Ο αποσιωπημένος Δημαράς

Το κυριότερο ερώτημα που θέτει και συζητάει ο Γιάννης Δημητρακάκης για τον Δημαρά της πρώτης περιόδου, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Διαδρομές της σκέψης του Κ. Θ. Δημαρά» (εκδόσεις Σοκόλη, 2025), αφορά το περιεχόμενο του χριστιανισμού του

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Το κυριότερο ερώτημα που θέτει και συζητάει ο Γιάννης Δημητρακάκης για τον Δημαρά της πρώτης περιόδου, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Διαδρομές της σκέψης του Κ. Θ. Δημαρά» (εκδόσεις Σοκόλη, 2025), αφορά το περιεχόμενο του χριστιανισμού του. Αρχικά, όπως τεκμηριώνει ο Δημητρακάκης, ήταν ένας χριστιανισμός μεταφυσικός, πνευματικός, «μια καθαρά πνευματική πειθαρχία» (λόγια του ίδιου του Δημαρά, σ. 45), ένας χριστιανισμός του δόγματος, αντι-ηθικός· η μετατροπή του χριστιανισμού σε ηθική και κοινωνική διδασκαλία αποτελεί έκπτωση του χριστιανισμού (σ. 47). Ακολουθώντας Γάλλους καθολικούς στοχαστές, κυρίως τον Μαριταίν, αλλά και τον Μπερντιάγεφ, τον οποίο θεωρεί τον «μεγαλύτερο χριστιανό φιλόσοφο της εποχής μας» (σ. 32), πιστεύει και εκείνος ότι ο χριστιανισμός είναι ριζικά επαναστατικός, ότι μόνο αυτός μπορεί να αντιπαλέψει τον αστικό κόσμο, και όχι ο σοσιαλισμός που είναι ουσιαστικά γέννημά του. Στον παρακμασμένο αστικό πολιτισμό, που είναι διαποτισμένος από τον ορθολογισμό, ο Δημαράς αντιτάσσει και υπερασπίζεται τον Μεσαίωνα (σ. 26-27), τον δυτικό περισσότερο παρά το Βυζάντιο, ακριβώς επειδή στο Βυζάντιο είναι ισχυρή η παρουσία του ελληνικού ορθολογισμού, του αντίποδα δηλαδή της χριστιανικής πνευματικότητας (σ. 33). Η γενεαλογία του κακού είναι σαφής: κλασική Ελλάδα, Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση.

Μέσα σε αυτή την πρώτη περίοδο συντελείται ήδη μια πρώτη μετατόπιση: από το 1933 ο Δημαράς προσχωρεί στην ιδέα του κοινωνικού χριστιανισμού, τον οποίο προηγουμένως αποδοκίμαζε. Εξ ου και η θετική ανταπόκρισή του στη Χριστιανική Κοινωνική Ενωση του Παναγιώτη Μπρατσιώτη, την οποία στήριζε θερμά και ο Αλέξανδρος Τσιριντάνης. Ενώ υιοθετεί την κυρίαρχη ιδέα του ελληνοχριστιανισμού (βλ. το κείμενο που παραθέτει ο Δημητρακάκης, σ. 39, αλλά και πολλά άλλα), απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι συχνά επιφυλακτικός: της προσάπτει αρχικά «επικίνδυνο πανηθικισμό» (σ. 47) και αδιαφορία για τα δογματικά ζητήματα, ενώ, αφότου προσχωρεί στον επαναστατικό χριστιανικό κοινωνισμό, την κατηγορεί για συντηρητισμό και συμβιβασμό με το αστικό καθεστώς (σ. 55). Αν όμως είναι επιφυλακτικός έως και αρνητικός για την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι αντίθετα επαινετικός για την πανεπιστημιακή Ορθόδοξη Θεολογία: «κατ’ εξοχήν ζώσα σήμερον επιστήμη εις την Ελλάδα είναι η θεολογία», γράφει ο Δημαράς το 1930, σε βιβλιοκρισία του για την «Πατρολογία» του Δημ. Σ. Μπαλάνου (σ. 106). Εκτιμάει τον Παν. Μπρατσιώτη, συνομιλεί, μέχρι το 1951, με τον Μπαλάνο. Το 1933, στην εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του Κοραή, ο Μπαλάνος εκφωνεί εγκωμιαστικό λόγο με τίτλο «Ο Αδαμάντιος Κοραής περί εκκλησίας και κλήρου». Ο Δημαράς, που είναι παρών στην ομιλία αυτή, δεν πείθεται τελικά από τον ομιλητή, αλλά, όπως ομολογεί, η διάλεξη αυτή στάθηκε ο πρώτος κλονισμός των αντικοραϊκών πεποιθήσεών του (σ. 100). Εδώ έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι που εκτιμάει ο Δημαράς είναι ακριβώς οι ίδιοι με εκείνους που θα κατεδαφίσει ο Γιανναράς και η θεολογία του ’60.

O Φίλιππος Ηλιού ήξερε και συνειδητά αποσιώπησε τη χριστιανική πτυχή του έργου του Δημαρά, την οποία ασφαλώς και υποτιμούσε. Του χρειαζόταν ο αστός Δημαράς, ο κήρυκας του Διαφωτισμού.

Τα πρώιμα αυτά κείμενα της χριστιανικής περιόδου του Δημαρά φανερώνουν συγγραφέα με πνευματική αγωνία και νευρώδες εκφραστικό όργανο. Η χριστιανική σκέψη του έχει θέρμη και ένταση, αλλά δεν πρόλαβε να αποκτήσει βάθος και ωριμότητα. Δεν αμφισβητώ διόλου την πίστη του, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο χριστιανισμός του είναι πιο πολύ ένας χριστιανισμός ιδεών. Εκείνο πάντως για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι δεν πρόκειται για έναν χριστιανισμό εκκλησιαστικό, έναν χριστιανισμό της κοινής λατρείας του Θεού. Δεν διαφαίνεται πουθενά κάποια σχέση του με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.

Στην προηγούμενη επιφυλλίδα για το βιβλίο του Γ. Δημητρακάκη, σε αυτήν εδώ τη στήλη (3.8.2025), έβαλα τίτλο «Ο άγνωστος Δημαράς», και στη σημερινή «Ο αποσιωπημένος Δημαράς». Ισχύουν ακριβώς και τα δύο: οι μαθητές του στο Παρίσι, όπου άρχισε να διδάσκει το 1970, στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο (Σορβόννη), όχι απλώς αγνοούσαν αυτή την πλευρά της ζωής και του έργου του αλλά δεν ενδιαφέρονταν και να τη μάθουν. Hταν τα χρόνια της Δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης, και εκείνοι ήταν αριστεροί (του ΚΚΕ εσωτερικού οι περισσότεροι), τι ενδιαφέρον λοιπόν να έχουν τότε για τον χριστιανό Δημαρά; Ούτε και ο ίδιος όμως τους μιλούσε για τις παλιές αγάπες και τα παλιά διαβάσματα. Οι παρισινοί μαθητές λοιπόν και μετακενωτές των ιδεών του πράγματι δεν ήξεραν. Υπήρχαν ωστόσο και ορισμένοι που ήξεραν, όσοι κυρίως είχαν συνδεθεί μαζί του από την Αθήνα: ο Παν. Μουλλάς, ο Σ. Ι. Ασδραχάς και άλλοι. Κυρίως όμως ήξερε ο Φίλιππος Ηλιού, ήξερε και συνειδητά αποσιώπησε τη χριστιανική πτυχή του έργου του Δημαρά, την οποία ασφαλώς και υποτιμούσε. Ο Ηλιού ήταν πάνω από όλα πολιτικό ον, είχε πολιτικό σχέδιο για την Ελλάδα και τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, συστατικό στοιχείο του οποίου ήταν η απαλλαγή της από τις «κυριαρχούσες αδράνειες, [τις] παραδοσιακότητες, οι οποίες λειτουργούσαν σαν βαρίδια που εμπόδιζαν την απογείωση» («Οι ασέβειες του ιστορικού», Ερμής, 2003, σ. 36), με δυο λόγια η ήττα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της επιρροής της. Αυτό το σχέδιο ο Ηλιού δεν μπορούσε ιδεολογικά να το υποστηρίξει με τον Κορδάτο, τον Ζεύγο, τον Γληνό, ούτε καν με τον Σβορώνο, με τον οποίο επίσης σχετιζόταν στενά. Του χρειαζόταν ο αστός Δημαράς, ο κήρυκας του Διαφωτισμού, που όσα έγραφε «θεωρήθηκαν και είταν επικίνδυνα και ανατρεπτικά, στο μέτρο ιδίως που προέρχονταν από έναν φωτισμένο αστό […], του οποίου το κοινωνικό κύρος και η πνευματική ακτινοβολία δεν ήταν πολύ εύκολο να υπονομευθούν» (στο ίδιο, σ. 36-37). Αυτόν τον ρόλο του Ηλιού αναγνωρίζει και ο Ασδραχάς στο κείμενό του «Η Αριστερά και ο Κ.Θ. Δημαράς» (Ελευθεροτυπία/Βιβλιοθήκη, 7.1.2005). Ο Ηλιού, που ορθά θεωρείται πρωτομάστορας της κυριαρχικής διάδοσης του έργου του Δημαρά, δεν προσχώρησε ακριβώς στον Δημαρά, αλλά τον προσεταιρίστηκε. Μη θεωρήσει κανείς πως υπονοώ ότι τον αλλοίωσε ή τον στρέβλωσε, τον προσεταιρίστηκε νόμιμα γιατί του χρειαζόταν στο δικό του πρόταγμα, που δεν ταυτιζόταν οπωσδήποτε με εκείνο του Δημαρά.

Καταληκτικά, θα έλεγα ότι τα διαβάσματα και τα γραψίματα του Δημαρά της πρώτης περιόδου προετοιμάζουν έναν στοχαστή και δοκιμιογράφο, έναν συγγραφέα. Δεν συνέχισε σε αυτόν τον δρόμο, αλλά αποφάσισε να γίνει γραμματολόγος και ιστορικός. Αλλοι μπορεί να λυπούνται και άλλοι να χαίρονται με αυτή την εξέλιξη. Δεν έχει νόημα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο Δημαράς έγινε αυτό που ήταν να γίνει, αυτό που ένας ανεπίγνωστος εσωτερικός μηχανισμός τον οδήγησε να γίνει.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT