«Δεν θα πάψουμε την εξερεύνηση,
Κι όλης της εξερεύνησης το τέλος
Θα ‘ναι να φτάσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε
Και να αναγνωρίσουμε πρώτη φορά το μέρος».
Τ. Σ. Eλιοτ
«Τέσσερα Κουαρτέτα»
(μτφρ.: Παυλίνα Παμπούδη)
Αυτό ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα ποιήματα του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ενός ηθοποιού που είχε τo γενετικό χάρισμα της λάμψης και της ομορφιάς, αλλά δεν στάθηκε ποτέ σε αυτό – αντιθέτως, όλη του η καριέρα, σχεδόν όλη του η ζωή ήταν γεμάτη παράδοξες αντιφάσεις.
Και δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι εκτιμούσε την ποίηση και το διάβασμα ούτε ότι, ενώ θα μπορούσε να γίνει ο βασιλιάς της κομεντί, αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι η εξωτερική εμφάνιση μπορεί να εξαργυρωθεί μόνο μέχρι ενός σημείου, χρονικά και εμπορικά – ήταν ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που μόνο τα τέλεια ζυγωματικά του εμπόδιζαν κάποιους να τον πάρουν απολύτως στα σοβαρά.
Το καλοκαίρι του 1967 ετοιμαζόταν, χωρίς να το ξέρει, για την πιο παραγωγική δεκαετία της ζωής του: θα γύριζε επιτυχημένες ταινίες που θα σάρωναν στα Οσκαρ και θα έμεναν κλασικές, θα συνεργαζόταν με σπουδαίους σκηνοθέτες και θα αποκτούσε τις εμπειρίες και τα χρήματα που χρειαζόταν προκειμένου να αποκτήσει την πολυτέλεια της επιλογής. Μετά τα γυρίσματα του «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» σε μια Αμερική που προσπαθούσε να ξεχάσει το φιάσκο με τον Κόλπο των Χοίρων, τον θάνατο του Κένεντι, να διαχειριστεί τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την απειλή των πυρηνικών πυραύλων, ενώ, παράλληλα, ο Αντι Γουόρχολ αποβιβαζόταν στις Κάννες με το «νέο αμερικανικό σινεμά», ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ επέλεξε να ξεφύγει από το στερεότυπο του ομορφόπαιδου. Αφησε τα μαλλιά και τις φαβορίτες του να μακρύνουν, άκουγε μανιωδώς το «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Beatles και πειραματίστηκε με «μαγικά» μανιτάρια. Στην αυτοβιογραφία του, που έγραψε με τη βοήθεια του Ιρλανδού συγγραφέα Μάικλ Φίνι Κάλαν (2012, εκδόσεις Vintage/Penguin), θυμόταν: «Ηταν σαφές ότι ένας φρέσκος αέρας ερχόταν ορμητικά. Ο κόσμος ήταν ανυπόμονος, απαιτούσε απαντήσεις, ήθελε καινούργια πράγματα. Αλλά το καινούργιο δεν ταυτίζεται απαραίτητα με το καλό. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν, όταν είδα τι προσπαθούσε να κάνει το στούντιο της Paramount με το γουέστερν “Blue”».
Και κάπου εκεί ο Ρέντφορντ τολμάει μια τομή, πιθανότατα χωρίς να αντιλαμβάνεται το εκτόπισμά της: παρόλο που είχε υπογράψει συμβόλαιο, καθώς δεν είχε μείνει ικανοποιημένος από τις αλλαγές στο σενάριο που είχε ζητήσει, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τα γυρίσματα. Η Paramount του έκανε μήνυση και εκείνος, ως απάντηση, αρνήθηκε να πρωταγωνιστήσει στο «Μωρό της Ρόζμαρι», που του είχε επίσης προταθεί από το ίδιο στούντιο. Μια νέα εποχή είχε ξεκινήσει: οι σταρ του Χόλιγουντ δεν άγονταν και φέρονταν σύμφωνα με τις διαθέσεις των πανίσχυρων στούντιο· είχαν, πλέον, τις δικές τους ανυποχώρητες απόψεις. Μπορεί λοιπόν ο Ρέντφορντ να έχασε την ευκαιρία να συνεργαστεί, εμμέσως, με τον Μάνο Χατζιδάκι (που έγραψε τη μουσική του «Blue»), αλλά είχε δείξει τον δρόμο στους συναδέλφους του.
Ισως επειδή είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Λος Αντζελες, δεν είχε καμία δίψα να «κατακτήσει» την Πόλη των Αγγέλων – αντιθέτως, ήθελε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. Με έντονη την ανάμνηση από τα καλοκαίρια στη εξοχικό του παππού του στη λίμνη Οστιν του Τέξας, βρήκε το καταφύγιό του στην ορεινή Γιούτα, εκεί όπου μπορούσε να ιππεύει τα αγαπημένα του άλογα, να κάνει σκι στα χιονοδρομικά κέντρα και να συναναστρέφεται με τους Ινδιάνους Ναβάχο, φυλή για τα δικαιώματα της οποίας πολλές φορές πήρε θέση, διεκδίκησε, διαμαρτυρήθηκε. «Οι Ναβάχο μου δίδαξαν κάτι σημαντικό: Δεν κληρονομήσαμε αυτή τη γη από τους προγόνους μας· τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας!».
Εχοντας αγαπήσει από μικρός τη φύση, το 1975, καταξιωμένος πλέον, ξεκίνησε, σε συνεργασία με το National Geographic, ένα ταξίδι τριών εβδομάδων ακολουθώντας το περίφημο «Μονοπάτι των Παρανόμων», δηλαδή τη διαδρομή που ακολουθούσαν όλοι οι καταζητούμενοι φυγάδες που προσπαθούσαν να αποδράσουν από τη Βόρεια Μοντάνα στο Μεξικό. Η εμπειρία αυτή μεταφέρθηκε στο εξαιρετικό βιβλίο «The Outlaw Trail» (εκδόσεις Grosset & Dunlap), όπου ο Ρέντφορντ αφηγείται τη μοναδική εμπειρία του ταξιδιού, το μεγαλύτερο μέρος πάνω σε κάποιο άλογο, στις πιο δύσβατες περιοχές πεζή. Πέρα από την καταγραφή του οδοιπορικού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνεντεύξεις που είχε πάρει από ηλικιωμένους κατοίκους μικρών χωριών, οι οποίοι είχαν αναμνήσεις από την εποχή της Αγριας Δύσης – είχε συναντήσει μέχρι και την αδελφή του Μπουτς Κάσιντι!
Tέσσερα χρόνια νωρίτερα, σε συνεργασία με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, είχε κυκλοφορήσει και… ένα δίσκο: το «The Language And Music Of The Wolves» περιέχει, στην πρώτη πλευρά, ένα «κομμάτι» με τίτλο «O λύκος που δεν γνώρισες ποτέ», μια 14λεπτη αφήγηση του Ρέντφορντ, ο οποίος εξηγεί, πειστικά, γιατί οι λύκοι είναι θαυμαστά και παρεξηγημένα πλάσματα.
Τον ρόλο του αφηγητή ανέλαβε και το 2004, για λογαριασμό του ντοκιμαντέρ «Sacred Planet» της Disney, πάλι με στόχο να υπενθυμίσει σε όλους την ομορφιά του πλανήτη μας και την κακομεταχείριση που του επιφυλάσσουμε.
Η πρώτη του σύζυγος και μητέρα των τεσσάρων παιδιών του, Λόλα βαν Γουάτζενεν, είχε επίσης ακτιβιστική δράση και το 1970 ίδρυσε, με την υποστήριξή του, τον οργανισμό CAN (Consumer Action Now), που είχε αποστολή να ενημερώσει τους Αμερικανούς για τις επιπτώσεις των καταναλωτικών συνηθειών τους στο περιβάλλον. Ναι, πριν από 55 χρόνια ακριβώς…
Ολα αυτά δεν είναι παρά ενδεικτικά των προτεραιοτήτων του σπουδαίου ηθοποιού, που υπήρξε και σκηνοθέτης, και παραγωγός, και σύζυγος, και πατέρας, και εμπνευστής του φεστιβάλ Sundance, που έβγαλε τον ανεξάρτητο κινηματογράφο από το περιθώριο και του χάρισε λίγη από την ακαταμάχητη γοητεία του.
Αλλά για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά;
«Μα για την ιστορία ασφαλώς. Πάντοτε. Ολα έχουν να κάνουν με την ιστορία. Αυτό συνήθως κάνει τους ανθρώπους να παράγουν έργο: επειδή θέλουν να μας πουν την ιστορία τους. Ρωτάω πάντοτε όποιον γνωρίζω “ποια είναι η δική σου ιστορία;” και ξαφνιάζονται, δεν είναι ποτέ προετοιμασμένοι, συχνά δεν ξέρουν καν τι να απαντήσουν. Αλλά πιστεύω ότι αυτή είναι η ερώτηση που πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας, για να καταλήξουμε στον προορισμό μας. Ποια είναι η δική μου ιστορία;».
* Λογοπαίγνιο από την ταινία «All Is Lost».

