Υπάρχουν, εν ενεργεία, περισσότεροι από 55.000 διευθυντές ορχήστρας μόνο σε Ευρώπη/Αμερική. Από αυτούς, ασφαλώς, ελάχιστοι φθάνουν στο υψηλότατο επίπεδο, εκείνο δηλαδή που τους εξασφαλίζει τιμητικές προσκλήσεις να διευθύνουν σταθερά τις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου και να ηχογραφήσουν για λογαριασμό των κορυφαίων δισκογραφικών εταιρειών.
O ανταγωνισμός τεράστιος, οι θέσεις περιορισμένες, οι απαιτήσεις ακραία πιεστικές, η αφοσίωση που πρέπει να επιδεικνύεται παροιμιώδης, η μελέτη ασταμάτητη, οι θυσίες αφάνταστες – όλα αυτά συχνά οδηγούν και τα μεγαλύτερα ταλέντα στην απογοήτευση και στην παραίτηση. Αλλά ακόμη και οι πιο τυχεροί ή αποφασισμένοι έρχονται αντιμέτωποι και με άλλες παραμέτρους: λόμπι, συγκεκριμένες καταγωγές που παραδοσιακά δίνουν ένα μη αξιοκρατικό πλεονέκτημα και άλλες αποθαρρυντικές συγκυρίες.
Υπήρχαν διαχρονικά –και υπάρχουν ακόμη– οι μαέστροι-σταρ, το όνομα των οποίων αρκεί για να εξαντληθούν όλα τα εισιτήρια ενός κοντσέρτου ή αυτοί που, επειδή όλοι οι περιφερειακοί παράγοντες είναι εναντίον τους, αναγκάζονται να πάρουν επώδυνες αποφάσεις (παράδειγμα ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο οποίος εγκατέλειψε τη σύνθεση για να εστιάσει αποκλειστικά στη διεύθυνση) που τους εξασφαλίζουν μία θέση στο πάνθεον των αθανάτων.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που κινούνται πιο αθόρυβα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά η σχέση τους με τη μουσική είναι τέτοια που εξασφαλίζει στους ίδιους μόνιμη απασχόληση και χαρίζει σε εμάς αμέτρητες στιγμές μαγείας. Δύο τέτοιοι υπήρξαν οι Ρώσοι Φέντορ Γκλουσένκο και Αλεξάντερ Σκάλσκι – και οι δύο πέθαναν τον Αύγουστο που μας πέρασε. Αλλά το πιο φωτεινό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας, ένας πραγματικά ταγμένος στην υπηρεσία της μουσικής μαέστρος, ήταν ο Γερμανός Κρίστοφ φον Ντόνιανι, που πέθανε το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 96 ετών. Ουγγρικής καταγωγής, όπως μαρτυρεί το επίθετό του, ο Ντόνιανι γεννήθηκε το 1929 στο Βερολίνο και όχι μόνον έζησε τον όλεθρο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ανδρώθηκε στη Γερμανία μέσα σε ένα οξύμωρο πλαίσιο: ήταν 16 ετών όταν τα τάγματα SS κρέμασαν τον δικηγόρο πατέρα του, κατηγορούμενο για αντιχιτλερική δράση, αλλά αργότερα ο παππούς του χρειάστηκε να φυγαδευτεί στην Αμερική λόγω κατηγοριών για συνεργασία με τους ναζί!
Για τον ίδιο, εντούτοις, μόνον ένα πράγμα είχε σημασία: η μουσική. Η πρώτη σημαντική θητεία του ήταν στην Οπερα της Φρανκφούρτης, δίπλα στον σπουδαίο Γκέοργκ Σόλτι. Εκεί εξοικειώθηκε με το έργο των σύγχρονων Γερμανών συνθετών, αλλά ήταν ο δικός του βοηθός, ο Βέλγος Ζεράρ Μορτιέρ, εκείνος που τον επηρέασε καταλυτικά, καθώς τον έκανε μονίμως να αναζητά προκλήσεις πέρα από τα κλασικά ονόματα. Πόσοι, ας πούμε, είχαν ασχοληθεί εις βάθος με το έργο του Βρετανού Χάρισον Μπιρτγουίστλ; Ή ακόμη και του Αμερικανού Τσαρλς Αϊβς;
Το προφίλ του Ντόνιανι ήταν σαφέστατα απόμακρο, βλοσυρό – σε ελάχιστες φωτογραφίες θα τον δούμε να χαμογελάει και σε όλα τα μαγνητοσκοπημένα κονσέρτα που διασώζονται, σπανίως διακρίνουμε τις εκφράσεις του. Βλέπουμε, εντούτοις, τις πειθαρχημένες πλην όμως αρμονικές κινήσεις του, και αυτές μαρτυρούν πολλά: ο Ντόνιανι ήταν πλήρως απορροφημένος από τη μουσική, στο μυαλό του δεν υπήρχε τίποτε παρά μόνον οι ήχοι, οι παρτιτούρες κυλούσαν μέσα στο αίμα του, τα όργανα όλα υπηρετούσαν το σύνολο. Ηταν ένας άνθρωπος που, πολύ απλά, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του (και ας επιχείρησε, αρχικά, να σπουδάσει νομικά), είχε γεννηθεί ακριβώς γι’ αυτό που έκανε και το έκανε στο έπακρο: όταν έγινε γενικός μουσικός διευθυντής στο Αμβούργο, η θητεία του εκεί συνέπεσε με αυτή του αδελφού του, που είχε εκλεγεί δήμαρχος της πόλης. Και οι δύο άφησαν πίσω τους έργο πολύτιμο, με σεβασμό στην παράδοση αλλά σπουδαίες τομές, υπήρξαν μοντέρνοι χωρίς απαραιτήτως να προβάλουν κάποιον ριζοσπαστισμό.
