθηκα.
Περιγράψτε την ιδανική αναγνωστική συνθήκη.
Θα έλεγα την αυλή μου στην Ικαρία αλλά μάλλον είναι εκείνες οι βραδιές που έχεις ξαπλώσει πολύ νωρίς, διαβάζεις, σε παίρνει ο ύπνος νωρίς και ξυπνάς χορτάτος μέσα στη νύχτα, πίνεις κρύο νερό και ξεκινάς ξανά το διάβασμα, αποκοιμιέσαι και πάλι κ.ο.κ.
Υπάρχουν κάποια είδη λογοτεχνίας που προτιμάτε και άλλα που αποφεύγετε;
Ομολογώ την αδυναμία μου στη (νεο)ελληνική λογοτεχνία αλλά φυσικά δεν αποφεύγω κανένα είδος. Η ανάγνωση είναι ένα πολύτιμο –να το πούμε;– αγαθό, κυρίως στις μέρες μας. Κάτι που σε θέλει ολόκληρο, παρόντα. Το είδος είναι απλώς η αφορμή.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σε ένα βιβλίο;
Η εκδοτική φροντίδα και η συγγραφική εντιμότητά του. Κανείς δεν είναι εξυπνότερος του αναγνώστη. Αυτά, όσο μεγαλώνω. Μαζί με τη λιτότητα, εκφραστική και όχι μόνο, όταν όμως συνδέεται με τη ζωντάνια. Τι να πει κανείς για τον κόσμο του Κουμανταρέα; Εκεί να δεις μπελά που βρίσκει όποιος, έχοντας τέτοια υπόψη, θέλει να δοκιμάσει να καταγράψει μέρος του δικού του κόσμου, το 2025. Ή, από την άλλη, πώς να σε αφήσει ασυγκίνητο το πυρετώδες σύμπαν του Λαμπατούτ. Φωτιά!
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο βιβλίο που θα θέλατε να γίνει ταινία;
Oχι, ευχαριστώ. Τα προτιμώ στη φαντασία μου.
Τι ιστορίες κρύβουν οι διπλανές πόρτες των διηγημάτων στις «Μικρές επικράτειες»;
Κρύβουν μια κανονικότητα… να μη σου τύχει! Ενας ναυτικός στα σκαλοπάτια του, ένας αθλητικός παράγοντας στο μπαλκόνι του, μια φάλαινα στην κρεβατοκάμαρά της, μια ορμόνη σταφυλιού στο εξοχικό της. Ανθρωποι που κάτι βιώνουν ή που δεν τους συμβαίνει απολύτως τίποτα και την παλεύουν όπως μπορούν. Ή όπως νομίζουν.
Πώς προέκυψε η ανάγκη να γράψετε ένα βιβλίο για συνοικίες και τους αφανείς κατοίκους τους;
Hταν μια περίοδος που –για προσωπικούς λόγους– προσπαθούσα να καταλάβω το εξής: Πώς μπορεί κάποιος, ενώ ο τοίχος του διαμερίσματός του έρχεται καταπάνω του, να προσπαθεί όχι να τον αποφύγει (γιατί δεν είναι εφικτό πάντα αυτό) αλλά τουλάχιστον κάπως να επικρατήσει στη ζωή του. Και την άλλη μέρα, άντε ξανά το ίδιο. Ολη αυτή η προσέγγιση, βέβαια, στη λογοτεχνική της διάσταση. Τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Τώρα, γιατί όλο αυτό συνέβη μέσα στις συνοικίες; Εδώ ζω, με τους εδώ συζώ. Κοίταξα λοιπόν στο απέναντι μπαλκόνι και ξεκίνησα από τον γείτονά μου, τον Σίσυφο.

