Αν ο Αλεξάντερ Πέιν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, πιθανότατα θα απαντούσε αρνητικά στην πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Βενετίας, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, να προεδρεύσει της φετινής κριτικής επιτροπής, επιφορτισμένης να απονείμει τον Χρυσό Λέοντα. Θα το έκανε για να μη βρεθεί στην ολοφάνερα άβολη θέση να δικαιολογηθεί για την απόφαση να δώσει το πρώτο βραβείο στο «Father Mother Sister Brother» του Τζιμ Τζάρμους, λέγοντας πως «θαυμάζουμε και έχουμε το ίδιο στην καρδιά μας και τις δύο ταινίες. Κι αν η μία πρέπει να υπερισχύσει της άλλης, αυτό έγινε με διαφορά 0,00001%, διότι πρέπει να πάρεις μια κάποια απόφαση».
Η δεύτερη ταινία στην οποία αναφέρθηκε ο Ελληνοαμερικανός κινηματογραφιστής είναι φυσικά «Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» της Τυνήσιας Κάουθερ Μπεν Χάνια, η οποία συντάραξε το φεστιβάλ και τελικά έφυγε από την τελετή απονομής με το δεύτερο τη τάξει βραβείο.
Διαδηλώσεις και αποθέωση
Για όσους βρέθηκαν το περασμένο δεκαήμερο στη Βενετία, έμοιαζε τρομερά δύσκολο το φιλμ της Μπεν Χάνια να μην κερδίσει: τα 23 λεπτά αποθέωσης στην επίσημη πρεμιέρα, οι ως επί το πλείστον διθυραμβικές κριτικές, οι διαδηλώσεις (και οι δηλώσεις) υπέρ της Παλαιστίνης και, φυσικά, η ίδια η ιστορία της δολοφονημένης εξάχρονης από τη Γάζα, που συμβολίζει την κραυγή αγωνίας ενός ολόκληρου λαού, δεν (θα έπρεπε να) αφήνει πολλά περιθώρια για κάτι διαφορετικό.
Ανεξαρτήτως του αν αληθεύουν οι φήμες περί σοβαρής διαφωνίας στο εσωτερικό της επιτροπής σχετικά με την απόφαση, το γεγονός ότι αυτή –και κυρίως ο πρόεδρός της– δεν βρήκε το θάρρος να κάνει μια σημαίνουσα δήλωση ανθρωπισμού, μοιάζει με χαμένη ευκαιρία.
Στην αντίπερα όχθη, χθες, περισσότεροι από 1.300 επαγγελματίες του σινεμά, ανάμεσά τους αστέρες όπως ο Χαβιέ Μπαρδέμ, η Ολίβια Κόλμαν, η Τίλντα Σουίντον, ο Μαρκ Ράφαλο, αλλά και κινηματογραφιστές σαν τον Γιώργο Λάνθιμο, τον Ασίφ Καπάντια και τον Ανταμ Μακέι, υπέγραψαν δήλωση σύμφωνα με την οποία αρνούνται οποιαδήποτε συνεργασία με ισραηλινούς κινηματογραφικούς οργανισμούς και εταιρείες, τους οποίους θεωρούν «εμπλεκόμενους στη γενοκτονία και στο απαρτχάιντ ενάντια στον παλαιστινιακό λαό».

Ο Χρυσός Λέοντας, όπως είπαμε, κατέληξε στον Τζιμ Τζάρμους, ο οποίος μάλιστα κέρδισε για πρώτη φορά το κορυφαίο βραβείο σε κάποιο από τα μεγάλα κινηματογραφικά ραντεβού. Η ταινία του, ένα χαμηλότονο σπονδυλωτό οικογενειακό δράμα, με τη χαρακτηριστική «ησυχία» και το απολαυστικό χιούμορ, θα μπορούσε να είχε γυριστεί και τη δεκαετία του… 1990 ή, τέλος πάντων, σε έναν κόσμο λιγότερο ταραγμένο και ακατανόητο από τον σημερινό. Αυτό δεν αφαιρεί κάτι από την αξία της, πόσο μάλλον από του σπουδαίου δημιουργού της, ωστόσο σε ένα διαγωνιστικό τμήμα με αρκετά υψηλής ποιότητας φιλμ, τα οποία παράλληλα προσεγγίζουν σύγχρονα θέματα, η συγκεκριμένη επιλογή φαίνεται ακόμη πιο παράξενη.
Ο Γιώργος Λάνθιμος με τη «Βουγόνια» και ο Παρκ Τσαν-γουκ με το «No other choice» ήταν οι δύο -μάλλον- αδικημένοι των βραβεύσεων.
Εξω από τις νόρμες
Από την άλλη, δεν μπορεί να μη χαρεί κανείς με την επιβράβευση ενός καλλιτέχνη που εδώ και δεκαετίες μάς έχει συστήσει ένα μοναδικό σινεμά, έξω από τις συνηθισμένες (αμερικανικές) νόρμες. Αυτή τη φορά αποδίδει φόρο τιμής στην έννοια της… αμηχανίας, την οποία φαίνεται να εκτιμά σε κινηματογραφικό –και μη– επίπεδο: «Πολλά μπορούν να αποκαλυφθούν μέσα από μια αμήχανη ή άβολη κατάσταση· το ίδιο και από τις σιωπές, τις παύσεις και την επικοινωνία δίχως λόγια. Συχνά ο κόσμος λέει για τις ταινίες μου: “Δεν συμβαίνει τίποτα, όλες αυτές οι παύσεις κτλ.”. Οι παύσεις όμως, ειδικά σε αυτή την ταινία, είναι όπως η μουσική, όπου οι νότες που δεν παίζονται κάνουν εκείνες που παίζονται να έχουν νόημα», μας λέει ο Τζάρμους, σε μια εκτενή συνέντευξη στην «Κ», η οποία θα δημοσιευθεί ολόκληρη με την κυκλοφορία του «Father Mother Sister Brother» τον χειμώνα, σε διανομή του Cinobo.
Οταν η κουβέντα έφτασε στα πρώτα του κινηματογραφικά σκιρτήματα, η απάντηση είχε μέσα της ξανά τη μουσική: «Μεγάλωσα στο Ακρον του Οχάιο, όπου έβλεπα μόνο ταινίες με… τέρατα. Μέχρι που, σε κάποιες διακοπές στη Φλόριντα, η μητέρα μου με πήγε να δω το “Thunder Road” με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ. Ηταν σαν έγινε έκρηξη στο μυαλό μου. Αργότερα, ενώ ήμουν στο Παρίσι για σπουδές ανακάλυψα την Ταινιοθήκη (Cinematheque) και το ενδιαφέρον μου για το σινεμά εκτοξεύθηκε. Ανακάλυψα τον Ντράγιερ, τον Μπρεσόν, τον Οζου, αφηγηματικούς ρυθμούς διαφορετικούς από τους αμερικανικούς. Συνειδητοποίησα ότι οι ταινίες είναι όπως η μουσική: άλλοτε ήσυχες και άλλοτε δυναμικές, μέσα στη μουσικότητά τους».
Τα άλλα βραβεία
Ποιοι άλλοι όμως έφυγαν νικητές από τη Sala Grande το βράδυ του Σαββάτου; Ο Μπένι Σάφντι κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας για το μάλλον άχρωμο «The Smashing Machine», στο οποίο πάντως ο ίδιος έστησε μερικές γεμάτες ένταση σκηνές, εντός και εκτός ρινγκ.
Ο υπέροχος Τόνι Σερβίλο αναγνωρίστηκε επιτέλους για την ερμηνεία του στο «La Grazia» του Πάολο Σορεντίνο. Η Κινέζα Ζιν Ζιλέι κέρδισε το αντίστοιχο βραβείο στις γυναίκες για την αφοσιωμένη δουλειά της στο «The sun rises for us all» του Κάι Σανγκτζούν. Καλύτερο σενάριο αναδείχθηκε εκείνο των Βαλερί Ντονζελί και Ζιλ Μαρσάντ για το γαλλικό «At Wοrk», ενώ το Ειδικό Βραβείο της επιτροπής πήγε στο εξαιρετικό «Bellow the Clouds» του Τζιαφράνκο Ρόσι.
Τέλος, λόγος πρέπει να γίνει και για δύο μάλλον αδικημένους: ο Γιώργος Λάνθιμος («Βουγονία») και ο Παρκ Τσαν-γουκ («No other choice») παρουσίασαν ευφυέστατες, απολύτως σύγχρονες σάτιρες της σημερινής πραγματικότητας, ωστόσο έμειναν εκτός νυμφώνος.

