Ελεν Γκάρνερ στην «Κ»: Το σπίτι είναι το κέντρο του κόσμου

Ελεν Γκάρνερ στην «Κ»: Το σπίτι είναι το κέντρο του κόσμου

Η επιτυχία στο εξωτερικό που ήρθε με καθυστέρηση και η συγγραφή ως εργαλείο ανατομίας για την οικογενειακή ζωή στην Αυστραλία

7' 55" χρόνος ανάγνωσης

Η Ελεν Γκάρνερ μπορεί να είναι η πιο πολυβραβευμένη συγγραφέας της Αυστραλίας, αλλά περιέργως μέχρι τώρα λίγοι από εμάς την είχαμε ακουστά. Το μυθιστόρημά της «Ο Μπαχ για παιδιά» (μετάφραση στα ελληνικά από την Ελένη Ηλιοπούλου) δημοσιεύθηκε στην Αυστραλία το 1984. Σαράντα χρόνια αργότερα ήρθε και σε μας. Η ίδια δεν είχε καμία φιλοδοξία να το εκδώσει στο εξωτερικό. Ούτε είχε σκοπό να εξηγήσει την Αυστραλία σε μη Αυστραλούς. Αλλά πρόσφατα ο εκδότης της στο Text Publishing πήγε το βιβλίο της στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης, κι από εκεί εκτοξεύτηκε παντού. Η Γκάρνερ παραξενεύεται που το διαβάζει ο κόσμος τώρα. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως το έγραψα εγώ αυτό το βιβλίο. Ούτε ξέρω από πού βγήκε από μέσα μου. Εντάξει, ξέρω. Κάτι μεσολάβησε μεταξύ αυτού του βιβλίου και του προηγούμενου: έμαθα να γράφω. Είναι το πιο λογοτεχνικό βιβλίο που έχω γράψει. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί να ενδιαφερθεί κανείς για μένα, μια κάποιας ηλικίας συγγραφέα, και για τη δική μου απεικόνιση της Αυστραλίας», μου λέει σε μια Zoom συνέντευξη που παραλίγο να μη γινόταν γιατί μπέρδεψα τη διαφορά της ώρας.

Ελεν Γκάρνερ στην «Κ»: Το σπίτι είναι το κέντρο του κόσμου-1

Μπορεί να είναι 82 χρόνων, αλλά φαίνεται πολύ ακμαία. Μέχρι πρόσφατα κυκλοφορούσε με ποδήλατο. Σταμάτησε, όμως, γιατί έχασε την ισορροπία της κι έπεσε. «Ντράπηκα. Δύο γυναίκες έτρεξαν και με σήκωσαν έξω από το ταχυδρομείο. Με ρώτησαν αν ήμουν καλά. Μια χαρά, τους είπα. Λίγες μέρες αργότερα κατάλαβα πού είχα χτυπήσει».

Με το ποδήλατο πήγαινε παντού. Για χρόνια σηκωνόταν πρωί πρωί για να πάει στα… δικαστήρια! Δικαστήρια; Στην Αυστραλία κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να παρακολουθεί όποια δίκη θέλει. Την πρώτη φορά είχε πάει για συμπαράσταση ενός φίλου της. Είχαν δολοφονήσει τη θετή του κόρη και οι θύτες περνούσαν από δίκη. Η εμπειρία αυτή τη σημάδεψε. Κι από τότε άρχισε να παρακολουθεί δίκες. «Εκεί έμαθα πώς είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Και τι ειδεχθή εγκλήματα είναι ικανοί να διαπράξουν κάτω από αφόρητη συναισθηματική πίεση», μου λέει με αυτή τη χαλαρή αυστραλιανή προφορά της. Κι αντί να κάθεται στη γαλαρία, καθόταν με τους δημοσιογράφους, όχι επειδή έκανε ρεπορτάζ, αλλά επειδή για χρόνια δούλευε ως δημοσιογράφος σε μια φεμινιστική εφημερίδα, εφόσον της ήταν δύσκολο να βιοποριστεί μόνο από το γράψιμο βιβλίων. «Το συναίσθημα και ο νους μου βρίσκονταν σε τέλειο συγχρονισμό σε αυτές τις συνεδριάσεις, η ύπαρξή μου ολόκληρη ήταν εκεί», μου εξηγεί, «παρατηρούσα πώς ο νόμος μέσα από την πολυπλοκότητά του προσπαθούσε να παλέψει με τη βαναυσότητα και τον κυνισμό των ανθρώπων. Κι αναρωτιόμουν γιατί η αίθουσα δεν ήταν φίσκα από κόσμο που θα μπορούσε να παρακολουθήσει ένα ξέφρενο θέαμα ανθρώπινης φρικαλεότητας».

Η γλώσσα των δικαστηρίων είναι εξειδικευμένη και ίσως κι ανιαρή, της λέω. «Αν παραβλέψουμε αυτό το κομμάτι, που ακόμα κι αυτό είναι αξιοσημείωτο, μετά τα πράγματα γίνονται συναρπαστικά». Αυτό το ευτυχές πάντρεμα νου και συναισθήματος φαίνεται στα non-fiction βιβλία της που βασίζονται σε πραγματικά εγκλήματα: για τη σεξουαλική παρενόχληση έγραψε το «The First Stone», για την ανδροκτονία το «Joe Cinque’s Consolation» και για την παιδοκτονία το «This House of Grief».

Η γραφή

Η Γκάρνερ γεννήθηκε στο Γκίλονγκ στην πολιτεία Βικτώρια της Αυστραλίας. Δούλεψε ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο πριν γίνει δημοσιογράφος, αλλά αρρώστησε με ηπατίτιδα και έχασε τη δουλειά της. Για κάποια χρόνια έζησε με επιδόματα για να αναθρέψει την κόρη της, η οποία, όταν μεγάλωσε κι άρχισε να πηγαίνει σχολείο, της άφηνε χρόνο για να γράφει. Είναι συγγραφέας διηγημάτων, δοκιμίων, σεναρίων, ημερολογίων και μυθιστορημάτων που έχουν γίνει ταινίες από σκηνοθέτες όπως η Τζέιν Κάμπιον και η Τζίλιαν Αρμστρονγκ.

Το «Monkey Grip» (1997), το πρώτο της μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε έναν έρωτα μέσα σε ένα κοινόβιο με ναρκομανείς και που η Γκάρνερ το «ψάρεψε» απ’ τα ημερολόγιά της που κατέγραφαν τη σχέση της με έναν άνδρα εξαρτημένο από ναρκωτικά εκείνη την εποχή, θεωρήθηκε μια από τις εκατό καλύτερες ιστορίες που σημάδεψαν τον κόσμο, σύμφωνα με το BBC.

Της λέω πόσο θα ήθελα να διαβάσω όλα τα ημερολόγιά της, αυτά που έχει δημοσιεύσει, γιατί τα περισσότερα τα έχει κάψει – η τελευταία «πυρπόληση» έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Δεν είναι κρίμα; Δεν το μετανιώνει; «Ξαλάφρωσα», μου εκμυστηρεύεται, «δεν ήθελα να δει ο αναγνώστης πόσο πρωτόγονη ήταν η γραφή μου. Τα ημερολόγια ήταν η προπόνηση που έκανα για να γίνω καλύτερη συγγραφέας». Αυτά που έσωσε, όμως, είναι πολύτιμοι λίθοι και την καθιέρωσαν στο συγγραφικό στερέωμα για την ειλικρίνειά της και την παλικαριά της να θίγει λεπτά ζητήματα χωρίς να ντρέπεται να πει τα πράγματα με το όνομά τους ή να τα περιγράψει με τις πιο ενδόμυχες λεπτομέρειες.

Αλλά για μένα το πιο άξιο λόγου είναι το ύφος γραφής της. Τέτοιο ελλειπτικό και αποσταγμένο ύφος γραφής, τέτοιες συμπιεσμένες προτάσεις, τέτοιες λακωνικές και συγκρατημένες σκηνές μόνο η Γκάρνερ, και μια χούφτα άλλων συγγραφέων, μπορεί να πλάσει. Μας κάνει να διασκεδάζουμε με τις παραλείψεις της, μ’ αυτά που δεν έχουν ειπωθεί. Στο «Ο Μπαχ για παιδιά», ο Φίλιπ, ο μουσικός, δίνει συμβουλές σε μια κοπέλα για το πώς να γράψει επιτυχημένα τραγούδια: «βγάλε όλα τα κλισέ. Ασε μόνο τις εικόνες. Πρέπει να ορίσεις μια γραμμή ανάμεσα σ’ αυτό που καταλαβαίνεις και σ’ αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Φτιάξε κενά. Μην το κάνεις νιανιά. Μην εξηγείς τα πάντα. Ασε τρύπες». Αυτό είναι η γραφή της – ένα τρυπητό από εικόνες. Της το λέω. Και γελάει. «Ξέρεις τι μ’ αρέσει περισσότερο στη συγγραφή; Το χτίσιμο της πρότασης», μου εκμυστηρεύεται, «γράφω αυτό που θέλω να πω στην αρχή. Και μετά αρχίζει το ξεγύμνωμα όλων των επουσιωδών στοιχείων. Θέλω να δω πόσο λίγο θα μείνει σε μια σελίδα, αλλά παράλληλα να έχω το αποτέλεσμα που θέλω. Θέλω το ρήμα να κοπιάσει για την ύπαρξή του». Και δεν είναι μόνο αυτή ή το ρήμα που κοπιάζει. Κοπιάζει κι ο αναγνώστης. Της αρέσει να μας βάζει  στο χείλος του γκρεμού, με το ένα πόδι κρεμάμενο.

Τις πρώτες σελίδες του βιβλίου τις ξαναδιάβασα. Μπερδεύτηκα. Ποιος μιλούσε; Ποιος φιλούσε ποιον; Ποιος άκουγε; Δεν μου πήρε, όμως, και πολύ να συνηθίσω το στυλ της. Και πάνω εκεί που νόμιζα ότι η ιστορία είχε μπει σε ένα αυλάκι, ξαφνικά η αφήγηση ξέφυγε από το πραγματικό και διείσδυσε στη σφαίρα της φαντασίας. Αλλά το φανταστικό δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα εκρηκτικό σακούλι με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και φαντασιώσεις των χαρακτήρων οι οποίες ήρθαν για να ταράξουν τα νερά και μετά να υποχωρήσουν. Μου θυμίζει το αφαιρετικό ύφος γραφής της Λίντια Ντέιβις, της βασίλισσας του διηγήματος, της αναφέρω. Μόλις το ακούει, ενθουσιάζεται. Την Ντέιβις την ανακάλυψε πρόσφατα, με πληροφορεί, και τη θαυμάζει ιδιαιτέρως γιατί η Ντέιβις διάβασε στο πρωτότυπο και χωρίς χρήση λεξικού το βιβλίο «Telemark novel» του Νορβηγού Νταγκ Σούλστα, που δεν είναι μυθιστόρημα και που δεν το έχουν διαβάσει πάνω από πέντε Νορβηγοί και που είναι αδύνατο να μεταφραστεί ποτέ στα αγγλικά. «Μόλις το διάβασα, με κατέλαβε ένα απερίγραπτο αίσθημα χαράς και αναγνώρισης. Μπορεί να ήταν τρέλα αυτό που έκανε η Ντέιβις, αλλά εμένα με συγκίνησε ιδιαιτέρως», λέει και λάμπει το πρόσωπό της.

Ο Μπαχ για παιδιά 

Οσο δύσκολο είναι να αποδώσει κανείς Μπαχ –που σημαίνει εξάντληση όλων των διαθέσιμων δυνατοτήτων στο μουσικό κομμάτι, τεχνική, αρτιότητα, συναισθήματα– άλλο τόσο κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να βρεις τον έρωτα της ζωής σου και να κάνεις μια σωστή οικογένεια. Αυτό φαίνεται να μας λέει η Γκάρνερ. «Ο Μπαχ δεν είναι ποτέ απλός, μα αυτός ακριβώς είναι ο λόγος να προσπαθήσουμε όλοι να τον κατακτήσουμε», λέει η Ελίζαμπεθ στη σελίδα 55. Στα βιβλία της Γκάρνερ το ζευγάρι δεν είναι ποτέ ζευγάρι, είναι τα παιδιά, τα αδέλφια, οι φίλοι, οι πρώην, τα παιδιά με τους πρώην. Μια σύνθεση. Που σαν τον Μπαχ ούτε διδάσκεται εύκολα ούτε μαθαίνεται στην τελειότητά της. Παραμένουμε παιδιά, ερασιτέχνες. Εξάλλου, η συγγραφέας μάς προειδοποιεί από την πρώτη σελίδα του βιβλίου αναφερόμενη –μεταφορικά, βέβαια– στη λιγδιασμένη φωτογραφία του Αλφρεντ Λορντ Τένισον, του Αγγλου ποιητή, και της οικογένειάς του, που είναι κολλημένη στον τοίχο της κουζίνας του σπιτιού της Αθίνα και του Ντέξτερ Φοξ. Εκεί που πάει να ξεκολλήσει, όλο και κάποιος την προλαβαίνει και η φωτογραφία δεν πέφτει.

Οι Φοξ έχουν δύο παιδιά, το ένα αυτιστικό. Ζουν όλοι μαζί σε προάστιο της Μελβούρνης. Γύρω τους υπάρχουν παππούδες, γείτονες. Ξαφνικά, όμως, μπαίνουν στη ζωή τους μια παλιά φιλενάδα του Ντέξτερ, η Ελίζαμπεθ, ο ερωμένος της, ο Φίλιπ, και η αδελφή της Ελίζαμπεθ, η Βίκι. Η γυάλα μέσα στην οποία ζουν τα μέλη της οικογένειας αρχίζει να κάνει ρωγμές. Οι χαρακτήρες παραπαίουν σαν τη φωτογραφία του Τένισον. Συμπεριφέρονται διαφορετικά, μπορεί και άπρεπα. Αλλά ποιος είναι σε θέση να τους κρίνει; Παρ’ όλες τις ενοχές και την αυτομαστίγωση, επιβιώνουν.

Η καθημερινότητα

Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας, η οικογένεια, οι συγκυρίες… αποτελούν τα υλικά των αφηγήσεών της. Το domestic είναι η ειδικότητά της. «Αυτό που συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, αυτά που γίνονται στο σπίτι αποτελούν τη βάση όλων αυτών που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους, τα βάσανά τους και οι καλοσύνες τους. Ο πρώην σύζυγός μου, κι αυτός συγγραφέας, με ρωτούσε συχνά αν δεν είχα βαρεθεί πια να γράφω για τη ρουτίνα του οικογενειακού βίου – το θεωρούσε παρακατιανό, βλέπεις. Απορώ γιατί τον παντρεύτηκα. Το σπίτι και η οικογένεια είναι το κέντρο του κόσμου»

Οι δικοί της το εκτίμησαν που έγινε συγγραφέας; «Ξέρεις τι έλεγε ο πατέρας μου, όταν τον ρωτούσαν τι δουλειά έκανε η κόρη του; Η Ελεν θεωρεί τον εαυτό της συγγραφέα». Μένω με ανοιχτό το στόμα. Μπορεί ο άνθρωπος να μην το έλεγε με κακία, αλλά αυτά τα λόγια, μαχαιριά στην καρδιά, θα μπορούσαν να την είχαν σημαδέψει. Ευτυχώς, όχι. Γιατί η Γκάρνερ είναι μια ντίβα στον χώρο της λογοτεχνίας. Και είμαστε τυχεροί που τα βιβλία της έχουν αρχίσει να δημοσιεύονται πια και στο εξωτερικό.

Κάποια από τα διάσημα βιβλία της: «Monkey Grip» (1977), «The Spare Room»
(2009), «How to End a Story» (2021).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT