Ζωγραφίζοντας το ρεμπέτικο

Η έκθεση «Μουσική και Μωσαϊκά», η σχέση του με την Ελλάδα, ο Τσιτσάνης, οι υδατογραφίες

4' 19" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η οδός Επταχάλκου βρίσκεται δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και η γκαλερί Bernier / Eliades στεγάζεται σε ένα από τα παλαιά αστικά σπίτια του Θησείου. Περνώντας την είσοδο για μια συνάντηση με τον Πάολο Κολόμπο, που παρουσιάζει την τρίτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα, με τίτλο «Μουσική και Μωσαϊκά», οι φωνές των παιδιών από το διπλανό σχολείο σβήνουν και στη θέση τους ακούγεται ένα από τα ωραιότερα χασάπικα που έγραψε ο Γιάννης Παπαϊωάννου: «Ελα γλυκά και φίλησέ με/ Σβήσε το φως κι αγκάλιασέ με».

Ο 76χρονος Ιταλός καλλιτέχνης, επιμελητής και ποιητής έχει πολλά και σημαντικά να αναφέρει για τη ζωή του: σπουδές λογοτεχνίας στη Ρώμη, διευθυντής του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης της Γενεύης, επιμελητής στο MAXXI – Εθνικό Μουσείο Τεχνών του 21ου Αιώνα στη Ρώμη, καλλιτεχνικός διευθυντής των Μπιενάλε στο Μαρντίν, στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη.

Ομως η πρώτη του φράση στη συζήτησή μας είναι άλλη. «Ξέρετε, ανακάλυψα ότι ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου, όπως κι εγώ. Φοβερή σύμπτωση, δεν νομίζετε;».

Η έκθεση που απλώνεται στις ευρύχωρες αίθουσες της γκαλερί είναι απόλυτα ταιριαστή με το κάπως μελαγχολικό φως του φθινοπώρου. Για τον Πάολο Κολόμπο, οι σκιές του παρελθόντος κι οι αναμνήσεις γονιμοποιούν ένα φορτισμένο συναισθηματικά παρόν. Αυτό είναι η Ελλάδα του. «Τρέμουλα και βήματα χορού/ υπό τη μουσική σε αίθουσες ψυχαγωγίας», γράφει σε ένα ποίημά του, και διαβάζουμε μαζί το απόσπασμα. «Δεν ξέρω να τραγουδώ, δεν μπορώ να κρατήσω ούτε μια μελωδία, ούτε παίζω κάποιο όργανο. Κι όμως, η μουσική είναι η μεγάλη μου αγάπη», εξομολογείται χαμογελώντας με μια αμηχανία που δείχνει ειλικρίνεια. Από την πρώτη του επαφή με την Ελλάδα, οι ήχοι του ρεμπέτικου και οι μελωδίες του Τσιτσάνη έγιναν μέρος της ζωής του. Για ετούτη την έκθεση διάλεξε τα τραγούδια που όλοι γνωρίζουν, ακόμα κι αν οι περισσότεροι δεν θυμούνται πια ποιοι ήταν οι τραγουδιστές, όπως λέει. Ο ίδιος τα ξέρει απέξω: «Συννεφιασμένη Κυριακή» από τον Τσιτσάνη, «Δεν μπορώ να κλαίω», ένας μπάλος από τη φωνή της Σμυρνιάς Ρίτας Αμπατζή, και Σωτηρία Μπέλλου στο «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε».

Η ιστορία του Κολόμπο ξεκινά, σχεδόν μυθιστορηματικά, με μια απώλεια. Στα πρώτα του βήματα, έχοντας περάσει το καλοκαίρι στην Κρήτη, επέστρεφε στην Ιταλία με μια βαλίτσα γεμάτη ζωγραφικά έργα. Λάδια σε ξύλα· απόπειρες να κατανοήσει τον ορίζοντα, την απλότητα του τοπίου. Η βαλίτσα χάθηκε στο αεροδρόμιο. «Το πήρα σαν σημάδι», εξομολογείται.

Ζωγραφίζοντας το ρεμπέτικο-1
Λεπτομέρεια από το έργο «Ρόζα Εσκενάζυ και Σαντέ» και κάτω, «Γιάννης Παπαϊωάννου». Τα έργα του καλλιτέχνη αποτελούνται από εκατοντάδες χιλιάδες κουκκίδες, τόσο πυκνές ώστε μοιάζουν με άμμο ή ομίχλη, και παίρνουν μήνες να ολοκληρωθούν. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]
Ζωγραφίζοντας το ρεμπέτικο-2
[ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Από εκείνη τη στιγμή αποφάσισε ότι η τέχνη του θα βρίσκεται πάντα μαζί του: ένα μπλοκ ακουαρέλας, ένα κουτί χρώματα και η ελευθερία να κουβαλά τον κόσμο του επάνω του. Ετσι γεννήθηκε η σχέση του με την υδατογραφία.

Ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ παιδί της σχολής καλών τεχνών. Η λογοτεχνία προηγήθηκε και η ζωγραφική ήρθε αργότερα, στα 35 του, όταν αποφάσισε να σπουδάσει καλές τέχνες για να μπορέσει να διδάξει. Είχε ήδη όμως αναπτύξει μια προσωπική γλώσσα – ένα ιδίωμα βασισμένο στην υπομονή, στη λιτότητα, στη συσσώρευση του χρόνου. Ζωγραφιές αποτελούμενες από εκατοντάδες χιλιάδες κουκκίδες, τόσο πυκνές ώστε έμοιαζαν με άμμο ή ομίχλη, σχημάτιζαν κείμενα και ποιήματα. Εργα που έπαιρναν μήνες να ολοκληρωθούν, έργα όπου η ίδια η διάρκεια γινόταν το υλικό τους.

Η γλώσσα του είναι απλή, αλλά βαθιά. Ο ίδιος επιμένει ότι χρησιμοποιεί «ένα πολύ βασικό λεξιλόγιο» για να ανακαλέσει στοιχεία από την τέχνη του μωσαϊκού της Ελληνιστικής Εποχής και του Βυζαντίου.

Υιοθέτησε τον ορισμό του Αμερικανού ποιητή Κένεθ Κοχ: «Η ποίηση είναι εικόνα και τραγούδι». Με αυτή την αφετηρία, έγραψε ποιήματα που μετασχηματίστηκαν σε εικαστικά έργα, πίνακες φτιαγμένους μόνο από λέξεις. Για εκείνον, οι δύο τέχνες δεν διαχωρίζονταν. Αντιθέτως, συνδυάζονταν σε μια υβριδική δημιουργία που δεν έμπαινε σε καλούπια.

Στο έργο του, η συνύπαρξη λογοτεχνίας και ζωγραφικής βρήκε έναν απρόσμενο συνοδοιπόρο: τη μουσική. Στην Ελλάδα γνώρισε το λαϊκό τραγούδι και έγινε η γέφυρα προς μια κουλτούρα που αγαπάει βαθιά. Η νέα του έκθεση είναι, με έναν τρόπο, ύμνος σε αυτή τη συνάντηση. Στην αίθουσα κυριαρχούν τραπέζια σκεπασμένα με ταπεινά εμπριμέ πλαστικά τραπεζομάντιλα. «Είχα τη μεγαλύτερη συλλογή από ελληνικά πλαστικά τραπεζομάντιλα στον κόσμο», λέει με χιούμορ. Κάποια από αυτά τα έχει χαρίσει στο Μουσείο Μπενάκη, μαζί με άλλα δείγματα της λαϊκής κουλτούρας που συνέλεγε επί δεκαετίες. Στην έκθεση, τα τραπεζομάντιλα γίνονται πορτρέτα: σαν να ανήκαν κάποτε σε σπίτια και να φέρουν τα ίχνη των ανθρώπων που έφαγαν πάνω τους.

Η αφηγηματική τεχνική του Πάολο Κολόμπο παραμένει αποσπασματική. Δεν τον ενδιαφέρει να διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία, ούτε να αποδώσει το τραγούδι στο σύνολό του. Επιλέγει τμήματα, θραύσματα. Οπως στην ποίηση μια εικόνα αρκεί για να γεννήσει συγκίνηση, έτσι και στη ζωγραφική του λίγα σημάδια συνθέτουν ολόκληρο τοπίο. Από τη γραμμή που μιμείται ύφασμα, μέχρι τα τετραγωνάκια που θυμίζουν ψηφίδες, η γλώσσα του είναι απλή, αλλά βαθιά. Ο ίδιος επιμένει ότι χρησιμοποιεί «ένα πολύ βασικό λεξιλόγιο» για να ανακαλέσει στοιχεία από την τέχνη του μωσαϊκού της Ελληνιστικής εποχής και του Βυζαντίου.

Η ελληνική μουσική είναι το νήμα που διατρέχει την τρέχουσα δουλειά του. «Προσπάθησα να βάλω σε αυτή την έκθεση όλα όσα αγαπώ», παραδέχεται.

Πάολο Κολόμπο, «Mουσική και Μωσαϊκά», γκαλερί Bernier / Eliades, από 25 Σεπτεμβρίου έως 8 Νοεμβρίου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT