Eργα νεανικά, που δηλώνουν ασυνείδητη τόλμη, ορμή, ρίσκο και πειραματισμό· έργα που συχνά δεν είχαν σκοπό να διαρκέσουν, αλλά σήμερα αποκτούν νέα βαρύτητα. Στην τέχνη, τα πρωτόλεια αναφέρονται σε δημιουργίες καλλιτεχνών που προέκυψαν κυρίως κατά τη διάρκεια της νεότητάς τους και τα οποία ενδέχεται να είναι ατελή, αδοκίμαστα ή ακόμη και παραγνωρισμένα. Ωστόσο, έχουν μια ιδιαίτερη αξία: είναι εμποτισμένα με την ενέργεια της πρώτης καλλιτεχνικής αναζήτησης και τη δύναμη του ενστίκτου. Τα έργα αυτά λειτουργούν ως ζωντανά αρχεία των πρώτων προσπαθειών ενός καλλιτέχνη, και σηματοδοτούν την απαρχή της δημιουργικής πορείας του. Φανερώνουν εσωτερικές αναζητήσεις και θέτουν ερωτήματα που ενίοτε θα επανεμφανιστούν αργότερα, σε ώριμες στιγμές της πορείας του. Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο «Πρωτόλεια. Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο» εξετάζει την καλλιτεχνική πορεία έντεκα σημαντικών μορφών της νεοελληνικής τέχνης, ξεκινώντας χρονολογικά από τον Σπύρο Βασιλείου (1902, ή 1903-1985) και καταλήγοντας στη Χρύσα Ρωμανού (1931-2006). Χάρη στην έρευνα, την επιλογή έργων και συγγραφή του καταλόγου –μια θαυμάσια έκδοση– από διακεκριμένους ιστορικούς τέχνης και θεωρητικούς, τα πρώιμα έργα αναδεικνύονται σε τεκμήρια της δημιουργικής ταυτότητας του κάθε καλλιτέχνη. Με ανάλογο πνεύμα η «Κ» απευθύνθηκε σε τέσσερις από τους ιστορικούς τέχνης που συμμετέχουν στην έκθεση, για να επιλέξουν ένα άγνωστο πρωτόλειο του καλλιτέχνη που μελέτησαν και να μας αποκαλύψουν πρωτότυπες πλευρές της γραφής του.
Μια λεπτομέρεια που έγινε ταυτότητα
Εβίτα Αράπογλου
Συναρπαστικά ήταν, τελικά, τα «απλωμένα ρούχα» στην εξερεύνηση της σχέσης και της διαδρομής του πρωτόλειου στον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα· αυτά που πρωτοεμφανίζονται στα έργα του στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και που θα συνεχίζουν –πότε χορευτικά τεντωμένα πάνω σε σύρματα, πότε έντονα γεωμετρικά κρεμασμένα σε καφασωτά, άλλοτε κομψά και υπαινικτικά– να εμφανίζονται για πάνω από πενήντα χρόνια μέσα στις συνθέσεις του.
Στοιχείο ίσως αρχικά εμπνευσμένο από τις ταράτσες του υδραίικου αρχοντικού των παιδικών του χρόνων, γρήγορα θα μεταλλαχθεί και θα «απλωθεί» και στις αθηναϊκές ταράτσες. Ο Γκίκας, έχοντας επιστρέψει από το Παρίσι το 1935 και εγκατασταθεί στο κέντρο της Αθήνας, μετακομίζει το 1940 στην οδό Παλαιολόγου Μπενιζέλου στην Πλάκα, όπου θα μείνει για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια. Το έργο του «Πλατεία Μητροπόλεως» –πιθανότατα να απεικονίζει τη θέα από το σπίτι του– είναι χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, προδίδοντας παράλληλα το έντονο ενδιαφέρον του για τα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας. Αυτή η οικεία γειτονιά θα αποτυπώνεται στη ζωγραφική του μέσα από όψεις δρόμων, με έμφαση στις λεπτομέρειες των παραδοσιακών σπιτιών, στο τέλος του Μεσοπολέμου. Ετσι και στο έργο αυτό με τις σταθερές αρχιτεκτονικές γραμμές, περιεργάζεται κεραμοσκεπές και ακροκέραμα, μαντεμένια μπαλκόνια και κιγκλιδωτά, γύψινες κορνίζες και φουρούσια. Μέσα στη διαγώνια προοπτική των δρόμων που συναντώνται, μια σπάνια παρουσία στα έργα του ζωγράφου: οι διερχόμενοι περαστικοί.

Εδώ, τα πολύχρωμα απλωμένα ρούχα μόλις που διακρίνονται πάνω ψηλά στη μικρή αριστερή ταράτσα. Σαν μικρό ψηφιδωτό κολάζ, ζωγραφισμένο πάνω στο σταχτί ανάγλυφο του ακάλυπτου πλαϊνού κτιρίου, αντηχεί πρότερες παραλλαγές του μοτίβου· εκεί όπου οι αιωρούμενες επιφάνειες υπαινίσσονται ελαφριά κίνηση, ξεχωρίζοντας έτσι από τη φαινομενική στατικότητα της εικόνας. Το θέμα των απλωμένων ρούχων θα εξακολουθεί να μεταπλάθεται στις επόμενες δεκαετίες, είτε δομικά μέσα στις γεωμετρικές συνθέσεις του είτε πιο αφηρημένα στις ύστερες λυρικές, παραμένοντας πάντα μια γοητευτική δημιουργική σύνδεση μέσα στο συνολικό του έργο.
Από τον Παρθένη στη χαρακτική
Σπύρος Μοσχονάς
Ανάμεσα στους στόχους της έκθεσης «Πρωτόλεια» είναι να δοθεί στον επισκέπτη μια νέα οπτική για το έργο καταξιωμένων καλλιτεχνών, να φωτιστούν άγνωστες πτυχές του έργου τους, να γίνει κατανοητή η διαδρομή τους προς την ωριμότητα. Λίγοι, για παράδειγμα, γνωρίζουν ότι η χαράκτρια Βάσω Κατράκη αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ το 1940 με δίπλωμα ζωγραφικής. Και πως υπήρξε πρωτίστως μαθήτρια του Κωνσταντίνου Παρθένη, παρότι έμαθε κοντά στον Γιάννη Κεφαλληνό τη χαρακτική και την τέχνη του βιβλίου.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως ανάμεσα στα έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό βρίσκεται η ελαιογραφία «Γυναίκες στον ελαιώνα» (περ. 1941-42). Εικονίζονται μερικές χωρικές να εκτελούν καθημερινές εργασίες: το πλύσιμο των ρούχων, το γνέσιμο του μαλλιού, το άρμεγμα των ζώων. Ολες μαζί εικονογραφούν την καθημερινότητα του φύλου τους στην ελληνική αγροτοποιμενική κοινωνία. Εδώ εντοπίζεται ήδη ένα εμβληματικό μοτίβο της μετέπειτα χαρακτικής της: η μάνα που βιώνει τη φτώχεια και τις κακουχίες παλεύοντας να μεγαλώσει το σπλάχνο της.
«Λίγοι γνωρίζουν ότι αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ με δίπλωμα ζωγραφικής. Και πως υπήρξε μαθήτρια του Κωνσταντίνου Παρθένη, παρότι έμαθε κοντά στον Γιάννη Κεφαλληνό τη χαρακτική», σημειώνει ο Σπύρος Μοσχονάς για τη Βάσω Κατράκη.
Το έργο φιλοτεχνήθηκε μέσα στην Κατοχή, όταν η Βάσω (Λεονάρδου) έφυγε για το Αιτωλικό και κατόπιν για τη Νέα Αγχίαλο. Εκεί παντρεύτηκε τον γιατρό Γιώργο Κατράκη. Λίγο αργότερα, επέστρεψαν στην Αθήνα, η Βάσω (Κατράκη, πια) έγινε μέλος του ΕΑΜ Καλλιτεχνών και αφοσιώθηκε στη χαρακτική. «Δεν σκόπευα ποτέ να ακολουθήσω τη χαρακτική. Στα χρόνια της Σχολής σπούδαζα ζωγραφική. Παράλληλα παρακολουθούσα και μαθήματα χαρακτικής. Ηρθε η Κατοχή και βρέθηκα να χαράζω αφίσες, ένσημα, ένα σωρό πράγματα, μαζί με μια ομάδα χαρακτών. Δουλεύοντας μαζί τους, ξύπνησε η αγάπη μου για το μαυρόασπρο. Και, η Κατοχή μ’ έβγαλε χαράκτρια» (εφημ. «Εθνος», 12.8.1966).
Εδώ βλέπουμε, δηλαδή, έναν από τους τελευταίους πίνακές της, ένα μεταίχμιο στη δημιουργία της.
Ενταση και κίνηση σε σχήμα και χρώμα
Ε. Δ. Ματθιόπουλος
Οι μακέτες που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Μόραλης το 1937 για την αποκριάτικη γιορτή της Λέσχης Καλλιτεχνών «Ατελιέ» μας δείχνουν τις ικανότητές του στην εύρυθμη δισδιάστατη σύνθεση και τη γεωμετρική σχηματοποίηση των μορφών. Η επιλογή τού τότε μόλις 21 ετών καλλιτέχνη για αυτήν τη διακόσμηση πρέπει να θεωρηθεί ως τιμητική διάκριση αν λάβουμε υπόψη ότι για να πραγματοποιηθεί η γιορτή έδιναν κάθε χρόνο συνθέσεις τους αναγνωρισμένοι νεωτεριστές καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα οι Παρθένης, Γουναρόπουλος, Τόμπρος κ.ά.

Ο ζωγράφος, που είχε μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ και ετοιμαζόταν να φύγει με υποτροφία στη Ρώμη και στο Παρίσι, αντιμετώπισε την πρόκληση αυτής της διακόσμησης με τόλμη. Επέλεξε ως θέμα το «Τσίρκο» και τους πρωταγωνιστές του, αρσιβαρίστες, κλόουν, θηριοδαμαστές, άλογα, ελέφαντες κ.λπ. Η δυναμική κίνηση των δρώμενων, η φωταγωγία, η διασκεδαστική θεατρικότητα, η ατμόσφαιρα του θαυμαστού και του εκπληκτικού, η σωματική ζωντάνια και το σφρίγος των πρωταγωνιστών του τσίρκου, ανταποκρίνονταν στο κέφι που θα έπρεπε να αποπνέει η διακόσμηση του αποκριάτικου χορού.
Ο Μόραλης κατανόησε τις απαιτήσεις αυτής της ζωγραφικής: ρυθμός, ένταση, κίνηση, εξωτισμός, έπρεπε να μετουσιωθούν οπτικά σε σχήματα και χρώματα. Θεωρώ μάλλον βέβαιο ότι είχε υπόψη του τα μεγάλα διακοσμητικά έργα των αρχών της δεκαετίας του 1930-33 με θέμα τον χορό που ο Ματίς είχε συνθέσει με χρωματισμένα και ντεκουπαρισμένα χαρτιά. Θα τολμούσα επίσης την υπόθεση ότι ο Μόραλης, που εκείνα τα χρόνια ήταν «ολίγον αριστερός» όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε αργότερα, είχε ενδεχομένως υπόψη του κάποιες αφίσες που σχεδίαζαν επίσης με πλακάτα χρώματα σε λευκό φόντο οι πρωτοποριακοί Μαγιακόφσκι, Ρότσενκο, Μαλέβιτς, Λεμπέντεφ κ.ά. τα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
«Θεωρώ βέβαιο ότι είχε υπόψη του τα έργα με θέμα τον χορό που ο Ματίς είχε συνθέσει με χρωματισμένα και ντεκουπαρισμένα χαρτιά», γράφει ο Ε. Δ. Ματθιόπουλος για τον Γιάννη Μόραλη και την αφίσα για την αποκριάτικη γιορτή του «Ατελιέ».
Ανεξάρτητα από τις νεωτεριστικές εικονογραφικές του πηγές, η δημιουργική ζωγραφική λύση των έργων του Μόραλη για τον χορό της Λέσχης, του 1937 θα αναδυόταν εκ νέου πολύ αργότερα, από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα στις συνθέσεις του, όταν ο ρεαλιστής θα μεταστρεφόταν σταδιακά προς την abstraction géométrique.
Μορφές που κοιτούν εδώ και αλλού
Αννα Καφέτση
Tο έργο του 1936 «Εύζωνας και οικογένεια» είναι ένα άγνωστο πρωτόλειο του Γιάννη Τσαρούχη πρόσφατα δημοσιευμένο, που πιθανότατα δημιουργήθηκε μετά την επιστροφή του καλλιτέχνη από το Παρίσι την ίδια χρονιά και πέρασε σε ιδιωτική συλλογή στη δεκαετία του ’80. Στο πολυπρόσωπο οικογενειακό αυτό πορτρέτο διαφαίνονται ήδη και δοκιμάζονται βασικά χαρακτηριστικά της λεγόμενης «χρωματικής» ή «ανατολίτικης» τάσης κατά την πλέον ώριμη τριετία 1936-39 της πρώιμης περιόδου, όπου η ανδρική μορφή δεσπόζει μόνη στο κέντρο της τσαρουχικής εικονογραφίας. Το επίμονο εικαστικό πρόβλημα των πρωτολείων του καλλιτέχνη που αφορά τη σχέση της μορφής με το φόντο βρίσκει εδώ τη λύση του σε μια επιπεδόμορφη ζωγραφική δύο διαστάσεων μέσω του χρώματος. Το τονισμένο μαύρο περίγραμμα και οι στρογγυλεμένες φόρμες των σωμάτων και του ενδύματος, ή οι φωτοσκιάσεις των προσώπων με ελαφρές και πυκνές χρωματικές στρώσεις υποβάλλουν τον όγκο και την πληρότητα. Κυρίως όμως αποκαλύπτουν μια αφανή συνομιλία του νεαρού ζωγράφου με μοντέρνους ομοτέχνους του, κυρίως τον Ματίς, και ταυτόχρονα τη μόνιμη άσκηση στη χρωματική λιτότητα της πολυγνώτειας παλέτας (ώχρα, φούμο, χοντροκόκκινο κι άσπρο).

Η ανδρική/πατρική φιγούρα που προβάλλει σε ένα ουδέτερο γκρίζο φόντο καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του πίνακα, δίνει το μέτρο στην οργάνωση του σκηνικού χώρου και τη διάρθρωση των σχέσεων με τις άλλες μορφές. Εμφανής είναι η χρήση στερεότυπων φωτογραφικών συμβάσεων από τον ζωγράφο που αναδεικνύουν μέσα από το στήσιμο, τις τοπικές ενδυμασίες και την κοινωνική ταυτότητα των εικονιζόμενων προσώπων σχέσεις εγγύτητας και συγχρόνως ξενότητας. Ακίνητα, σε μετωπική στάση, όπως μπροστά στον φακό μιας φωτογραφικής μηχανής και με το βλέμμα προσηλωμένο στο κενό εκθέτουν ρόλους, ιεραρχίες, ομιλίες και σιωπές. Κοιτάζουν εδώ και αλλού. Η γυναικεία φιγούρα επιβάλλεται μικροσκοπική και μνημειακή ταυτόχρονα, κλεισμένη από τον ζωγράφο στον εικονογραφικό κύκλο της μητρότητας. Δίπλα της και μακριά της ο τρίτος κόσμος των μεγαλύτερων παιδιών.
*H έκθεση «Πρωτόλεια. Από την πρώιμη γραφή στο ώριμο έργο» έχει διοργανωθεί από κοινού από την Τράπεζα της Ελλάδος, το Ιδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και το Μουσείο Μπενάκη. Η επιμέλεια έγινε αντίστοιχα από τους: Χάρις Κανελλοπούλου, Ειρήνη Οράτη και Κωνσταντίνο Παπαχρίστου. Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138.
Διάρκεια: 2.10.2025 – 11.1.2026

