Οτι η ζωγραφική μπορεί να μεταμορφώσει την καθημερινότητα, τον οικείο χώρο του σπιτιού και του εργαστηρίου, με όλα τα περιεχόμενα αντικείμενα και τους ανθρώπους του, σε αναρρωτήρια τελετουργία, το γνωρίζουν καλά όσοι στάθηκαν ποτέ, έστω και μια φορά στη ζωή τους, καθηλωμένοι μπροστά σ’ ένα έργο τέχνης.
Το γνωρίζουν και το επιζητούν, ατενίζοντας τη μεγάλη οθόνη της αυτογνωσίας μας που εκτείνεται από τo σπήλαιο της Αλταμίρας ώς τη «Νυχτερινή περίπολο», και από τα επιτάφια πορτρέτα του Φαγιούμ ώς το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», προσδοκώντας κάθε φορά να επαληθευτεί το μικρό θαύμα μπροστά στα μάτια τους: να εκμαιεύεται από το εφήμερο μια λάμψη αθανασίας και από τους κοινούς τόπους της ζωής μας η αναπάντεχη κατάφαση. «Για λίγο», θα συμπλήρωνε ο Καβάφης, όσο είμαστε έτοιμοι να παραδοθούμε στην παραμυθία της ζωγραφικής απεικόνισης του κόσμου, σ’ αυτή την επικούρεια διδασκαλία των χρωμάτων. Ενα χρώμα που δεν ψεύδεται, ένα χρώμα σωστά τοποθετημένο, ανανεώνει το άγραφο συμβόλαιο θαυμασμού που μας κρατά αλληλέγγυους με μια καλύτερη, λιγότερο ευτελισμένη και ίσως αδαπάνητη, εκδοχή μας, αποκαθιστώντας για λίγο την ποίηση του κόσμου. Δεν μοιάζει πια υπερβολή να πούμε ότι το χρώμα, τα αλλεπάλληλα ημιτόνια στη χρωματική κλίμακα της προσήλωσής μας, δεν είναι απλώς έκφραση των συναισθηματικών διακυμάνσεων, της ζωγράφου και των δικών μας, αλλά μια «πράξη πίστης», όπως επέμενε ο Vuillard.

Τέτοιες σκέψεις υπαγορεύει η ζωγραφική της Λήδας Κοντογιαννοπούλου, σκέψεις συνηθισμένες, μοτίβα του δειλινού, σ’ ένα συνηθισμένο απόβραδο της ζωής μας, στο Νιου Χέιβεν ή στην Αθήνα, όταν τα πράγματα γύρω μας μοιάζουν έκθαμβα, καθηλωμένα, «με το να είναι απλώς αυτά που είναι»· όταν όλα παλιννοστούν, μετά το σκόρπισμα της μέρας, και γίνονται εσωτερικά· όταν όλα γίνονται πάλι σπίτι. Είναι η ορισμένη ώρα, η μενεξεδιά, «η ώρα η δειλινή που μάχεται κατά το γυρισμό», εκεί που αναστέλλεται ο χρόνος και τίποτα δεν βιάζεται να φύγει, να βαθύνει προς τη νύχτα και τον ύπνο, τον δίδυμο του θανάτου. Είναι η περισυλλογή μετά τη διασπορά, η επαναρτίωση μετά τον κατατεμαχισμό, ο μικρός καθημερινός νόστος, φορτωμένος παμπάλαιες σημασίες και νέα αξιοπρέπεια: Εσπερε, πάντα φέρων, όσα φαίνολις εσκέδασ’ Αύως.
Με όλη τη μικρογραφική εξάρτυσή της και τον χαμηλόφωνο εικονογραφικό της πλούτο, η ζωγραφική της Κοντογιαννοπούλου ισορροπεί, στοχαστική και ευοίωνη, εκεί που σταματούν τα βράδια, εκεί που περιμένουμε να διασταλεί, όσο χρειάζεται για να μας χωρέσει ακέραιους, η ηθική εκκρεμότητα του κόσμου, την ίδια ακριβώς στιγμή αλλά στο άλλο άκρο της σκληρής ειρωνείας του Σεφέρη: «Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας / πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως». Με τα γαλήνια τούτα νυχτερινά, η Κοντογιαννοπούλου πάει στο σπίτι και ανάβει το ένα φως μετά το άλλο, αναποδογυρίζοντας όμως την εικόνα για να φανερωθεί η άλλη πλευρά, με το δικό της παρήγορο ήθος. Το αστικό τοπίο γίνεται εσωτερικό, το έξω έρχεται και σβήνει μέσα, αλλά το μέσα δεν αμύνεται, δεν κρύβεται από το έξω, δεν το αποστρέφεται: το εσωτερικεύει, και εσωτερικεύοντάς το εξευγενίζεται και εξευγενίζει σε μια σχέση αμοιβαίας δωροφορίας: Το «Σούρουπο» και τα «Τουρκοβούνια» δανείζουν κάτι από το χρώμα τους και τη βαθιά γαλήνη τους στην «Κουζίνα στα μπλε», όπου τέσσερις γυναίκες συνυπάρχουν προετοιμάζοντας το δείπνο· και το «Σταυροδρόμι» κατακρατεί –σαν να τό ’χουν διαποτίσει– τα τελευταία γαλάζια του δειλινού, έχοντας σε λίγο απέναντί του τη «Δανάη στη βεράντα», σκυμμένη μπροστά στον υπολογιστή της.
Με τον ίδιο ηθικό κυματισμό, αναδύονται από το βαθύ γαλάζιο οι δύο διπλές αυτοπροσωπογραφίες της Κοντογιαννοπούλου. Σκοπός τους δεν είναι να προβάλουν τη μορφή της ζωγράφου διπλασιασμένη στην οθόνη της κοινής αυταρέσκειας. Αντιθέτως, την ενσωματώνουν πάλι εκεί που σταματούν τα βράδια, μέσα και έξω από το σπίτι· εκεί που κοιμάται ακόμα η Δανάη, και στα Τουρκοβούνια σουρουπώνει σαν από πάντα και για πάντα. Ο διπλασιασμός δεν είναι κατοπτρικός ούτε δηλώνει διχασμό της εικονιζόμενης ζωγράφου σε αντίπαλες ή αντιφερόμενες εκδοχές της. Εικονογραφεί την ίδια εκκρεμότητα του κόσμου, τη βραδινή περισυλλογή, όταν η πρόθεση μένει ασχημάτιστη, η απόφαση μετέωρη και το βλέμμα απρόβλεπτο: μας αντικρίζει καταπρόσωπο, στρέφει και κοιτάζει στο πλάι, έξω από το έργο ή ίσως μέσα σ’ αυτό, βυθίζεται στις σελίδες ενός βιβλίου, αφαιρείται, αστρονομίζεται. Το αναπαυμένο συναίσθημα δεν εξωραΐζει τον τρόμο της θνητότητας, το αδιαπέρατο πένθος του κόσμου: δείχνει ένα σούρουπο που δεν θα γίνει ακόμα νύχτα, αλλά μένει εκεί, ακίνητο, για να ομολογήσει όλο το κρυμμένο χρώμα του, ένα βαθύ μπλε που δεν θα γίνει μαύρο, μια ασάλευτη ζωή με νυχτερινά εσωτερικά, χαμηλό φωτισμό και σπίτια που σταματούν κι αυτά για λίγο να ταξιδεύουν και αναπαύονται στη σημασία τους – άγνωστο για πόσο· σπίτια σαν μακρινή παρήγορη απόκριση στη σεφερική Κίχλη: «τα σπίτια που είχα μου τα πήραν».

Με την εξαίρεση της τριπλής ανδρικής παρουσίας στο «Οικία Ν. Π. και Ρ. Λ.» (έργο σχεδιασμένο με την ευρυγώνια προοπτική που οργανώνει και την «Οικία Σεφέρη»), ο ζωγραφικός κόσμος της Λήδας Κοντογιαννοπούλου είναι κόσμος γυναικών. Χώροι κατάφορτοι με μνημονικά ίχνη σε τραπεζάκια πάνω, με λάμπες και αναμνηστικά αντικείμενα, πολύχρωμα κιλίμια και χαλιά, βιβλία, έργα τέχνης, σκεύη κάθε λογής, σαν ένας πληθυσμός από νεκρές φύσεις πλαισιώνουν τη ζωντανή παρουσία τους· και σεβάσμια πρόσωπα, οι αρχιεργάτες της ανθρώπινης έκφρασης, βρίσκονται σπαρμένα εδώ κι εκεί, σαν μικροί λάρητες, για να τις φυλάγουν: ένας Μπαχ στο πλάι του ψυγείου, ένας Ρέμπραντ δίπλα στο καβαλέτο. Η «Νίκη», σε μια παραδείσια πλησμονή από λουλούδια, παλιούς ζωγραφισμένους δίσκους και λαϊκές εικόνες, είναι η περιφανής νίκη του χρώματος· χορός γυναικών, ζωγραφισμένες κατά μόνας η μια μετά την άλλη, «Χρύσα», «Κλέρη», «Ντάνα», «Μάτα», «Κλέρη και Μπουνάτσα», εξαλλάσσουν ευφρόσυνα το πιο τίμιο, τη μορφή τους, σε εγκώμιο της τέχνης· και τον νήδυμο ύπνο της Δανάης τον σκέπει προστάτης άγγελος του Μόραλη. Κανείς δεν ξέρει αν αυτή η διάταξη, αυτό το άρμοσμα προσώπων και αντικειμένων –όπως λουλουδιών σε ανθοδέσμη– οφείλεται σε δώρο της τύχης ή στο χέρι της ζωγράφου. Δεν έχει, άλλωστε, καμιά σημασία. Σημασία έχει πως σαν από κάποια σιωπηρή εντολή, σαν από μια ευχή που ανέλπιδα πραγματοποιείται, ο χρόνος είναι σταματημένος στο σημείο της αναίρεσής του: η Ρίτα θα συνεχίσει να διαβάζει, η Δανάη θα κοιτάζει τον υπολογιστή της στη βεράντα, και στα Τουρκοβούνια θα σουρουπώνει – όπως ο ήλιος του απογεύματος θα φτάνει πάντα ώς τα μισά του κρεβατιού που αναθυμάται ο Καβάφης.

Κι ύστερα ο νους κοιτάζει να πιαστεί από αυτό το λίγο, το ελάχιστο: πως ίσως ο κόσμος χρειάζεται ακόμα την τρυφερή επιμονή της απεικόνισής του για να φανερωθεί όπως είναι. Ή όπως πιστεύουμε πως είναι· για λίγο ακόμα. Η ζωγραφική της Κοντογιαννοπούλου μάς υπενθυμίζει διακριτικά ότι παρά τον πόνο και την ασχήμια που προστίθενται, κάθε μέρα, στην ανθρώπινη κατάσταση, το χρέος μας στην ομορφιά του κόσμου παραμένει ανεξόφλητο.
Ο κ. Διονύσης Καψάλης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Τελευταία του βιβλία: «Η απόσυρση του τεχνίτη» και «4+1 κείμενα για την έκθεση του Γιώργου Χατζημιχάλη στο Μουσείο Μπενάκη». Και τα δύο βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αγρα.
«Νύχτες» της Λήδας Κοντογιαννοπούλου, 11/9 έως 11/10 στην γκαλερί «Σκουφά».

