Η κυρία Μαίρη με την κόρη της ήταν κάθε μέρα από νωρίς το πρωί στο υπαίθριο δημοτικό πάρκινγκ του λιμανιού. Μαζί με καμιά δεκαριά άλλους αγρότες, που κατέβαιναν από τα χωριά του νησιού για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, άπλωνε στην καρότσα του αγροτικού τούς καλοκαιρινούς θησαυρούς της, όλοι παραγωγής της, απ’ τα χεράκια της.
Φρέσκα, μαύρα σύκα πεντάγλυκα, μοσχοβολιστά πεπόνια, τρυφερά αμπελοφάσουλα, βλίτα, στρουμπουλές μελιτζάνες και κολοκύθια, κλωσάκια –τα σαμιώτικα ξυλάγγουρα–, ντομάτες. Αλλά τι ντομάτες… Διαφορετικές από τις συνηθισμένες. Είχαν κοκκινομώβ απόχρωση, ήταν σχετικά μικρούτσικες, κακομούτσουνες θα έλεγε κανείς ή για να το θέσουμε πιο κομψά, όχι και τόσο ελκυστικές στην όψη. Και τσουχτερές στην τιμή τους.
Η κυρία Μαίρη, λες και διάβασε τη σκέψη μου, με πρόλαβε: «Είναι ο παλιός σπόρος του μπαμπά μου. Δεν ζει πια, αλλά επιβιώνουν οι ντομάτες του. Πάρε και θα με ευχαριστείς».
Πράγματι, ούτε που θυμάμαι από πότε είχα να φάω τόσο νόστιμη ντομάτα, λεπτόφλουδη, με λίγα σπόρια, γλυκιά, αρωματική, βουτυράτη, με ζωηρή ντοματένια γεύση.
Οι παλιοί σπόροι, οι τόσο σπάνιοι σήμερα, είναι κεφάλαια του γαστρονομικού πολιτισμού και της παράδοσης κάθε τόπου.
Η πορεία της ντομάτας στα ελληνικά εδάφη δεν είναι μακρά.
Εφτασε στην Ελλάδα πριν από περίπου 200 χρόνια, αρχικά ως καλλωπιστικό είδος και αργότερα μπήκε στη διατροφή. Ο μύθος θέλει η πρώτη καλλιέργειά της να έγινε το 1818 σε γλάστρα, από καπουτσίνο μοναχό στο μοναστήρι τους στην Πλάκα, που βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία Λυσικράτους, μέχρι το 1824 που το έκαψε ο πασάς της Καρύστου, Ομέρ, στην επιχείρηση κατάληψης της Αθήνας. Στην Ευρώπη η ντομάτα είχε φτάσει νωρίτερα από την Κεντρική και Νότια Αμερική, μέσω Ισπανών εξερευνητών.
Ταίριαξε ιδανικά στη χώρα μας, καλύτερα κι από ιθαγενή φυτά και γι’ αυτό σε κάποιες περιοχές έχει χτιστεί παράδοση στην καλλιέργεια και παραγωγή ντομάτας. Ελληνικές ποικιλίες φυσικά δεν υπάρχουν, όμως υπάρχουν τοπικοί πληθυσμοί – ποικιλίες, που προσαρμόστηκαν άψογα στα εδάφη και στο πέρασμα των χρόνων κρατάνε την πλούσια γεύση τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Οι παλιοί, πολύτιμοι σπόροι, οι τόσο σπάνιοι σήμερα, που τους διάλεγαν με προσοχή για την επόμενη χρονιά οι παραγωγοί, είναι κεφάλαια του γαστρονομικού πολιτισμού και της παράδοσης κάθε τόπου. Οι σύγχρονες καλλιέργειες και η ανάγκη για επάρκεια τροφής, δεν τους έχουν αφήσει πολύ χώρο. Οπου τους πετυχαίνουμε πρέπει να τους προτιμάμε, κι ας είναι λίγο ακριβούτσικοι. Είναι σαν να προστατεύουμε μια κιβωτό γνώσης, τον τεράστιο πλούτο που κρύβεται μέσα σε ένα τόσο δα σποράκι.

