ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
Ακατοίκητα
εκδ. Ποταμός, 2024, σελ. 95
Μια αναμέτρηση με τις εκπνοές του φωτός και την ύλη, τη φθορά και την απώλεια, μια διείσδυση στη μνήμη και στα ίχνη που αφήνει πίσω της η ανθρώπινη παρουσία ή αλλιώς, ένα εικαστικό δοκίμιο από ιστορίες που έμειναν διαμελισμένες στον χρόνο, όπως αντηχούν σήμερα στα ερειπωμένα σπιτικά της Δράμας. Κτίρια που στέκουν έρημα, επιμένοντας να αφηγούνται τη ζωή των ανθρώπων που τα κατοίκησαν, που γέλασαν, ερωτεύτηκαν, ονειρεύτηκαν πίσω από τα παχιά ντουβάρια, ή έκλαψαν δίπλα στα παραθύρια, που διηγήθηκαν την ιστορία της προσφυγιάς τους και, εν τέλει, πάλεψαν για να επιβιώσουν. Ολα αυτά, αποτυπωμένα στο λεύκωμα του Κυριάκου Συφιλτζόγλου, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Ποταμός, συνομιλούν με τον θεατή, αποκτώντας υπόσταση μέσα από τον φακό που καταγράφει την εικόνα όχι μόνο του παρελθόντος αλλά της ίδιας της μνήμης, της «γινάμενης παρόν».

Απουσίες
Ο Συφιλτζόγλου ενδοσκοπεί βαθιά στην απουσία, για να χαρτογραφήσει το ανείπωτο. Κάθε φωτογραφικό του κάδρο είναι μια παύση, μια παυσίλυπη αναμέτρηση με το χθες. Αποτυπώνει την ανθρώπινη ταυτότητα στον χρόνο αλλά και την παράδοση στη φθορά. Φωτογραφίζει τις «εκπνοές του φωτός», όπως διαθλάται στα θρυμματισμένα τζάμια και τις φθαρμένες κουρτίνες, όπως αντανακλάται στο ξεφτισμένο χρώμα των τοίχων, όπως διαγράφει τη σκόνη, τη σκουριά, τις ρωγμές, τα σκασίματα, την απώλεια και το τέλμα. Και παραδίδει ένα ζωντανό φωτογραφικό μνημείο με τα χρώματα να θυμίζουν τις κατεστραμμένες νωπογραφίες της Πομπηίας, καθώς η φθορά, από φυσική διεργασία, μετατρέπεται σε πρωταρχικό υλικό δημιουργίας ανασκευάζοντας μνήμες, αναμνήσεις και ιστορικές διαδρομές ανθρώπων που πια δεν υπάρχουν για να υπερασπιστούν την ύλη και την ψυχή που άφησαν πίσω τους.
Σε μια μοναδικής αισθητικής απεικόνιση όλων αυτών η φωτογραφική δουλειά του Συφιλτζόγλου παραδίδει μαθήματα αφηγηματικής τεχνικής, με την οπτική εξεικόνιση του παρελθόντος να ανακαλεί αισθήσεις στον αναγνώστη-θεατή αυτής της συλλογής, καθώς φυλλομετρώντας τις σελίδες του βιβλίου δεν μπορεί παρά να συλλογιστεί τι να απέγινε εκείνο το παιδί που κατέβηκε τη σκάλα η οποία τρίζει ακόμα σε κάθε πάτημα, κρατώντας με το ένα χέρι την ξύλινη κουπαστή και στο άλλο ένα βαλιτσάκι ή ο άντρας που έφυγε βιαστικά, αφήνοντας πίσω το παλτό του, ή εκείνοι που συνομιλούσαν, καθισμένοι σε ένα ξύλινο τραπέζι με ένα μπουκάλι κρασί, ανοιχτό ακόμα εκεί, για να θυμίζει πως όλα χάνονται και πως «σ’ αυτά τα δωμάτια/ κάθε μέρα είναι/ψυχοσάββατο/-τέτοιο/κόλυβο/η σκόνη».
Το φως άλλοτε σκληρό, άλλοτε ονειρικό υπογραμμίζει την εισβολή της φύσης στα ερείπια αυτά της Δράμας που επί μία δεκαετία επιμένει να διασώζει από τη λήθη ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, πάντοτε, όμως, πετυχαίνει να αναδείξει την ακατάλυτη ομορφιά του χρόνου, αυτού του ανάλγητου γλύπτη, σμιλεύοντας τα αντικείμενα, τις ξεχασμένες φωτογραφίες προγόνων στον τοίχο, τα παρατημένα σκεύη, τα σκονισμένα κρεβάτια και τις παλιές εικόνες αγίων που κοιτούν αγριεμένοι στο μέλλον. Ο Συφιλτζόγλου τα αναδεικνύει αποτυπώνοντας όχι μόνο τη λαογραφική και ανθρωπογεωγραφική τους διάσταση αλλά, κυρίως, το ουσιαστικό νόημα που φέρουν στον πυρήνα τους.
Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο συνιστά μια εννοιολογική προσέγγιση του παρελθόντος, που καταγράφει ένα σύγχρονο μοιρολόι για το χθες, ένα θρηνητικό τραγούδι για την απώλεια αλλά και την προσμονή, αφού όλα μοιάζουν να περιμένουν ένα χέρι σπλαχνικό να τινάξει από πάνω τους τη σκόνη και να τα επαναφέρει στη ζωή, αυτό που τελικά κατορθώνει ο Συφιλτζόγλου «γράφοντας» ποίηση, αυτή τη φορά οπτική. Η συγκίνηση που προκαλεί, η συνομιλία με το άρρητο και η οπτικοποίηση της οδύνης του αποχωρισμού γίνονται μια έκκληση στον θεατή να μην ξεχάσει το χθες, τους πρωταγωνιστές του, τις συνθήκες της δικής τους ζωής και την αναλγησία του χρόνου που ακάθεκτος και παράφορος περνά. Και ταυτόχρονα είναι ένα έργο που αναδεικνύει τη δύναμη της φωτογραφίας να μην αποτυπώνει στατικά κάδρα αλλά να αιμοδοτεί τη μνήμη στο διηνεκές.

