ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Κασκαντέρ
εκδ. Ικαρος, 2025, σελ. 160
Ο Ιορδάνης έγραψε ένα βιβλίο για τα χέρια και η αλήθεια είναι πως δεν έχω προσέξει ποτέ τα χέρια του. Αφού είδαμε την ταινία του Γιόνας Μέκας, αυτός γύρισε σπίτι του και, σε αντίθεση με μένα, σημείωσε κάτι: «Σάββατο απόγευμα στην Ταινιοθήκη, με τον Κωνσταντίνο, στην 3η σειρά. Ποτέ δεν έχει ξανακάτσει τόσο κοντά στην οθόνη».
Οσο δούλευε το κείμενο, δεν μπορούσε να βρει τίτλο και απογοητευόταν. Προσπάθησε να μεταφράσει ελεύθερα το «Walking and Falling» της Λόρι Αντερσον, αλλά δεν του έβγαινε. Περπατώντας και πέφτοντας; Δεν ακουγόταν καλά. Κατέληξε στο «Κασκαντέρ». Ούτε αυτή η επιλογή δείχνει σωστή. Επειδή το βιβλίο δεν ρισκάρει. Είναι μια σειρά από «εφήμερες λάμψεις ομορφιάς», όπως θα έλεγε ο Μέκας. Και, τελικά, ίσως γι’ αυτό ρισκάρει.
Μου είναι δύσκολο ν’ αποστασιοποιηθώ από τις εκατόν πενήντα σελίδες του βιβλίου. Οσο κράτησε η συγγραφή του, δύο ή τρία χρόνια, ρωτούσα συχνά τον Ιορδάνη πώς πήγαινε το γράψιμο. Είχα ζηλέψει το θέμα του. Το μοτίβο των χεριών στην τέχνη. Κι έπειτα, οι πτώσεις.
Πέρυσι το διάβασα στη σχεδόν τελική του μορφή: Α4 εκτύπωση, δεμένη με πλαστικό σπιράλ. Την είχα βάλει στο σακίδιό μου, μαζί με μερικά ρούχα, φεύγοντας από το παλιό μου σπίτι. Ο καθένας έχει τις πτώσεις του και ο καθένας βγάζει τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια: «Σε ήθελα. Και σ’ έψαχνα. Μα δεν μπορούσα να σε βρω».
Επομένως, δεν πιστεύω πως είμαι ο κατάλληλος για να γράψω ένα κριτικό σημείωμα για την «ψηλαφητή αφήγηση μιας πτώσης», όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου.
Ωστόσο, θα ήθελα να παροτρύνω κάποιον να το αγοράσει (ή να το κλέψει, δεν έχω ηθικά ζητήματα τέτοιου είδους), καθώς αυτό το πειραγμένο γραπτό, που παραπαίει από το ημερολόγιο στην ποίηση και από το δοκίμιο στη μυθοπλασία, συνομιλεί, χωρίς καμία ιδιοτέλεια, με συγγραφείς που βρίσκονται στη σωστή πλευρά της λογοτεχνίας. Αν υπάρχει τέτοια.
Ετσι, ο «Κασκαντέρ» έχει τη λεπτότητα των κειμένων της εικαστικού Μόιρα Ντέιβι, την αγωνία της Κέιτ Ζαμπρίνο, το συγκρατημένο πάθος της Ντιράς, την παγωμένη ευαισθησία του Χάντκε και την ευγένεια της Φλερ Γιέγκι, με την οποία είμαστε και οι δύο ερωτοχτυπημένοι.
Νομίζω ότι και σ’ αυτό το βιβλίο, που έχει παρόμοια λογική με το προηγούμενό του, «Στα ΔΑΣΗ» (2022), ο Ιορδάνης θέλει να παραμείνει αόρατος, σ’ έναν κόσμο που όλοι προσπαθούν να δηλώσουν παρόντες, τεντώνοντας το χέρι τους για να τους προσέξουμε. Οπως η Φλερ. Κανείς δεν θέλει να ασχολείται μαζί της. Κάπου όμως είναι κρυμμένη και μας παρατηρεί: «Τι ήχο βγάζουν δυο σώματα όταν το ένα πέφτει πάνω στο άλλο;».
Απ’ όσους γνωρίζω, ο Ιορδάνης είναι ένας από τους ελάχιστους που, ενώ συντονίζεται με το ρεύμα της εποχής, το κάνει χωρίς ίχνος καιροσκοπισμού, φιλοδοξίας ή κομπασμού. Απλώς, το κάνει. Διαβάζει ό,τι τον κεντρίζει και κρατάει σημειώσεις στα τετράδιά του και οι μέρες περνούν.
Είναι ο τρόπος του να συνδεθεί με τα πράγματα που αγαπάει, κάνοντας μια προσωπική έρευνα, χωρίς κανόνες, αλλά με ένστικτο. Μπορεί καμιά φορά να μην αναπτύσσει αρκετά τις αναφορές του, αφήνοντας την ανάγνωση να γλιστράει σ’ ένα ιδιότυπο σκρολάρισμα σε χαρτί, αλλά δεν έχει σημασία.
Το σημαντικό είναι πως μας τοποθετεί στο κέντρο της καθημερινότητας, αφού προηγουμένως μας έχει ξεκαθαρίσει ότι αξίζει τον κόπο να ζεις, ακόμη κι όταν δεν την παλεύεις. Κι έτσι, το βιβλίο του γίνεται ένα χέρι που μας χαϊδεύει και μετά μας πετάει στο έδαφος.
Για μια στιγμή, έχω την αίσθηση πως τα χέρια του φίλου μου διαγράφονται καθαρά πάνω από τις σελίδες. Αλλά μάλλον είναι ιδέα μου: «Γράφει για να σχηματίσει τρύπες στο χαρτί».

