Ηταν ο απόλυτος Αμερικανός κινηματογραφικός αστέρας και έζησε σύμφωνα με τον δικό του ηθικό κώδικα, χωρίς ποτέ να κλονιστεί η αποφασιστικότητά του να αφήσει το στίγμα του στην κοινωνία. Το αταλάντευτο πνεύμα ανεξαρτησίας και η ατρόμητη στάση του τού επέτρεψαν να χαράξει τη δική του πορεία στο Χόλιγουντ και να αφήσει πίσω του ένα εξαιρετικό, σχεδόν απαράμιλλο, έργο. Υπάρχει κάτι αληθινά αθάνατο στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος «έφυγε» την περασμένη Τρίτη στα ογδόντα εννέα του χρόνια – έναν άνθρωπο που ξεχώριζε ως γεννημένος αουτσάιντερ και υπαρξιακά μοναχικός, που αντιτάχθηκε σε έναν παράλογο κόσμο.
Δύσκολα μπορεί κανείς να βρει άλλη λέξη εκτός από «είδωλο» για να περιγράψει τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Καθ’ όλη τη διάρκεια μιας καριέρας που εκτείνεται σε οκτώ δεκαετίες, άφησε σπουδαία κληρονομιά ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και ακτιβιστής με έντονη περιβαλλοντική δράση. Πόσοι ηθοποιοί μπορούν να καυχιούνται για μια καριέρα που συνδυάζει τη διαδοχή έξοχων κινηματογραφικών ταινιών που θα αντέξουν στον χρόνο; «Ξυπόλυτοι στο πάρκο», «Οι δύο ληστές», «Ιερεμίας Τζόνσον», «Ο υποψήφιος», «Το κεντρί», «Ο μεγάλος Γκάτσμπι», «Τρεις μέρες του Κόνδορα», «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», «Ο καλύτερος», «Πέρα από την Αφρική» κ.ά. Παραδόξως, κέρδισε ένα και μοναδικό βραβείο Οσκαρ, το 1981, ως σκηνοθέτης της ταινίας «Συνηθισμένοι άνθρωποι» (Ordinary People), την οποία θεωρούσε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του.
Ο Ρέντφορντ δεν ήταν απλώς ένας εξαιρετικός ηθοποιός· υπήρξε επίσης ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα του σεξ και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικότητες παγκοσμίως. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη τη δεκαετία του ’70, που αναγκάστηκε να αποσυρθεί στα βουνά της Γιούτας, όπου έχτισε ένα σπίτι αρκετά μακριά από τον πολιτισμό, ώστε να μπορεί να χαλαρώνει με την οικογένειά του και τους φίλους του. «Μου άρεσε η ιδέα να ζω σε έναν πολύ φυσικό, ανοιχτό χώρο», μου είχε πει κάποτε. «Μεγάλωσα σε ένα άχαρο αστικό περιβάλλον στην Καλιφόρνια και το να μπορώ να αξιοποιήσω τη γη, και να χτίσω κάτι εκεί, ήταν για μένα μια μορφή απελευθέρωσης. Η Γιούτα ήταν το ιδανικό μέρος: ήταν πολύ άγρια και όμορφη και μου έδινε τη δυνατότητα να καβαλικεύω τα άλογά μου, να κάνω σκι και να νιώθω πως έχω μια δική μου ζωή, μακριά από την κινηματογραφική βιομηχανία».
Το φεστιβάλ Sundance
Είχα τη χαρά να συναντήσω τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και να του πάρω συνέντευξη αρκετές φορές, κυρίως στο πλαίσιο του φεστιβάλ κινηματογράφου Sundance, το οποίο ίδρυσε ως ετήσιο θεσμό για την προβολή ταινιών μικρότερων, ανεξάρτητων δημιουργών, τους οποίους στήριζε με πάθος. Μου έδωσε την εντύπωση ενός αποφασισμένου ανθρώπου· η κοφτερή νοημοσύνη του, η αποφασιστικότητά του και η ατρόμητη φιλοδοξία του τού επέτρεψαν να ζήσει μια παραγωγική ζωή, γεμάτη νόημα. Ο Ρέντφορντ περιφρονούσε ό,τι ήταν επιφανειακό και ανούσιο στον κόσμο του Χόλιγουντ και όχι μόνον, και αργότερα, τη δεκαετία του ’80, μείωσε την ενασχόλησή του με την υποκριτική καθώς άρχισε να κουράζεται από τη βιομηχανία και τον κυρίευσε ένας όλο και πιο έντονος σκεπτικισμός και κυνισμός απέναντι σε ό,τι ο ίδιος περιέγραφε ως επιφανειακές και εμπορικές επιταγές των μεγάλων στούντιο, που αντιμετώπιζε με βαθιά καχυποψία.
Οσοι είχαν την τύχη να συνομιλήσουν μαζί του ήταν πάντα σε επιφυλακή, για να μην προκαλέσουν την ευερέθιστη πλευρά του – ιδίως αν ένιωθε ότι τον οδηγούσαν σε άβολο ή υπερβολικά προσωπικό πεδίο, κάτι που θεωρούσε παρεμβατικό. «Με τα χρόνια αναπτύσσεις μια έκτη αίσθηση για το πόσο λίγα κερδίζεις όταν ανοίγεσαι και αποκαλύπτεις πτυχές του εαυτού σου για δημόσια κατανάλωση. Ποτέ δεν το θεώρησα μέρος της δουλειάς μου», μου είχε πει σε άλλη ευκαιρία.
Ο Ρέντφορντ μιλούσε με έναν ευθύ, άμεσο τρόπο – σε κοίταζε κατάματα και, όταν είχε διάθεση, έκανε κάποιο πνευματώδες σχόλιο και σου χαμογελούσε με εκείνο το φωτεινό χαμόγελο που αποτελούσε μεγάλο μέρος της γοητείας του. Ωστόσο, κάτω από την επιφανειακή ευγένειά του, έκρυβε πάντα μια επαναστατικότητα και μια οργή απέναντι στην κατάφωρη ανοησία που παρατηρούσε γύρω του σε ό,τι αφορούσε το κατεστημένο των μεγάλων στούντιο, της κουτσομπολίστικης δημοσιογραφίας –την οποία θεωρούσε μάστιγα– και τους πολιτικούς που διαρκώς πρόδιδαν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Βαθιά μέσα του, ο Ρέντφορντ ήταν εκ φύσεως επαναστάτης και, ως έφηβος, θα μπορούσε εύκολα να είχε παραστρατήσει και να είχε οδηγηθεί σε παραβατική ζωή, αν τα σωστά ένστικτα δεν είχαν επικρατήσει την κρίσιμη στιγμή.
«Από παιδί με γοήτευε η ιδέα των “παράνομων”», ξεκίνησε να μου αφηγείται μια φορά, «και την αποτύπωνα συχνά στο έργο μου. Μεγάλωσα σε μια αρκετά επικίνδυνη γειτονιά του Λος Αντζελες, που ήταν κατά κύριο λόγο ισπανόφωνη και δεν υπήρχαν πολλά αγγλόφωνα παιδιά σαν εμένα. Ετσι, έπρεπε να μάθω να φροντίζω τον εαυτό μου και μάλλον από εκεί πηγάζει η αίσθηση πως είμαι αουτσάιντερ. Με αυτή την έννοια, δεν υπάρχει επιλογή· είναι βαθιά ριζωμένο μέσα σου.
»Μου άρεσε η ιδέα να αψηφώ την εξουσία και ίσως ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν θα πέσω στην παγίδα να συμπεριφέρομαι όπως οι άλλοι θεωρούσαν σωστό. Απολάμβανα την έξαψη που έδινε η αίσθηση του κινδύνου μιας ζωής στα άκρα, χωρίς φόβο».
«Μου άρεσε η ιδέα να αψηφώ την εξουσία και ίσως ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν θα πέσω στην παγίδα να συμπεριφέρομαι όπως οι άλλοι θεωρούσαν σωστό. Απολάμβανα την έξαψη που έδινε η αίσθηση του κινδύνου μιας ζωής στα άκρα, χωρίς φόβο».
Σε πολλές από τις σπουδαιότερες ερμηνείες του, ο Ρέντφορντ ενσάρκωνε γεννημένους παρανόμους, όπως στο «Ο πρωταθλητής του ιλίγγου» (Downhill Racer), όπου υποδύθηκε έναν ανερχόμενο Αμερικανό σκιέρ γεμάτο πικρία και απρόθυμο να συμμορφωθεί ή να ακολουθήσει τους κανόνες (σε αυτή την ταινία είχε συνεργαστεί στο σενάριο με τον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα Τζέιμς Σόλτερ).
Ατίθασος
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω μια έμφυτη αίσθηση εξέγερσης και την επιθυμία να μην ακολουθώ την καθιερωμένη σκέψη ή τις νόρμες. Αυτή τη στάση την οφείλω στον πατέρα μου, που με δίδαξε να βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, να είμαι ανεξάρτητος και να χαράζω τον δικό μου δρόμο στη ζωή. Αυτό, ενστικτωδώς, συνδέεται με μια νοοτροπία “εκτός νόμου” που, νομίζω, διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία μου».
Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Ρέντφορντ διέπρεψε και ως αθλητής – ήταν εξαιρετικός παίκτης μπέιζμπολ στο λύκειο και στο πανεπιστήμιο. «Ημουν καλός αθλητής. Μεγάλωσα παίζοντας αθλήματα και αυτό ήταν που τελικά με βοήθησε να βγω από μια δύσκολη κατάσταση εδώ στο Λος Αντζελες. Τα σπορ ήταν μέρος της παιδικής μου ηλικίας. Γι’ αυτό ήθελα να παίξω και σε ταινίες με θέμα την πύρρεια νίκη και την ίδια την έννοια της νίκης.
»Γιατί όταν ήμουν παιδί μού έλεγαν ότι δεν είχε σημασία αν κερδίζεις ή χάνεις· το σημαντικό είναι πως παίζεις παιχνίδι. Εγώ όμως ανακάλυψα ότι ήταν ψέμα. Με εξόργισε τόσο που αποφάσισα να κάνω ταινία γι’ αυτό: έπαιξα στο «Ο πρωταθλητής του ιλίγγου» (Downhill Racer) και αργότερα στο «Ο υποψήφιος» (The Candidate), που εξέθετε τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί αναγκάζονται να θυσιάσουν κάθε αρχή για να εκλεγούν και να παραμείνουν στην εξουσία. Το σύστημα διαφθείρει τα πάντα».
Ισως η πιο δύσπιστη και επιφυλακτική ματιά του απέναντι στην κοινωνία αποτυπώνεται πληρέστερα στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», την εξαιρετική ταινία του Αλαν Τζέι Πάκουλα, που αφηγείται πώς οι ρεπόρτερ της Washington Post Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν αποκάλυψαν τη διαφθορά στο επίκεντρο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Ο Ρέντφορντ ενσάρκωσε πιστά την αυστηρή προσωπικότητα του Γούντγουορντ, και οι δύο άνδρες έγιναν φίλοι για μια ζωή.
«Ενα από τα σταθερά θέματα στο έργο μου», τονίζει, «είναι η αποκάλυψη της αλήθειας πίσω από όσα οι πολιτικοί και οι μεγάλες εταιρείες θέλουν να πιστέψουμε. Αυτός είναι ο θεμελιώδης κίνδυνος σε κάθε κοινωνία, όταν η εμπιστοσύνη του κόσμου προδίδεται διαρκώς και σκόπιμα.
»Ολα αυτά αναδεικνύουν την ανάγκη να ανακτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον ηθικό μας προσανατολισμό και να αγωνιστούμε για το δίκαιο.
»Στη χώρα μου, έχουμε όλοι πέσει θύματα της αντίληψης ότι το να κερδίζεις είναι το παν – αντί να αναρωτηθούμε τι σημαίνει πραγματικά “νίκη” και πόσο κενή είναι αυτή η έννοια όταν βασίζεται στο ψέμα, στην απάτη και στην υπονόμευση των βασικών ανθρώπινων αξιών…».
Στη χώρα μου έχουμε όλοι πέσει θύματα της αντίληψης ότι το να κερδίζεις είναι το παν – αντί να αναρωτηθούμε τι σημαίνει πραγματικά «νίκη» και πόσο κενή είναι αυτή η έννοια όταν βασίζεται στο ψέμα, στην απάτη και στην υπονόμευση των βασικών ανθρώπινων αξιών…
Τι με δίδαξε ο πατέρας μου
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν έκανε ποτέ έκπτωση στις αυστηρές σκωτσέζικες αρχές που του μετέδωσε ο πατέρας του. «Γαλουχήθηκε σε μια σκωτσέζικη οικογένεια, όπου δεν εκδήλωνες πολύ τα συναισθήματά σου, δεν μιλούσες για τα προβλήματά σου και απλώς τα έβγαζες πέρα. Αν και αυτό τον εμπόδιζε να δείξει όση στοργή θα ήθελα εγώ, τον σεβόμουν βαθιά. Χάρη σ’ αυτόν, μεγάλωσα με την πεποίθηση ότι πρέπει να είσαι αυτοδύναμος και απολύτως αφοσιωμένος σε ό,τι αποφασίσεις να κάνεις στη ζωή σου. Μαθαίνεις επίσης να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου και να βάζεις ψηλά τον πήχυ, αν θέλεις να πετύχεις. Ο πατέρας μου μού δίδαξε την ανάγκη να είσαι ανεξάρτητος, να τολμάς να παίρνεις ρίσκα και να μην κλαίγεσαι. Πίστευε πως πρέπει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου και άρα, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, να μην ψάχνεις δικαιολογίες ούτε να προσπαθείς να κατηγορήσεις τον κόσμο ή τους άλλους για τις αποτυχίες σου, απλώς να δουλεύεις πιο σκληρά, να προχωράς μπροστά και να μην κοιτάζεις πίσω. Αυτή η στάση υπήρξε πάντοτε οδηγός μου – είτε όταν βοηθάω σκηνοθέτες να εξελίξουν τη δουλειά τους στο Sundance είτε, πολύ περισσότερο, όταν αφιερώνω χρόνο στην οικογένειά μου και προσπαθώ να είμαι καλός πατέρας. Πάντα το έβλεπα ως την πιο θεμελιώδη ευθύνη μου. Η σκέψη μου, καθώς ωρίμαζε, ήταν ότι, αν έχεις αρκετή θέληση και είσαι αποφασισμένος να κυνηγήσεις όσα θέλεις, τότε οι πιθανότητές σου για επιτυχία αυξάνονται σημαντικά».

