Χρυσή Ακτή, Αυστραλία, 2010. Ο βασιλιάς του σερφ καταφθάνει στην παραλία φορώντας ψηλά τακούνια. Ο Πίτερ Ντρούιν, εθνικός πρωταθλητής του 1970, πρωτοπόρος του σπορ και απόλυτο σύμβολο του μάτσο ανταγωνισμού, έχει εδώ και δύο χρόνια ανακοινώσει δημοσίως πως θέλει να κάνει αλλαγή φύλου. Εχει αλλάξει το όνομά του σε «Westerly Windina» και μνημονεύει τον πρότερο εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο, λες και μιλάει για κάποιον πεθαμένο.
Κοντά του βρίσκεται άλλος ένας πρώην επαγγελματίας σέρφερ, από την άλλη άκρη του Ειρηνικού: ο Καλιφορνέζος συγγραφέας Τζέιμι Μπρίσικ. Ιντριγκαρισμένος από αυτήν την αναπάντεχη μεταμόρφωση, έχει μετοικήσει στην Αυστραλία και συγκεντρώνει δημοσιογραφικό υλικό, κάνοντας συνεντεύξεις και γυρίσματα. Το 2020, έπειτα από δεκαετή έρευνα, παρουσιάζει αυτήν την απίστευτη ιστορία σε μορφή βιβλίου («Becoming Westerly») και πέρυσι σε ένα σπαρακτικό ντοκιμαντέρ («The Life and Death of Westerly Windina»).
Γεννημένος το 1966 στο Λος Αντζελες, ο Μπρίσικ μεγάλωσε στην καρδιά της πλούσιας τοπικής κουλτούρας του σέρφινγκ. Διακεκριμένος επαγγελματίας του σπορ από την εφηβεία του, άφησε το κύμα για να γίνει συγγραφέας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια γράφει σε κορυφαία έντυπα (από τους New York Times και το The New Yorker μέχρι τον Guardian), έχει υπάρξει βασικός συντελεστής των περιοδικών The Surfer’s Journal και Surfer Magazine και έχει συγγράψει τέσσερα βιβλία.
Αυτός ο «διανοούμενος του σέρφινγκ» θα βρεθεί στην Αθήνα μέσα στον Σεπτέμβριο, προσκεκλημένος της επιμελήτριας Σωζήτας Γκουντούνα στο Library Residency – ένα πρόγραμμα φιλοξενίας προσωπικοτήτων που συνδυάζει τις τέχνες (απευθύνεται σε συγγραφείς, σκηνοθέτες, αρχιτέκτονες ή χορογράφους) και που στο παρελθόν έχει φέρει μερικά σημαντικά ονόματα (από τον Αμερικανό καθηγητή Σύγχρονης Τέχνης Μπράντεν Τζόζεφ έως τη Γιαπωνέζα περφόρμερ Μάι Ουέντα).
Με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του συγγραφέα, συζητάμε μαζί του για τις ρίζες και τις αναφορές του, το δράμα της Westerly Windina και, φυσικά, τη δύναμη του αθλήματος να δημιουργεί ενδιαφέροντες ήρωες και συγκινητικές αφηγήσεις.
– Στη ναυτική μας χώρα, λόγω έλλειψης ωκεάνιων κυμάτων, το σέρφινγκ ποτέ δεν διαδόθηκε αρκετά. Πώς θα περιγράφατε στους αναγνώστες μας τη σημαντική θέση του σε τόπους όπως η ακτή της Καλιφόρνιας ή η Χρυσή Ακτή της Αυστραλίας;
– Μεγαλώνοντας τη δεκαετία του 1970 στη Νότια Καλιφόρνια, αναπόφευκτα, το σέρφινγκ έγινε από νωρίς αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Στα έξι μου ανακάλυψα το σκεϊτμπόρντινγκ, που εκείνη την εποχή ήταν ένα υποκατάστατο του σέρφινγκ: καβαλούσαμε το πεζοδρόμιο. Οταν άρχισα να μπαίνω στα κύματα στα δώδεκά μου, αυτή η αίσθηση ήταν ήδη βαθιά χαραγμένη στη μυϊκή μου μνήμη. Ναι, υπάρχουν τέτοιοι τόποι σε όλον τον κόσμο –από το Σαν Σεμπαστιάν και το Πόρτο έως τη Σενεγάλη και το Τελ Αβίβ–, όπου το σπορ αυτό αποτελεί πάντοτε «μέρος της συζήτησης». Αποτελεί μια δεδομένη καθημερινότητα, έναν τρόπο ζωής.
«Οταν έμαθα ότι ο Πίτερ Ντρούιν ζούσε ως γυναίκα, μαγνητίστηκα»
– Ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας του σέρφινγκ στον εκδοτικό κόσμο και τι την καθιστά «καλή»;
– H αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια υποκουλτούρα με μικρό (niche) κοινό, όπου συνήθως οι πιο δημιουργικές φωνές είναι «αουτσάιντερ». Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ένα βιβλίο του χώρου (το «Barbarian Days» του εκπληκτικού Γουίλιαμ Φίνεγκαν) κέρδισε Πούλιτζερ το 2015. Οσο για την «καλή» λογοτεχνία του σέρφινγκ, αυτή μπορεί να είναι πολλά πράγματα –ακατέργαστη, εξομολογητική, ανθρωπολογική–, το πιο σημαντικό όμως είναι να είναι αληθινή.
– Το «Westerly Windina» δίνει γροθιές στον νου και την καρδιά. Τι σας τράβηξε αρχικά σε αυτόν τον μοναδικό χαρακτήρα, τι σας έδωσε το κίνητρο να δουλέψετε για δέκα χρόνια δίπλα του;
– Οταν έμαθα ότι ο πρωταθλητής Πίτερ Ντρούιν ζούσε ως γυναίκα, μαγνητίστηκα. Οσο και αν αγαπώ τον κόσμο του σέρφινγκ, μπορεί να γίνει ενοχλητικά στενόμυαλος, κάτι που μοιάζει ειρωνικό, βέβαια, δεδομένου του πόσο ελεύθερο, απέραντο και ευμετάβλητο είναι το ίδιο το υδάτινο πεδίο του. Εγραψα γι’ αυτήν, λοιπόν, στο The Surfer’s Journal, και έτσι γίναμε φίλοι. Με ώθησε να θέσω «μεγάλα» ερωτήματα, και όλο αυτό εξελίχθηκε στο ντοκιμαντέρ, το οποίο σκηνοθέτησα από κοινού με τον Αλαν Γουάιτ. Ξέραμε ότι τα γυρίσματα θα έπαιρναν χρόνια, και έτσι περιμέναμε την επέμβαση αλλαγής φύλου που θα γινόταν στην Μπανγκόκ, και το πλάνο ήταν πως θα το καταγράφαμε και αυτό και το όλο αφήγημα θα έκλεινε εκεί. Αλλά, όπως ξέρετε έχοντας δει την ταινία, τελικά συνέβησαν πράγματα που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Αυτά τα γυρίσματα ήταν ένα επίπονα επιμορφωτικό ταξίδι.

– Θα βλέπατε έναν παραλληλισμό ανάμεσα σε εσάς κι εκείνον; Ησασταν και οι δύο αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι μιας κοινής ωκεάνιας κουλτούρας, και τελικά επιλέξατε να αποστρέψετε το βλέμμα από τα φώτα της δημοσιότητας και να εξερευνήσετε τη «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού».
– Απολύτως, και αυτό ήταν πράγματι μέρος του ενδιαφέροντός μου για τη Westerly. Μάθαινα για τον εαυτό μου μέσα από εκείνη – ήταν
για μένα σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης στο λούνα παρκ, όπου βλέπεις μέσα του μια άλλη πτυχή του εαυτού σου, μια πλευρά σου
που αποφεύγεις να δεις κατάματα.
– Θα φτιάχνατε στο μέλλον ένα παρόμοιο πορτρέτο για έναν άλλον προσωπικό σας ήρωα – ίσως για τον ανένταχτο, μοναδικό Ντέρεκ Χάιντ;
– Φυσικά – αυτός ο σπάνιος και πολυσχιδής άνθρωπος θα αποτελούσε πρώτης τάξεως θέμα για ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, όχι μόνο επειδή θα μπορούσε εύκολα να ψυχαγωγήσει τους θεατές για 90 λεπτά, αλλά και επειδή θα εκπαίδευε και θα ενέπνεε και εμένα τον ίδιο για όλα τα χρόνια που θα χρειαζόταν για να γυριστεί η ταινία. Ο Ντέρεκ στέκεται μακριά από την εικόνα και την επιφάνεια, ενσαρκώνοντας την αληθινή ουσία του σπορ: έναν μοναχικό δημιουργικό χορό με τη φύση και τον εναγκαλισμό με το φευγαλέο, άγριο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κύμα. Είναι μια σκέψη ρομαντική, και ίσως ακόμα πιο ρομαντική είναι η πεποίθησή μου ότι μπορείς να τη μεταφέρεις και στη χερσαία σου ζωή.
– Ξεκινώντας ως υποκουλτούρες, τα αθλήματα σανίδας ελέγχουν πλέον μια παγκόσμια αγορά. Τελικά, κέρδισαν ή έχασαν;
– Πράγματι, έχουν πια οικειοποιηθεί πλήρως από το mainstream. Και παρά τα οφέλη και την αναγνώριση, η ανάπτυξη μπορεί να είναι ο εχθρός, η κατάρρευση. Ή, όπως μου είπε κάποτε ο φίλος καλλιτέχνης Πολ Τσαν, «η επιτυχία είναι από μόνη της ένα είδος αποτυχίας».
– Πώς θα συνοψίζατε σε έναν μη σέρφερ γιατί το να καβαλάς τα κύματα είναι τόσο εθιστικό;
– Είναι η φύση. Είναι η μεγαλοπρέπεια του ωκεανού. Η ταπείνωση που νιώθεις. Το ότι η θάλασσα σε καθαρίζει, αφήνοντας όλα τα ασήμαντα πράγματα πίσω στην ακτή. Απόδραση. Διψάμε για απόδραση.

