ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Δύο παράξενα πλάσματα
εκδ. Καστανιώτη, 2025, σελ. 100
Ο Στρούθος, ένα πουλί το οποίο διατηρεί ανέπαφα τα σαφέστατα γνωρίσματα στρουθοκαμήλου, επινοείται μαζί με την αφεντικίνα του, την εξάχρονη Ελένη. Αναλαμβάνοντας μάλιστα να μυήσει την τελευταία κατ’ αρχάς στον κόσμο της αδιαπραγμάτευτης αγάπης, το καλοκάγαθο αυτό πτηνό μεταμορφώνεται σταδιακά σε έναν άλαλο, σαφώς ευρηματικό, χαρισματικό γκουρού φώτισης. Το φετίχ, το οποίο ασυστόλως πετάει είναι εν προκειμένω το φετίχ της τιμαλφούς γνώσης. Αυτή η θεμελιώδης εξίσωση συνιστά τον πυρήνα της διηγητικής αφορμής των «Δύο παράξενων πλασμάτων». Γι’ αυτό και δεν είναι τίποτε πιο εύκολο φέρ’ ειπείν από την ανενδοίαστη πτήση του εν λόγω ζεύγους στους ουρανούς. Προκειμένου να τιμηθεί κατά κύριο λόγο η ζωογόνος ιδέα του Πηγάσου, το πέταγμα συμβολίζει τη γείωση του μυθικού στο χώμα του πραγματικού. Ετσι ακυρώνεται η όποια απομάγευση των τοπίων. Η μεταφυσική διάσταση είναι εμφανής εδώ, πλην όμως δεν εξέχει, δεν παραφωνεί, όντας με τακτ συνυφασμένη στο ευρύτερο πλαίσιο των αφηγηματικών εφαρμογών. Κι αυτό οφείλεται βεβαίως στη συγκεκριμένη κειμενική ετοιμότητα του καταξιωμένου, πολυβραβευμένου, ως γνωστόν, Ανδρέα Μήτσου.
Διαπιστώνω ότι η Ελένη, φτάνοντας αισίως στα ενενήντα έξι της χρόνια, ανήκει σε όλες εκείνες τις υπάρξεις οι οποίες εν τέλει φρονούν ότι «είναι προφανώς πολύ δύσκολο για κάποια ανθρώπινα όντα –και ίσως για όλα τα ανθρώπινα όντα– να αποδεχθούν την αιτιοκρατία ως ένα βασικό γεγονός, κι έτσι παραμένουν ανοιχτές πολλές ευρέως γνωστές οδοί διαφυγής. Οταν εξετάζει κανείς κάποια από αυτές, μπορεί πάντα να αισθανθεί μια ελπίδα ότι η οδός δεν θα είναι φραγμένη» (βλ. D.W. Winnicott, «Σπίτι είναι εκεί απ’ όπου ξεκινάμε», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2025). Το γεγονός ότι η ίδια η Ελένη θα παραμένει σε όλη της τη ζωή σταθερά ανοικτή στην όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη διερμηνεία των πολλαπλών φαινομένων του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των αμιγώς παραλόγων, την καθιστά όντως «ευλογημένη». Οπως ακριβώς δεν διστάζει να την αποκαλέσει σε μια από τις εισαγωγικές σελίδες της νουβέλας η πολύπειρη θεία της, ονόματι Ευτέρπη, η ολέθρια μάγισσα, όπως θέλουν να πιστεύουν οι συγχωριανοί της στην ηφαιστειογενή, ακριτική Νίσυρο. Επισημαίνω ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στο προκείμενο έργο δημιουργικής ενόρμησης. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις γεωγραφικές συντεταγμένες ή στη μορφολογία του εδάφους, των βουνών κ.λπ.
Συγκρατώ ότι τα πορίσματα βίου διακρίνονται, μεταξύ άλλων, για την ποιότητα του δομημένου ανθρωπισμού τους. Εστω το εξής παράδειγμα για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «ο καθένας για κάτι συγκεκριμένο αγαπά τον άλλο, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει. Γιατί το βλέπει αυτό, το συγκεκριμένο, σαν θαύμα. Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν πάνω στον άλλο το θαύμα, υπάρχουν όμως και όσοι δεν μπορούν να το δουν ποτέ. Ενα θαύμα γίνεται ο άλλος όταν τον αγαπήσουμε». Η γραφή εξοπλίζει τους κύριους διηγητικούς φορείς με μιαν ιδιάζουσα ικανότητα ανανοηματοδότησης, σε βαθμό μάλιστα που να φαίνεται ότι «το σύμπαν είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μας, φτιαγμένο με σκοπό να παράγει όντα σαν εμάς, όντα που να το μετρούν, να διευρύνουν τα μυστήριά του και να θέτουν κεφαλαιώδη ερωτήματα γύρω από την ίδια την προέλευσή τους» (βλ. William Egginton, «Αγγελοι και σκακιστές», εκδόσεις Πατάκη, 2025).
«Επικίνδυνη όσο μια χειροβομβίδα η γυμνή λέξη, άμα την απασφαλίσεις πρέπει να την πετάξεις αμέσως κι όχι να τη φκιασιδώνεις, αλλιώς σκάει στα χέρια σου».
Σημειώνω, επίσης, ότι χωρίς να καταλήγει σε αυτονόητες διδαχές ή σε περιττές επεξηγήσεις των αυτονόητων, η καθ’ όλα υποδειγματική εξιστόρηση δεν ξεχνάει να τονίσει τους κρίσιμους επικοινωνιακούς παράγοντες, όπως π.χ.: «πολλές φορές οι λέξεις λένε περισσότερα απ’ όσα μπορούμε ν’ αντέξουμε, γι’ αυτό τον λόγο τις ντύνουμε, τους βάζουμε φτιασίδια, για να μην είναι γυμνές […] Από φόβο γίνεται. Επικίνδυνη όσο μια χειροβομβίδα η γυμνή λέξη, άμα την απασφαλίσεις πρέπει να την πετάξεις αμέσως κι όχι να τη φκιασιδώνεις, αλλιώς σκάει στα χέρια σου» (βλ. σελ. 38). Κοντολογίς, πρόκειται για μια καθ’ όλα αρτιωμένη εκδοχή ενδελεχούς συγγραφικής δράσης.

