Πόσο γνωστός είναι στο ευρύ κοινό ο Φραντσέσκο Καβάλι; Ελάχιστα, αν όχι και καθόλου. Μονάχα στους φανατικούς της όπερας στα πρώτα της βήματα το όνομά του είναι οικείο. Γιος συνθέτη, που γεννήθηκε ως Τζοβάνι Μπατίστα Καλέτι-Μπρούνι στη Λομβαρδία το 1602, έγινε από πολύ νωρίς μέλος της περίφημης Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, την οποία διηύθυνε τότε ο μεγάλος Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1567-1643), ο οποίος λέγεται ότι υπήρξε δάσκαλος του νεαρού μουσικού. Ο Καβάλι εργάστηκε ως οργανίστας στην εκκλησία των Αγίων Ιωάννη και Παύλου, και στα τριάντα επτά του συνέθεσε την πρώτη του όπερα, η οποία ανέβηκε στο ιστορικό θέατρο Σαν Κασιάνο, το πρώτο δημόσιο θέατρο στην Ευρώπη. Τότε υιοθέτησε το όνομα «Φραντσέσκο Καβάλι» προς τιμήν του πρώτου του χορηγού.
Εκτοτε αφοσιώθηκε στη σύνθεση της όπερας· τα έργα του ανέβαιναν σε θέατρα του Μιλάνου, της Νάπολης, πιθανώς και της Αγγλίας. Η φήμη του επεκτάθηκε τόσο πολύ έξω από την Ιταλία που του ανατέθηκε η σύνθεση όπερας στο Παρίσι. Το στυλ του όμως, εξόχως ιταλικό, δεν «έπιασε» στη Γαλλία. Είναι πιθανό στο κοινό των γαλλικών παραστάσεων να ήταν ένας άλλος νεότερος συμπατριώτης του, ο οποίος πάντως έμελλε να πετύχει στη Γαλλία αυτό που δεν κατάφερε ο Καβάλι, στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ μάλιστα. Το όνομα αυτού Ζαν-Μπατίστ Λουλί.
Ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι λέγεται ότι υπήρξε δάσκαλος του νεαρού μουσικού που γεννήθηκε ως Τζοβάνι Μπατίστα Καλέτι-Μπρούνι και υιοθέτησε το «Καβάλι» προς τιμήν του πρώτου χορηγού του.
Από το 1639 έως το 1673, ο Καβάλι συνέθεσε 42 οπερατικά έργα· είκοσι επτά από αυτά έχουν διασωθεί στην ολότητά τους. Προς το τέλος της ζωής του, πήρε τη θέση που κατείχε επί τριάντα συναπτά έτη ο Μοντεβέρντι στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Πέθανε στη Βενετία το 1676.
Εργο για οκτώ φωνές
Ο Καβάλι συνέθεσε και θρησκευτική μουσική. Η δισκογραφική εταιρεία Dynamic εξέδωσε πολύ πρόσφατα μια «Λειτουργία Κοντσερτάντε» (Missa a 8 Vocci concertata con Istromenti da Musiche Sacre) που ο Καβάλι συνέθεσε στη Βενετία το 1656, για οκτώ μονωδούς, δύο τετραμελείς χορωδίες και ευρύ οργανικό σύνολο, κατά τα βενετσιάνικα πρότυπα που είχε εισαγάγει πριν και από τον Μοντεβέρντι ο Τζοβάνι Γκαμπριέλι (1557-1612). Η ηχογράφηση αυτή του συγκεκριμένου έργου έχει ιστορική σημασία, καθώς είναι η πρώτη που πραγματοποιείται εδώ και πολλές δεκαετίες και χαρακτηρίζεται από σχολαστική επιστημονική, μουσικολογική φροντίδα, αλλά και σπάνια καλλιτεχνική αρτιότητα.

Το συγκεκριμένο έργο έχει τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του: ο Γκαμπριέλι τοποθετούσε μέσα στην ιστορική εκκλησία του Αγίου Μάρκου από τη μία τα όργανα και από την άλλη τις φωνές, στις μεγάλες εσοχές που βρίσκονται αντικριστά, «απαντώντας» η μία πλευρά στην άλλη, προκαλώντας, μέσα στην ακουστική του ναού, μια ηχητική μοναδικότητα. Την παράδοση αυτή συνέχισαν και ο Μοντεβέρντι και ο Καβάλι και οι συντελεστές της ηχογράφησης προσπάθησαν να τη μεταφέρουν στο δισκογραφικό αυτό πρότζεκτ.
Ο Γκαμπριέλι τοποθετούσε στον ναό του Αγίου Μάρκου τα όργανα απέναντι από τις φωνές, προκαλώντας μια ηχητική μοναδικότητα. Την παράδοση αυτή συνέχισαν και οι Μοντεβέρντι, Καβάλι.
Το έργο συνδυάζει τη θρησκευτικότητα με τη «λαϊκότητα», ή την κοσμική πτυχή, ενός κοντσέρτου. Ο Καβάλι είχε κατακριθεί, ειδικά ως συνθέτης όπερας, ότι ενέδιδε σε ευκολίες χάριν της τέρψης του κοινού της εποχής του και συχνά τον συνέκριναν με τον Μοντεβέρντι, προκειμένου να αναδείξουν την κατωτερότητα του πρώτου. Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα θρησκευτικά τους έργα. Οι «Εσπερινοί» (1610) του Μοντεβέρντι, για παράδειγμα, είναι ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς, ωστόσο, όπως δείχνει η συγκεκριμένη ηχογράφηση, η κριτική στον Καβάλι είναι και άδικη και άστοχη.

