Επιστήμονας με σημαντική πορεία, θα μπορούσε να κάνει καριέρα σε μεγάλα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια της Δύσης. Δεν το θέλησε. Ζει στην Ελλάδα χρόνια. Εχει πλέον λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Παντρεύτηκε Ελληνίδα, θέλει να ριζώσει στη χώρα μας. Ο λόγος, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει ο ίδιος, είναι ότι περνάει πολύ όμορφα στη χώρα μας. «Εδώ υπάρχουν κοινωνικοί δεσμοί. Μπορεί σε άλλες χώρες της Δύσης να είναι πιο οργανωμένη η ζωή, αλλά αυτό δεν φτάνει για να είσαι χαρούμενος. Θέλεις την ανθρώπινη επικοινωνία, το να μοιράζεσαι τις σκοτούρες και τις χαρές σου», τον έχω ακούσει να λέει.
Μια τέτοια χαρά μοιράστηκε με τους οικείους του, όταν εξελέγη πρόσφατα καθηγητής σε ελληνικό πανεπιστήμιο για να διδάξει το επιστημονικό αντικείμενο με το οποίο είναι παθιασμένος. «Μεγάλη η τιμή μου», μου είπε, χαρούμενος.
Θα ήταν λοιπόν, εκτιμώ, ενδιαφέρουσα για το αναγνωστικό κοινό της «Κ» μια κουβέντα με τον πανεπιστημιακό. Πόσο μάλλον που στην περίπτωση του νεοεκλεγέντος καθηγητή υπάρχουν τρία ιδιαίτερα στοιχεία που λειτουργούν συνδυαστικά σε σχέση με την επαγγελματική του πορεία. Το πρώτο, η χώρα καταγωγής του. Το δεύτερο, το επιστημονικό αντικείμενο που θα διδάξει. Το τρίτο, πως είναι πολύ σπάνιο να εκλέγεται καθηγητής σε ελληνικό ΑΕΙ που κατάγεται από την εν λόγω χώρα. Γι’ αυτά όλα του πρότεινα τη συνέντευξη. Αρνήθηκε.
Οι επιστήμονες επιβεβαιώνουν το κύρος τους μέσα από το έργο τους, όχι διαγκωνιζόμενοι, με φοβική συμπεριφορά, με τους συναδέλφους τους για να διασφαλίσουν το τιμάριό τους.
Από την ευγενική άρνησή του κατάλαβα ότι μάλλον δεν ήθελε να προκαλέσει τους συναδέλφους του με τη δημοσιότητα. «Που δεν αξίζει στον “ψάρακα”;» αναρωτιέμαι, καθώς καταλαβαίνω ότι στο ίδρυμα υφίσταται το μπούλινγκ του νεόφερτου.
Η αλήθεια είναι πως δύσκολα τα βάζεις με το πανεπιστημιακό κατεστημένο και το μεγάλο «εγώ» πολλών πανεπιστημιακών. Λίγο η βαρύτητα που μπορεί να έχει θεσμικά στη δημόσια σφαίρα ο επιστημονικός λόγος, λίγο ο τίτλος της επιστημονικής «ελίτ» που δίνεται στην πανεπιστημιακή κοινότητα κάθε χώρας, είναι εύκολο κάποιος να κατρακυλήσει σε αμετροεπείς συμπεριφορές. Ακόμη κι αν το διαμέτρημα της χώρας μας στο διεθνές επιστημονικό γίγνεσθαι είναι μικρό, αυτό δεν σημαίνει τίποτε για τους πανεπιστημιακούς που θέλουν να κατοχυρώσουν μια θέση ισχύος στον δικό τους –πολλές φορές περίκλειστο και εσωστρεφή– επαγγελματικό χώρο.
Η περίπτωση του πανεπιστημιακού υποδηλώνει το ανταγωνιστικό περιβάλλον που υφέρπει και στα ελληνικά ΑΕΙ· και δεν συμβαίνει μόνο στα κεντρικά ιδρύματα.
Ωστόσο, οι επιστήμονες επιβεβαιώνουν το κύρος τους μέσα από το έργο τους, όχι διαγκωνιζόμενοι, με φοβική συμπεριφορά, με τους συναδέλφους τους για να διασφαλίσουν το τιμάριό τους.

