Καλή και αγαπημένη φίλη βρέθηκε στην όχι ασυνήθιστη θέση να πρέπει να αδειάσει το σπίτι των γονιών της, τους οποίους «έχασε» σχετικά πρόσφατα. Με τον χρόνο να πιέζει λόγω διδακτικών και άλλων υποχρεώσεών της στο εξωτερικό, μου άφησε δύο χαρτοκιβώτια με βιβλία, από την οικογενειακή βιβλιοθήκη, λέγοντάς μου να δω ποια από αυτά είχαν κάποια αξία. Μαζί με άλλους «θησαυρούς», υπήρχε ανάμεσά τους και ένας στον οποίο «έπεσα με τα μούτρα», όπως λέμε: Ερριέττας Στόβης, «Η καλύβη του Θωμά», με (αυθαίρετον εν μέρει) πλάγιον τίτλο «Ο βίος των μαύρων εν Αμερική», σε μετάφραση («μετηνήχθη υπ’ εμού») του γνωστού λογίου και ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, έκδοση Φιλομούσου Λέσχης, Αθήνησι 1860. Φυσικά, πρόκειται για το γνωστό μυθιστόρημα της Harriet Beecher Stowe «Uncle Tom’s Cabin. Life among the lowly». Το βιβλίο της Χάριετ Μπίτσερ Στόου κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1851, είχε εκπληκτική εμπορική επιτυχία (300.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο) και μεταφράστηκε πολύ σύντομα στις πιο γνωστές γλώσσες του κόσμου (στα ελληνικά ήδη από το 1855). Ωθησε, μάλιστα, αργότερα τον πρόεδρο Λίνκολν να πει κάτι σαν «αυτό το βιβλίο συνέβαλε ίσως όσο τίποτε άλλο στο να κερδίσουμε τον πόλεμο», εννοώντας βέβαια τον Αποσχιστικό Πόλεμο (Secession War) του 1861-65, τον κοινώς λεγόμενο Πόλεμο Βορείων και Νοτίων, όταν οι πολιτείες του Νότου επιχείρησαν να αποκτήσουν δική τους κρατική υπόσταση στην οποία θα εξακολουθούσε να ισχύει ο θεσμός της δουλείας.
O Αβραάμ Λίνκολν Η «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», σύμφωνα με τον Λίνκολν, συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των Βορείων στον αμερικανικό Εμφύλιο (1861-65).
Πραγματικό κελεπούρι η έκδοση για γλωσσολάγνους λεξιθήρες, και όχι μόνο. Από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει. Από τα κύρια ονόματα, ίσως. Συναντάμε, λοιπόν, τον κύριο Λεγρή (Legree), τον κύριο Σελβή (Shelby), τον κύριο Αλεϋ (Haley), τον Γεώργιο Αρρις (George Harris), τον κύριο Bίρδη (Bird) και τη σύζυγό του κυρία Βίρδου (!), την Κασσία (Cassy), τον κύριο Saint Clare ως Σιγκλάρα, τη Θωψή (Topsy), τον Ζιμά (Jim), τα άλογα Βιλλ και Ζερρύν (Bill and Jerry), τον εφευρέτη μηχανής κατεργασίας του βαμβακιού Ουτνέιο (Eli Whitney), τον Ωχιό (του Ωχιού), προφανώς τον ποταμό Οχάιο. Και βέβαια, τη συγγραφέα του βιβλίου ως Ερριέττα Βείχερ Στόβη, κόρη του αιδεσιμώτατου Λυδμάνου (Lyman) Βείχερ (Beecher).
Επίσης, στον σύντομο πρόλογό του στην έκδοση, ο Καρασούτσας δίνει πολύτιμες πληροφορίες, γλωσσικού και πραγματολογικού χαρακτήρα, για την τότε ονομασία αλλά και για την πληθυσμιακή σύνθεση των αμερικανικών πολιτειών στις οποίες εκτυλίσσεται η δράση. Μαθαίνουμε έτσι ότι, βάσει απογραφής του 1830, είχαμε: 523.490 «ελεύθερους» και 165.350 «δούλους» στην Κεντυκία, 542.450 και 142.380 στην Τενενσία, 115.200 και 24.990 στον Μισσουρή, 343.320 και 102.880 στη Μαρυλάνδη, 106.130 και 109.630 στη Λουϊσιανή, 19.210 και 15.510 στη Φλωρίδα, κ.λπ., κ.λπ.
Οι ήρωες της «Καλύβης» – Οι Αφροαμερικανοί πρωταγωνιστές στο έργο της Στόου αναφέρονται άλλοτε ως «Αιθίοπες», άλλοτε ως «Αφρικανοί» και άλλοτε απλώς ως «μαύροι».
Οσο για τον τίτλο του σημερινού κειμένου, παραπέμπει αφενός στους Αφροαμερικανούς πρωταγωνιστές της αφήγησης, οι οποίοι αναφέρονται άλλοτε ως «Αιθίοπες», άλλοτε ως «Αφρικανοί» και άλλοτε ως απλώς «μαύροι», και αφετέρου σε ορισμένους λευκούς οι οποίοι, άλλοτε δικαίως και άλλοτε καταχρηστικώς, χαρακτηρίζονται «γεντηλμάνοι» (gentlemen). Αναφορές υπάρχουν επίσης σε μιγάδες, οι οποίοι αποκαλούνται «αμφιγενείς» ή άλλως πως «ημίλευκοι» (τύπο ψωμιού θυμίζει αυτό…). Οσο για ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα, όρεξη να έχει κάποιος και το «κοίτασμα» αποδεικνύεται ανεξάντλητο. Ενδεικτικά και μόνο, αναφέρω: «βαρύμηνις» (οξύθυμη) γυνή, «ευτραπελία», «εξίτηλα» ράκη, «οξύχολος», «θεοστυγές» (βδελυρό) σύστημα, «θεοπρεπής» γλώσσα, έπιναν «πόνσιον» (punch), «ημικεχηνός» στόμα, «εύδιος» καιρός, «κάλλος» άμαχον, «εριότριχος» (wooly-headed), ο κεραυνός «σμαραγεί» (βροντάει), «συνεσταύρωσε» τους βραχίονας και «έδακε» τα χείλη «απομάσσουσα» τα δάκρυά της, «θηριόσπλαχνος», τας τέρψεις και ίυγγας, κ.ά. Ιδού και κάποιοι στίχοι εκκλησιαστικού ύμνου, από το Κεφάλαιο 22 της «Καλύβης», μεταφρασμένοι από τον (κυρίως γνωστόν στην εποχή του ως ποιητή, ας μην ξεχνάμε) Καρασούτσα: «Ω! τας πτέρυγας αν είχα της Αυγής, αυτάς ανοίγων/ Εις της Χαναάν τας όχθας θα επέτων μετ’ ολίγον» (Oh, had I the wings of the morning, I’d fly away to Canaan’s shore).
Και κάτι ακόμα, αξιοπερίεργο όσο και ενδιαφέρον. Ο ίδιος τόμος, πιθανότατα με πρωτοβουλία τού κάποτε ιδιοκτήτη του, περιλαμβάνει και… δεύτερο βιβλίο. Τις σχεδόν 500 σελίδες της «Καλύβης» ακολουθούν άλλες περίπου 250, με το έργο «Εν τηι φυλακή μου» του Σιλουΐου Πελλίκου (sic). Πρόκειται για τις αναμνήσεις («υπομνήματα», κατά τη δική του διατύπωση) «Le mie prigioni» του Silvio Pellico, Πιεμοντέζου δραματουργού και καρμπονάρου. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1832 και μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1845 από τον Ι. Γ. Πατάκη, «σχολάρχη Πειραιώς», του οποίου το όνομα ομολογώ ότι πρώτη φορά συναντώ. Απίθανο πάντως να ήταν πρόγονος του Στέφανου Πατάκη, ιδρυτή του γνωστού εκδοτικού οίκου, με δεδομένο ότι ο ίδιος ο Στέφανος Πατάκης έχει αναφερθεί επανειλημμένα στις ουγγρικές ρίζες της οικογένειάς του. Πάσα πληροφορία για τον Ι. Γ. Πατάκη όχι μόνο ευπρόσδεκτη, αλλά και πολύτιμη. Τουλάχιστον για τους βιτσιόζους των μεταφράσεων και της ιστορικής διαδρομής τους στη χώρα μας.

