Χωρίς φόβο

Την πρώτη φορά που άκουσα Big Thief ήταν το πρώτο καλοκαίρι της πανδημίας. Ημουν στην Ερμούπολη, είχα βγει για ψώνια και έπαιζε μια τυχαία λίστα στο κινητό μου, όταν μπήκε το «Cattails», που εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι το καλύτερο τραγούδι που έχουν γράψει έως τώρα

4' 47" χρόνος ανάγνωσης

Την πρώτη φορά που άκουσα Big Thief ήταν το πρώτο καλοκαίρι της πανδημίας. Ημουν στην Ερμούπολη, είχα βγει για ψώνια και έπαιζε μια τυχαία λίστα στο κινητό μου, όταν μπήκε το «Cattails», που εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι το καλύτερο τραγούδι που έχουν γράψει έως τώρα.

Ηταν μεσημέρι, έκανε ζέστη και δεν ήξερα από πού ερχόταν εκείνος ο ήχος που είχε προσγειωθεί στα ακουστικά μου. Ερχόταν από κάπου μακριά; Από κάπου κοντά; Μου ήταν οικείος αλλά και ξένος, απλός και κάπως πολύπλοκος, απαλός αλλά με αγκάθια, ιδιόρρυθμα θερμός, ενώ την ίδια στιγμή είχε κάτι κρυστάλλινο λες και είχε ξεκολλήσει από το παγωμένο Διάστημα και είχε καρφωθεί στη Γη. Ενα φολκ τραγούδι από έναν άγνωστο γαλαξία.

Ηταν περίεργο εκείνο το καλοκαίρι, γιατί όλοι γνωρίζαμε πως ο χειμώνας που ερχόταν θα ήταν δύσκολος και ίσως γι’ αυτό επαναλάμβανα καθ’ όλη τη διάρκεια των διακοπών τον ίδιο στίχο από το «Cattails». Σαν προσευχή. Ωσπου μπήκε ο Νοέμβρης, ήρθε η επόμενη καραντίνα και τότε κατάλαβα πως οι προσευχές δεν λειτουργούν αν είσαι εκ πεποιθήσεως άπιστος: «Με τα παράθυρα ορθάνοιχτα πλάι μου». Δυστυχώς, για αρκετό καιρό ακόμα, τα παράθυρα θα παρέμεναν κλειστά. Για να είμαστε ειλικρινείς, εξακολουθούν να είναι κλειστά.

Στροφή

Από κει και πέρα, κάθε κυκλοφορία των Big Thief ή της τραγουδίστριας τους, Αντριαν Λένκερ, σηματοδοτούσε μια στροφή στη ζωή μου, παρόλο που μερικές φορές δείλιαζα να πάρω τη στροφή. Δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι αν όλο αυτό ήταν μία σύμπτωση ή αν κάθε νέος δίσκος τους είχε εντέλει τη μαγική ικανότητα να με προτρέπει για αλλαγή, όσο τουλάχιστον περιστρεφόταν μέσα στο κεφάλι μου.

Οταν κυκλοφόρησε το διπλό «Dragon New Warm Mountain I Believe In You» (2022), δεν ήθελα να μένω καθόλου σπίτι. Ολο έβγαινα έξω και τριγυρνούσα μέσα στη νύχτα ακούγοντάς το, ξανά και ξανά, λες και έψαχνα να βρω κάτι στα είκοσι τραγούδια του. Πιθανώς, περίμενα, μάταια βέβαια, να εμφανιστεί κάποιος μπροστά μου και να με λυτρώσει. «Καθώς ο σκύλος ανοίγει τα μάτια του/ Καθώς το γαλάζιο κοράκι πετάει/ Θα συναντήσω την αγάπη μου».

Οταν η Λένκερ έβγαλε πέρυσι το «Bright Future», έμενα στο υπόγειο της θείας μου, προσπαθώντας να καταλάβω τι σημαίνει, αυτό που λένε, πραγματικό σπίτι. Μήπως ήταν μια υπερεκτιμημένη έννοια που περισσότερο αναφερόταν σ’ ένα ετοιμόρροπο κι επικίνδυνο μέρος το οποίο δεν παρείχε καμία από τις προδιαγραφές ασφαλείας που οι περισσότεροι θεωρούσαν δεδομένες; Μήπως ήταν μία φανταστική κατασκευή, το όνειρο ενός ανθρώπου χωρίς στέγη;

Η Αντριαν Λένκερ δεν είναι μόνο μουσικός. Τα τραγούδια της θυμίζουν μικρά ποιήματα που η ελλειπτική τους αφήγηση φτιάχνει μεγάλα κενά από τον ένα στίχο στον άλλο, σαν ξεκρέμαστες εικόνες που πετάνε πάνω από τη μελωδία.

«Τώρα είμαι 31 και δεν νιώθω δυνατή», τραγουδάει στο «Real House» αυτή η ποιήτρια που μας ξεγελάει διαρκώς, ξεγλιστρώντας από τη βασική της ιδιότητα. Η Λένκερ δεν είναι μόνο μουσικός. Τα τραγούδια της θυμίζουν μικρά ποιήματα που η ελλειπτική τους αφήγηση φτιάχνει μεγάλα κενά από τον ένα στίχο στον άλλο, σαν ξεκρέμαστες εικόνες που πετάνε πάνω από τη μελωδία και συναρμολογούν το ποίημα, με κόλλα τη φωνή της. Τώρα είμαι 51 και δεν νιώθω δυνατός.

Ακουσα αμέτρητες φορές το πρώτο σινγκλ του νέου τους άλμπουμ, όταν κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου. Ημουν στον Βορρά, είχε όμως καύσωνα και καθώς είχα βάλει στο ριπίτ το «Incomprehensible», ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ξενοδοχείου, με το κλιματιστικό στο φουλ, προσπαθούσα να μαντέψω αν το καλοκαίρι θα ήταν τόσο ζόρικο όσο η άνοιξη, ο χειμώνας, το φθινόπωρο και το προηγούμενο καλοκαίρι. Ωστόσο, κάθε φορά που το άκουγα, με κατέκλυζε η ίδια γελοία ελπίδα, τουλάχιστον για 3 λεπτά και 53 δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή διαρκούσε το τραγούδι: «Αφησέ με να είμαι ακατανόητος». Ποιος ξέρει. Μπορεί να εμφανιζόταν πράγματι κάτι ξαφνικά μπροστά μου, μα δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσε να είναι αυτό.

Ηταν το πρώτο άλμπουμ που ηχογραφούσαν μετά την αποχώρηση του μπασίστα τους, και ο ήχος από τα τραγούδια που άρχισαν να εμφανίζονται σταδιακά στις ψηφιακές πλατφόρμες («Los Angeles», «All Night All Day», «Grandmother»), ως προάγγελοι του έκτου δίσκου τους, ήταν σαν να υπογράμμιζαν αυτή την οικειοθελή αποχώρηση. Σε κάθε ένα από τα παραπάνω τραγούδια υπήρχε μια μελαγχολική αίσθηση πως κάποιος έλειπε, ο οποίος ωστόσο ολοκλήρωνε τα κομμάτια, λες και έκλεινε τον κύκλο τους από μακριά και κάπως μαγικά.

Το «Double Infinity» κυκλοφόρησε στις 5 Σεπτεμβρίου και από τότε δεν έχω πάψει να το ακούω. Είναι ένας πολύ καλός δίσκος; Ενας καλός δίσκος; Είναι μέτριος σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές των Big Thief; Δεν έχει σημασία. Δεν πρέπει να βλέπουμε τη δισκογραφία μιας μπάντας ή ενός μουσικού σαν ατάκτως ερριμμένα σημεία, αλλά σαν μια συνεχή γραμμή που δεν οδηγεί πουθενά: «Θα τα μετατρέψω όλα σε ροκ εν ρολ». Ακολουθείς ένα συγκρότημα όπως ακολουθείς έναν άνθρωπο. Χωρίς λόγο, τυχαία. Επειδή απλώς το αποφάσισες να τον ακολουθήσεις επ’ άπειρον.

Ο χρόνος

Οι Big Thief είναι από τα ελάχιστα συγκροτήματα τα οποία ενδιαφέρονται περισσότερο για τη χρονική στιγμή που ηχογραφείται ένας δίσκος, παρά για τις συνθήκες που θα ηχογραφηθεί ή για το πόσο καλά θα εκτελεστεί το επιλεγμένο υλικό. Οι συνθήκες είναι πάντα κατάλληλες, εφόσον βέβαια αντιμετωπίζεις την ηχογράφηση ως αποθηκευμένο χρόνο. Ισως αυτός είναι ο λόγος που συχνά επιστρέφουμε σε άλμπουμ που γράφτηκαν σε μια μέρα, όχι επειδή ήταν οι καλύτερες εκδοχές των τραγουδιών που φιλοξενούσαν, αλλά επειδή ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διατηρήσεις μια φέτα χρόνου, προκειμένου να αναπαράγεται εσαεί.

Οι Big Thief έγραψαν καμιά πενηνταριά τραγούδια για το «Double Infinity». Ηχογράφησαν δεκαέξι μέσα σε τρεις εβδομάδες, στο ιστορικό στούντιο Power Station της Νέας Υόρκης και κατέληξαν σε μια σειρά από εννιά κομμάτια. Ανάμεσά τους, το «No Fear», ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν κυκλοφορήσει, μια άτυπη συνέχεια του επίσης εξάλεπτου «Not» από το «Two Hands» (2019). Μια επίθεση από αρνήσεις που επιδιώκουν να φτιάξουν μια σκληρή κατάφαση: «Δεν υπάρχει φόβος/ Δεν υπάρχει χρόνος/ Δεν υπάρχει τραπέζι, καρέκλα, χώρα». Ποιος ξέρει.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT