Το βιβλίο του Ρασίντ Μπενζίν «Ο βιβλιοπώλης της Γάζας», με το που κυκλοφόρησε στη Γαλλία, τα δικαιώματα πουλήθηκαν σε 14 χώρες. Μία από αυτές είναι και η Ελλάδα: το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 23 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη. Το βιβλίο πραγματεύεται με σπάνια δύναμη και αμεσότητα τη γνωριμία ενός Γάλλου φωτογράφου με έναν Παλαιστίνιο ηλικιωμένο βιβλιοπώλη με φόντο τον παραλογισμό του πολέμου και του φανατισμού.
Οπως έχει δηλώσει ο συγγραφέας: «Το να διαβάζεις σήμερα στη Γάζα, μες στον ορυμαγδό των βομβαρδισμών, “Αμλετ”, ή Μαχμούντ Νταρουίς, ή την “Ανθρώπινη μοίρα” του Μαλρό, δεν είναι το ίδιο με το να διαβάζεις την “Ανθρώπινη μοίρα” ή τον Σαίξπηρ σήμερα στο Παρίσι. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει μια πράξη θάρρους, μια πράξη αντίστασης. Είναι ένα βιβλίο πολιτικό εφόσον θέτει θεμελιώδη ερωτήματα ως προς το τι μπορούν να κάνουν η λογοτεχνία, η τέχνη, η κουλτούρα όταν όλα γύρω μας καταρρέουν. Κι αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να διατηρήσουν αναλλοίωτη την ανθρώπινη υπόστασή μας».
Η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. -Η. Μ.
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Μια συνηθισμένη μέρα. Χτες, δυο χτυπήματα σκότωσαν τέσσερα παιδιά που το μοναδικό τους έγκλημα ήταν ότι έπαιζαν ποδόσφαιρο στην παραλία. Ξυπνάς στο δωμάτιο όπου βολεύτηκες χτες. Το ξενοδοχείο φιλοξενεί εκπροσώπους του διεθνούς Τύπου. Εσύ θα προτιμούσες βέβαια να έμενες σε σπίτι ντόπιου. Αλλά το πρακτορείο σου σ’ έπεισε ότι προέχει η ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, λιγοστές συνοικίες είχαν γλιτώσει. Ολάκερες οικογένειες αφανίστηκαν επειδή έμεναν, εν αγνοία τους ή με πλήρη συνείδηση, κοντά σ’ έναν χώρο παρανομίας. Τα χειρουργικά χτυπήματα άπτονται συχνά του ιατρικού λάθους.
Μια απειροστή ανακωχή θα σου πρόσφερε σίγουρα κάποιες μέρες για ν’ απαθανατίσεις ετούτα τα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, τις φωτογραφίες που θέλεις εσύ ο ίδιος, μακριά από εντυπωσιασμούς. Οσο για τον εργοδότη σου, αυτός προτιμά βέβαια παιδιά με βουρκωμένα μάτια εν μέσω ερειπίων, πληγωμένους στρατιώτες πλάι σε τανκς, κτίρια διάτρητα από ρουκέτες. Η κοινότοπη ζωή δεν είναι για τις εφημερίδες.
Ολάκερες οικογένειες αφανίστηκαν επειδή έμεναν, εν αγνοία τους ή με πλήρη συνείδηση, κοντά σ’ έναν χώρο παρανομίας. Τα χειρουργικά χτυπήματα άπτονται συχνά του ιατρικού λάθους.
…
Ο ήλιος ρίχνει βαθιές σκιές στο έδαφος και στους τοίχους. Μες στο υπέροχο φως διαγράφονται οι σιλουέτες των περαστικών. Ανακαλύπτεις για πρώτη φορά αυτή την πόλη που οι εικόνες της φαντάζουν ουρανόσταλτες. Στο πεζοδρόμιο, οι πάγκοι επωφελούνται απ’ τη νηνεμία για να δελεάσουν τον πελάτη. Τα χρώματα εκρήγνυνται κάτω απ’ το λιόφωτο. Το κόκκινο της ντομάτας, το πράσινο των φρέσκων μυρωδικών, το κίτρινο του λεμονιού. Οι τάβλες ξεχειλίζουν από ζωή. Και οι άνθρωποι συνωστίζονται ολόγυρά τους, με τα χέρια γεμάτα, τα μάτια ζωηρά. Τα παιδιά σκούζουν, οι γυναίκες είναι απασχολημένες, όλα είναι κίνηση. Ο έμπορος πάει πέρα δώθε, ζυγίζει, κουβεντιάζει, τυλίγει. Να όμως που κάτι προδίδει μια κόπωση. Η προσπάθεια για την κάθε χειρονομία ίσως. Ο άντρας ξέρει πως η ηρεμία είναι πάντα πρόσκαιρη. Ετσι πουλάει γρήγορα, πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Η σκόνη, πανταχού παρούσα, τα σκεπάζει όλα. Μια αίσθηση χώματος, ο λαιμός κατάξερος.
Παίρνεις τα σοκάκια λίγο παρακάτω. Η συνοικία δεν έχει χτυπηθεί. Κατεβαίνεις τα τελευταία πέτρινα σκαλοπάτια, σημαδεμένα από τις πατημασιές τόσων και τόσων γενεών Παλαιστινίων. Εκεί απόθεσαν λόγια που τα πήρε ο αγέρας, εκεί γνώρισαν τα πρώτα τους ερωτικά σκιρτήματα, εκεί ξανάφτιαχναν τον κόσμο λες κι αυτό θα τους έφερνε την ελπίδα. Λες και κάποιοι ενδιαφέρονταν ακόμη για κείνους. Οι κεντρικοί δρόμοι σφύζουν από ζωή. Μια ζωή συμπτωματική όμως. Λες κι όλα θα γκρεμίζονταν με το παραμικρό τράνταγμα. Οι ταμπέλες με τα ονόματα σβησμένα απ’ τον ήλιο και την κατάρρευση, τα γράμματα ξέθωρα απ’ τα χρόνια. Ξαναβάφουν μια πόρτα εδώ, καθαρίζουν μια βιτρίνα πιο πέρα. Λες κι η παραμικρή προσπάθεια αποκατάστασης ή συντήρησης θα ξόρκιζε την κακοτυχιά. Η Γάζα είναι μια πόλη που η ιστορία της γράφεται ξανά και ξανά. Ο καθένας προσφέρει την έμπνευσή του, τις αποσιωπήσεις του. Κι όλοι φοβούνται τη στιγμή μιας κίνησης που δε θα τους ανήκε πια, τη στιγμή που μπαίνει η τελεία.
…
Η κόρνα παλιών αυτοκινήτων, ήχος στριγκός, ατέλειωτες διαμαρτυρίες. Ο μεταλλικός θόρυβος από κάρα που τα σπρώχνουν σε δύσβατα καλντερίμια. Και οι φωνές των πραματευτάδων και των περαστικών που υψώνονται, βραχνές, ενίοτε εκνευρισμένες, συνήθως εγκάρδιες. Στη στροφή ενός άλλου δρόμου, σου ’ρχεται η μυρωδιά του αλατιού και της αύρας που φέρνει ο αγέρας.
Κουρελιασμένες σημαίες μαρτυρούν μια απατηλή προσμονή. Με κάποιες αποχρώσεις κόκκινου ή πράσινου, γαντζωμένα όπου λάχει, κομμάτια από σάρκες που κρέμονται.
Ξάφνου, βρίσκεσαι σε μια από τις μαρτυρικές συνοικίες. Και τότε αντικρίζεις την κόλαση που ξεβράστηκε στην επιφάνεια. Μια υπαίθρια χωματερή. Ο,τι ο πόλεμος ξερνάει, καταστρέφει, θάβει, εκμηδενίζει. Προσόψεις διαλυμένες, ξεκοιλιασμένες σαν κουφάρια ψόφιων ζώων. Τα μπετονένια σωθικά κρέμονται, ανάκατα, σκορπισμένα στα πεζοδρόμια. Τα σπίτια δεν είναι πια παρά θωρακικές κοιλότητες, σμπαραλιασμένες. Λες κι είχαν εκραγεί σε χίλια κομμάτια. Στο απέναντι κτίριο, μπαλκόνια μισοπεσμένα· καλώδια, όμοια με φίδια νεκρά, κρέμονται άθλια, σωλήνες αδειάζουν στις προσόψεις. Τα βγαλμένα μάτια των παραθύρων. Τρύπες χάσκουσες που σε κοιτάζουν δίχως να βλέπουν τίποτα. Ολα μοιάζουν να ουρλιάζουν. Να ουρλιάζουν χωρίς λόγο. Τα πεζοδρόμια είναι μια θάλασσα από μπάζα, κομμάτια μπετόν κονιορτοποιημένα, δοκάρια σπασμένα, θαρρείς κι ένας γίγαντας συνέθλιψε την πόλη κάτω απ’ τα πόδια του. Τα αυτοκίνητα, ή τέλος πάντων ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτά, καμένα, καρβουνιασμένα, το ένα πάνω στ’ άλλο μες στα ερείπια, σαν προσαραγμένες βάρκες. Κουρελιασμένες σημαίες μαρτυρούν μια απατηλή προσμονή. Με κάποιες αποχρώσεις κόκκινου ή πράσινου, γαντζωμένα όπου λάχει, κομμάτια από σάρκες που κρέμονται. Απελπισμένα γκράφιτι ψυχομαχούν στους θρυμματισμένους τοίχους. Ολα αυτά δεν έχουν πια σημασία. Ενα νεκροταφείο όπου ακόμη και οι σκιές φαντάζουν χαμένες.

