Φίλοι των «Αναμοχλεύσεων» αλλά και παλαιότερων «γλωσσικών» στηλών μου σε εφημερίδες («Υπογλώσσια», «Ιντερμέδια», «Γλωσσίδια») μου είπαν ότι, με τούτα και μ’ εκείνα, έχω κάπως ξεχάσει τα αμιγώς γλωσσικά κείμενα και σχόλιά μου. Αν και δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, αφού ακόμα και η αμέσως προηγούμενη «Αναμόχλευση» («Αιθίοπες, αμφιγενείς και γεντηλμάνοι») ήταν εν πολλοίς γλωσσική, σπεύδω ωστόσο να «συμμορφωθώ προς τας υποδείξεις».
Και πρώτα απ’ όλα βέβαια, η (ας την πούμε) συγκομιδή από πρόσφατα ερεθίσματα. Κυκλοφόρησε, λοιπόν, πριν από λίγον καιρό μια καινούργια έκδοση, σε δύο τόμους, των «Αθλίων» του Βικτόρ Ουγκό (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση: Ωρίων Αρκομάνης). Εχω και άλλοτε αναφερθεί στον ελληνικό τίτλο του εν λόγω έργου, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, σηκώνει συζήτηση. Το επίθετο «άθλιος» στα ελληνικά έχει άλλη έννοια, συνήθως αρνητική: «Η συμπεριφορά του ήταν άθλια», «Είναι άθλιο υποκείμενο», «Μιλάει άθλια αγγλικά» κ.ο.κ. Misérables είναι αυτοί που ελληνικά θα τους λέγαμε οι αξιολύπητοι, οι αξιοθρήνητοι, οι δύσμοιροι, οι καταφρονεμένοι. Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Δεν είμαι γλωσσικά αφελής. Γνωρίζω, προφανώς, πολύ καλά ότι «το χρονίως κοινολεκτούμενο απολανθάνεται», πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για ένα τόσο γνωστό έργο, του οποίου ο τίτλος έχει «γράψει» βαθιά και ανεξίτηλα στην ελληνική γλώσσα. Τον 19ο αιώνα, όταν πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά το έργο του Ουγκό, επιλέχθηκε το «Οι άθλιοι» ως πιο βολικός τίτλος, πιο «άμεσος», πιο πιασάρικος θα λέγαμε ίσως σήμερα. Εστω, λοιπόν, και αν τον τίτλο τέτοιων κλασικών έργων δεν τον πειράζουμε, δεν βλάπτει να γνωρίζουμε τι σημαίνει και σε τι παραπέμπει. Κατά τα άλλα, τίτλοι έργων όπως «Ο πύργος των καταιγίδων» ή «Οι τρεις σωματοφύλακες» επίσης δεν έχουν πειραχτεί, μολονότι στον πρωτότυπο τίτλο («Wuthering Heights» και «Les Trois Mousquetaires», αντίστοιχα) ούτε για πύργο γίνεται λόγος, ούτε για καταιγίδες, ούτε για σωματοφύλακες.
Ως προς το «χρονίως κοινολεκτούμενο» πάντως, το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα είναι αυτό του Churchill. Σχεδόν όλοι ξέρουμε ότι ο Βρετανός πολιτικός προφέρεται Τσέρτσιλ και όχι Τσόρτσιλ. Ωστόσο, το Τσόρτσιλ, παλαιότερα και Τσώρτσιλ, έχει «γράψει» τόσο βαθιά στην ελληνική γλώσσα και πραγματικότητα ώστε δεν το πειράζουμε. Κάτι αντίστοιχο ισχύει επίσης με τη λεωφόρο Κηφισίας. Κατ’ οικονομία (;) και από συνήθεια αποκαλείται έτσι. Το σωστό είναι λεωφόρος Κηφισιάς, αφού το γνωστό αθηναϊκό προάστιο δεν λέγεται βέβαια Κηφισία (της Κηφισίας), αλλά Κηφισιά (της Κηφισιάς). Μάλιστα μου έκανε θετική εντύπωση ότι, σε νεανικό κείμενο του Παύλου Παλαιολόγου της δεκαετίας του 1910, είδα να γίνεται λόγος για τη «λεωφόρο Κηφισιάς».
Και από τη λογοτεχνία, στην ταπεινή τηλεοπτική καθημερινότητα. Προσπαθώντας απλώς να μάθω τα σχετικά με τον καιρό, και ειδικότερα την ένταση των ανέμων ενόψει ταξιδιού μου με πλοίο, άκουσα ρεπόρτερ να μεταδίδει ότι δεν είναι βέβαιο ότι «θα αρθεί ο απόπλους». Εν ολίγοις και προφανώς, εννοούσε αν θα αρθεί η απαγόρευση του απόπλου των πλοίων λόγω ισχυρών ανέμων. Θυμήθηκα, λοιπόν, ότι αυτήν τη διατύπωση («ανατρεπτική μετωνυμία», θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος) την είχα πρωτοακούσει σε νησί του Αργοσαρωνικού από λιμενικό: «Δεν ξέρουμε αν θα φύγει το πλοίο. Μπορεί να έχουμε απόπλου». Πριν ταξιδέψετε λοιπόν (του χρόνου πλέον, ίσως) και για να μην πάτε τζάμπα στο λιμάνι, βεβαιωθείτε ότι δεν υπάρχει… απόπλους.
Δύο ακόμα γλωσσικά φάλτσα, με αφορμή πρόσφατα διαβάσματα και ακούσματα. Σε κριτική για την έκδοση των «Αθλίων» στην οποία ήδη αναφέρθηκα, διάβασα ότι ο Γιάννης Αγιάννης είχε καταδικαστεί επειδή έκλεψε «μια φραντζόλα ψωμιού». Κάποτε επιτέλους θα πρέπει να τελειώνουμε με τον ψευδολογιοτατισμό τού να ακολουθούνται από γενική τα «ποσότητας και πλήθους σημαντικά». Λέει ή γράφει, άραγε, κανείς εδώ και πάρα πολλά χρόνια «έχω δέκα ζευγάρια παπουτσιών» ή «έφαγα δύο πιάτα μακαρονιών»; Οχι, βέβαια. Το «δέκα ζευγάρια παπούτσια», το «δύο πιάτα μακαρόνια» και το «μια φραντζόλα ψωμί» είναι μια χαρά, επαρκέστατα. Ενώ η νεοελληνική κοινή κάνει ηρωικές προσπάθειες να πετάξει από πάνω της όσο το δυνατόν περισσότερες αχρείαστες γενικές, κάποιες διατυπώσεις μοιάζουν σαν να πηγαίνουν γυρεύοντας, με αποτέλεσμα εκτρωματικές φράσεις, όπως «στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του τρόπου εκπόνησης των εργασιών εμπέδωσης των σχολικών μαθημάτων». Στο θέμα πάντως της κατάχρησης της γενικής θα επανέλθω, πολλώ μάλλον αφού συνδέεται άμεσα με ένα άλλο γνώρισμα των στραμπουληγμένων και άχαρων νεοελληνικών: την κατάχρηση ουσιαστικών, στον αντίποδα της προτροπής που συμπυκνώνεται στη φράση «μη χρησιμοποιείς ποτέ ουσιαστικό όταν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ρήμα». Στα οφέλη από αυτόν τον άτυπο κανόνα θα φροντίσω να αναφερθώ σύντομα.
Θα κλείσω με ένα λίγο πιο ευτράπελο, πιο τσαχπίνικο πρόσφατο ερέθισμα, μια και σε καμία περίπτωση δεν θέλω να γίνει «δασκαλίστικο» το κείμενο. Τον «δασκαλισμό», τον διδακτισμό και τις παραφυάδες τους τα έχω, άλλωστε, «αποκηρύξει μετά βδελυγμίας» εδώ και πολλά χρόνια. Κάπου λοιπόν, αν δεν κάνω λάθος σε τηλεοπτική εκπομπή, πήρε το αφτί μου τη φράση «ανατριχιάζει η περιγραφή της δολοφονίας». Εχει όλη τη συμπάθειά μου η καημένη… η περιγραφή για την ανατριχίλα που ένιωσε, για τη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκε. Υποθέτω ότι αυτό που ήθελε να πει ο ποιητής (συγγνώμη, ο εκφωνητής) ήταν πως η περιγραφή της δολοφονίας προκαλεί ανατριχίλα, είναι ανατριχιαστική, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Και άλλα γλωσσικά, προσεχώς. Οι αφορμές και τα ερεθίσματα δεν λείπουν ποτέ.