Η καταξίωση ήλθε με την πρόσκληση της φημισμένης ορχήστρας του Κλίβελαντ να εγκατασταθεί εκεί και να αναλάβει μονίμως τη διεύθυνσή της, όπως και έγινε, από το 1984 έως το 2002. Οπως έγραψε κάποιος, «κατάφερε να κάνει μία από τις πιο εμβληματικές αμερικανικές ορχήστρες να ακούγεται… ελάχιστα αμερικανική!». Αποχώρησε ελαφρώς πικραμένος, μόλις έληξε το συμβόλαιό του, καθώς ήρθε σε σύγκρουση με το διοικητικό συμβούλιο, που δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει μια τετραλογία ηχογραφήσεων στις όπερες του «Δαχτυλιδιού» του Βάγκνερ – ήταν άτυχος, γιατί στις αρχές του αιώνα μας η αγορά της κλασικής μουσικής κατέρρευσε.
Είχε, στο μεταξύ, προλάβει τη βιομηχανία στην ακμή της: παγκόσμιες περιοδείες, ηχογραφήσεις για τις πιο έγκριτες εταιρείες (Decca, Telarc, Teldec, London, Chandos, Argo, Philips και ασφαλώς Deutsche Grammophon) και συνολικά περισσότερες από 100 κυκλοφορίες με ένα εντυπωσιακό φάσμα ρεπερτορίου. Δεν δίσταζε να προσεγγίσει έργα του Φίλιπ Γκλας και του Τζον Ανταμς (με τον Εμάνιουελ Αξ στο πιάνο παρουσίασε το «Century Rolls» του τελευταίου σε παγκόσμια πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο του 1997 και με τον ίδιο σολίστ έκανε την αντίστοιχη ηχογράφηση για λογαριασμό της εταιρείας Nonesuch), αλλά, όπως οι περισσότεροι Γερμανοί μαέστροι, γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία με τους κλασικούς: Μπετόβεν, Σούμαν, Μπραμς, Μπρίκνερ.
Συνεργάστηκε με αμέτρητους μουσικούς στην πλούσια καριέρα του και οι μαρτυρίες όλων συγκλίνουν στο ότι, ενώ φυσιογνωμικά δεν φαινόταν ποτέ προσιτός και φιλικός, στην ουσία ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τους συνεργάτες του: αμέτρητοι μουσικοί αναγνώρισαν δημοσίως την υποστήριξή του και πώς τους βοήθησε να εξελιχθούν και να καθιερωθούν.
Εκανε τρεις γάμους (πρώτη σύζυγος η ηθοποιός Ρενάτε Τσίλεσεν, δεύτερη η επίσης συμπατριώτισσά του σοπράνο Ανγια Ζίλγια, τρίτη η Αυστριακή βιολονίστα Μπάρμπαρα Κόλερ) και απέκτησε πέντε παιδιά από τους δύο πρώτους.
Αποσπάσματα από το έργο που άφησε πίσω του έχουν ακουστεί σε κινηματογραφικές ταινίες, όπως «Πέρα από την Αφρική», «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» κ.ά.
Πραγματοποίησε την τελευταία ηχογράφησή του στο Royal Festival Hall του Λονδίνου την 1η Οκτωβρίου του 2015, διευθύνοντας την 85μελή Philharmonia Orchestra (με την ελληνικής καταγωγής Μαρία Ζαχαριάδου στο τσέλο), επιλέγοντας την Ενάτη Συμφωνία του Σούμπερτ.
Ενα χρόνο πριν από τον θάνατό του, η εταιρεία Decca τον τίμησε με μια πολυτελή κασετίνα που περιέχει 40 cd κα όλες ανεξαιρέτως τις ηχογραφήσεις του με την Cleveland Orchestra. «Είμαι πολύ εγωιστής, στην πραγματικότητα», δήλωνε το 1989. «Θέλω να διευθύνω τα πάντα. Δεν θα μου άρεσε να ειδικευτώ στο μοντέρνο ρεπερτόριο, αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω με τον εαυτό μου αν δεν το κατανοούσα πλήρως».

