Στην Υδρα, όπως στον παράδεισο

Αγνωστη συνέντευξη του Λέοναρντ Κοέν για τα επτά χρόνια που έζησε στο ελληνικό νησί

8' 13" χρόνος ανάγνωσης

Οταν ο Λέοναρντ Κοέν πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Υδρα, τον Απρίλιο του 1960, απλώς αναζητούσε ένα ηλιόλουστο μέρος μακριά από το υγρό και μουντό Λονδίνο όπου ζούσε κάμποσους μήνες με υποτροφία. Μια τυχαία συνομιλία με έναν ηλιοκαμένο ταμία στο Λονδίνο, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, ώθησε τον Κοέν να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για τη χώρα αυτή. Εκεί επιβιβάστηκε σε ένα φέρι, το οποίο τον μετέφερε στην Υδρα. Το νησί είχε ήδη τη φήμη της «αποικίας μποέμ καλλιτεχνών». 

Ο Κοέν έζησε επτά χρόνια στην Υδρα, αγόρασε σπίτι και ερωτεύτηκε μια χωρισμένη Νορβηγίδα, τη Μαριάν Ιλεν, η οποία ζούσε εκεί με τον μικρό της γιο, Αξελ. Το σπίτι δεν είχε ηλεκτρικό και το νερό το έπαιρναν από πηγάδια με μουλάρια. Ηταν ένας παράδεισος για τον Κοέν, ο οποίος ονειρευόταν καριέρα μυθιστοριογράφου αλλά ο βιοπορισμός τον ώθησε στη μουσική κι έτσι έγινε ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους τραγουδοποιούς. Η ζωή στην Υδρα, και ειδικά ο χωρισμός του με τη Μαριάν (όταν πια άρχισε στη Νέα Υόρκη να ζει ως μουσικός), «γέννησε» θρυλικά τραγούδια όπως το «Hey, That’s No Way To Say Goodbye» και, βέβαια, το «So Long, Marianne». 

Η σχέση μου με τον Κοέν με έφερε κι εμένα στην Ελλάδα. Πέρασα κάμποσους μήνες στην Υδρα για τους σκοπούς μιας ταινίας με θέμα τη ζωή του Κοέν εκεί. Και οι δύο έχουμε γεννηθεί στο Μόντρεαλ, υπήρξαμε γείτονες (τελείως τυχαία!), του πήρα δύο φορές συνέντευξη και αυτή είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύω τις βαθύτερες σκέψεις του πάνω στη ζωή του στην Υδρα μαζί με τη Μαριάν. Στο μεταξύ, ακόμη προσπαθώ να βρω τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να ολοκληρώσω εκείνη την ταινία…
 
– Τι ήταν αυτό που σας άρεσε τόσο πολύ στην Yδρα;

– Μου έδωσε μια βαθιά αίσθηση γαλήνης και άνεσης που δεν είχα νιώσει ποτέ πριν, και ίσως δεν ένιωσα ποτέ έκτοτε. Μου άρεσε η απλότητα της ζωής εκεί, η καθημερινότητά μου με τη Μαριάν και η αίσθηση πως ανήκα σε μια κοινότητα συγγραφέων. Oσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα ποτέ να ξαναζήσω εκείνη την αίσθηση, εκείνη την εμπειρία. Hταν μια περίοδος μοναδική.
 
– Σας έδινε και το σπίτι σας την ίδια αίσθηση ασφάλειας και προστασίας;

– Η αγορά του σπιτιού αυτού ήταν από τις καλύτερες αποφάσεις που πήρα ποτέ στη ζωή μου, γιατί έγινε πραγματικά το σπίτι μου. Hταν ο χώρος όπου μπορούσα να γράφω και να σκέφτομαι χωρίς να με αποσπά ο έξω κόσμος. Hταν όσο ευρύχωρο χρειαζόταν για τη Μαριάν, τον Aξελ κι εμένα, αν και ο Aξελ περνούσε συχνά ώρες καθισμένος ή ξαπλωμένος στο πάτωμα δίπλα μου, ενώ έγραφα. Αυτές οι αναμνήσεις παραμένουν ακόμη ζωντανές μέσα μου, παρόλο που έχω ξεχάσει τόσο πολλά από εκείνη την εποχή.
 
– Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις, τα συναισθήματά σας, όταν πατήσατε το πόδι σας στην Yδρα;

– Hταν όσο ευχάριστα ήλπιζα να είναι. Yστερα από μήνες βροχής και κρύου στο Λονδίνο, ένιωθα απίστευτη χαρά που βρισκόμουν στον ήλιο και στη ζέστη. Με εντυπωσίασαν η αρχιτεκτονική, η ομορφιά του λιμανιού, τα σπίτια και το πόσο γενναιόδωροι και φιλικοί ήταν όλοι απέναντί μου. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο φιλόξενη, τι καλύτερο να ζητούσα; Hταν μια ελεύθερη, χαρούμενη εποχή.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες γνώρισα ανθρώπους από όλη την Ευρώπη και την Αμερική, και θυμάμαι τις υπέροχες συζητήσεις που κάναμε, σε μικρά ταβερνάκια, ακόμη και στην πίσω κάμαρα ενός μπακάλικου (σ.σ. του Κάτσικα, που αργότερα έγινε το καφέ Ρολόι), όπου μπορούσα να εξασκούμαι στο τραγούδι και στην κιθάρα, κι όπου όλοι, κι εγώ μαζί, ήμασταν πολύ μεθυσμένοι. Αυτή είναι μία από τις πιο ζωντανές αναμνήσεις μου από εκείνες τις πρώτες ημέρες.

– Πήγατε στην Yδρα θέλοντας να βρείτε έναν τόπο όπου θα μπορούσατε να αφιερωθείτε στο γράψιμο. Νιώσατε αμέσως άνετα εκεί;

– Δεν φανταζόμουν πόσο γρήγορα θα ένιωθα κομμάτι αυτής της κοινότητας ξένων, πολλοί από τους οποίους ήταν συγγραφείς και καλλιτέχνες. Eνα ζευγάρι Αυστραλών, οι Τζόνστον, έδιναν καθημερινά το «παρών» στο λιμάνι και ήταν πάντα το επίκεντρο της παρέας. Εκείνοι με φιλοξένησαν όταν δεν είχα πού να μείνω. Μου σύστησαν πολλούς φίλους τους στην Yδρα και γρήγορα μπήκα σε αυτόν τον ρυθμό: να γράφω τη μέρα και να γλεντάω και να πίνω τα βράδια. Δεν είχα κάποια συγκεκριμένη προσδοκία για το πώς θα ήταν η ζωή μου στο νησί, αλλά για έναν νέο δημιουργό ήταν το ιδανικό περιβάλλον – και με ενέπνεε σε κάθε επίπεδο.

Μπήκα αμέσως στον ρυθμό της Υδρας: να γράφω τη μέρα και να γλεντάω τα βράδια. Δεν είχα κάποια συγκεκριμένη προσδοκία για το πώς θα ήταν η ζωή μου στο νησί, αλλά για έναν νέο δημιουργό ήταν το ιδανικό περιβάλλον.

– Σας έκαναν και οι ντόπιοι να νιώσετε καλοδεχούμενος;

– Οι ντόπιοι έμοιαζαν να χαίρονται που υπήρχαν τόσοι ξένοι στο νησί. Συχνά μού πρόσφεραν μπουκάλια κρασί όταν δεν είχα χρήματα να πληρώσω, και για κάποιον λόγο με αποδέχτηκαν οι ταβερνιάρηδες και οι καφετζήδες. Iσως αυτό να ήταν το μυστικό της γοητείας της Yδρας για όσους έρχονταν από την Ευρώπη: από την πρώτη στιγμή, χάρη στους κατοίκους της, ένιωθες σαν στο σπίτι σου. Νομίζω πως προκαλούσαμε την περιέργεια των ντόπιων και ταυτόχρονα τους διασκεδάζαμε. 
 
– Hταν από τα σημαντικά ταξίδια της ζωής σας;

– Oλα συνέβησαν πολύ γρήγορα: η ζεστή υποδοχή από το νησί και τους κατοίκους του, το πώς άφησα τον εαυτό μου να αγκαλιάσει το πνεύμα του τόπου. Hταν όμως ακριβώς η ζωή που αναζητούσα, παρόλο που ποτέ δεν είχα ξεκάθαρη εικόνα τού πώς θα έμοιαζε.

Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνες τις μέρες, μα διατηρώ ακόμη ζωντανή την αίσθηση των συζητήσεων με τους Τζόνστον, με τη Μαριάν, και με τους ανθρώπους που συναντούσαμε γύρω από εκείνα τα μεγάλα τραπέζια – τα γεμάτα με φαγητά, κρασί και σκόρπια πακέτα τσιγάρων. Αυτό το συναίσθημα δεν το βίωσα ποτέ ξανά, όπως και τόσα άλλα από εκείνη την εποχή.
 
– Eχετε περιγράψει τη ζωή σας με τη Μαριάν Ιλέν στην Υδρα ως ένα από τα πιο γεμάτα κεφάλαια της ζωής σας. Τι σήμαινε η Μαριάν για εσάς;

– Μοιραζόμασταν μια ευγένεια και μια καλοσύνη, που αποτελούσαν τον πυρήνα της σχέσης μας. Με νοιαζόταν και με φρόντιζε με τρόπο που είναι δύσκολο να περιγράψω, και που συχνά δεν άξιζα. Η Μαριάν είχε μια κλασική σκανδιναβική ομορφιά που με γοήτευε, όπως και όλους όσοι τη συναντούσαν. Και όμως, η ίδια δεν πίστεψε ποτέ πως ήταν ιδιαίτερα ελκυστική και δεν προσπάθησε ποτέ να αξιοποιήσει την ομορφιά της για ίδιο όφελος.

Με τη Μαριάν μοιραζόμασταν μια ευγένεια και μια καλοσύνη, που αποτελούσαν τον πυρήνα της σχέσης μας. Με νοιαζόταν και με φρόντιζε με τρόπο που είναι δύσκολο να περιγράψω, και που συχνά δεν άξιζα.

– Είναι αλήθεια πως, όταν την είδατε για πρώτη φορά να περπατά στην προκυμαία της Υδρας, είπατε στον Τζορτζ Τζόνστον «κάποτε θα είμαι με αυτή τη γυναίκα…»;

– Δεν θυμάμαι πια ακριβώς τι είπα ή τι σκέφτηκα, αλλά είχα εκείνη την αφελή προσδοκία πως υπήρχε κάτι πάνω της που ήθελα να γνωρίσω. Oταν μου δόθηκε η ευκαιρία να τη γνωρίσω, δεν δίστασα.
 
– Πώς θα περιγράφατε την καθημερινή ζωή σας με τη Μαριάν;

– Περνούσα τα πρωινά γράφοντας, ενώ εκείνη συνήθιζε να βγάζει τον Aξελ βόλτα ή να διαβάζει στον κάτω όροφο. Oταν είχαμε λίγο παραπάνω χρήματα –πράγμα σπάνιο– τρώγαμε μεσημεριανό στο λιμάνι ή βγαίναμε τα βράδια για ποτό. Χάρη σ’ εκείνη αντέξαμε τους μήνες που τα οικονομικά μας ήταν πολύ περιορισμένα· μάλιστα πλήρωσε κι έναν μεγάλο λογαριασμό στου Κάτσικα, με χρήματα που της είχαν στείλει από τη Νορβηγία.

Δεν υπάρχει «επόμενη φορά»

– Υπήρχε και κάτι ρομαντικό στον τρόπο ζωής σας με τη Μαριάν, στο ότι δεν είχατε πολλά χρήματα και ζούσατε τόσο απλά;

– Πάντα απολάμβανα τους μεγάλους περιπάτους που κάναμε με τον Aξελ στην παραλία, να ακούμε τα κύματα, να καθόμαστε μαζί και να κοιτάζουμε τη θάλασσα.
Hταν όμως και μια χαοτική εποχή, γι’ αυτό και οι αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια είναι κάπως θολές… Τότε συντελούνταν πολλές κοινωνικές αλλαγές, και η Yδρα βρέθηκε μέσα στο κλίμα εκείνης της ζύμωσης και της σεξουαλικής επανάστασης, χάρη στους ξένους που την επισκέπτονταν ή έμεναν εκεί για καιρό. Eνα από τα πιο σπουδαία χαρίσματα που έφερε η Μαριάν στη ζωή μου ήταν η ανιδιοτέλειά της και ο τρόπος που μου πρόσφερε αυτό το μεγάλο δώρο της στήριξης και της παρουσίας της.

Είχαμε έναν φυσικό τρόπο να είμαστε μαζί, αν και ομολογώ πως εκείνη στάθηκε πολύ πιο γενναιόδωρη απέναντί μου απ’ όσο εγώ σε εκείνη. Ως επί το πλείστον, όμως, απολαμβάναμε τη ζωή μας, χωρίς να την αναλύουμε ή να την εξαντλούμε σε λόγια. Και αυτή η εμπειρία έχει μια δική της ομορφιά, έστω κι αν είναι δύσκολο να τη διατηρήσεις αναλλοίωτη στον χρόνο.
 
– Η Μαριάν συχνά περιγράφεται ως μούσα σας, ως πηγή έμπνευσής σας.

– Είναι μια πολύ απλοϊκή περιγραφή… Η Μαριάν και εγώ μοιραζόμασταν κάτι ξεχωριστό και, παρόλο που οι δρόμοι μας χώρισαν, αυτό που είχαμε έμεινε, και θα μείνει, για πάντα μέσα μας. Αυτή η αγάπη και αυτά τα συναισθήματα είναι ακατάλυτα.
 
– Eχετε πει σε άλλες συνεντεύξεις ότι προσπαθήσατε να ξαναδημιουργήσετε το συναίσθημα που ζήσατε στην Yδρα, και μαζί με τη Μαριάν, αλλά δεν το καταφέρατε ποτέ.

– Τόσο πολλά στη ζωή ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας. Μας αρέσει να πιστεύουμε πως κρατάμε το τιμόνι και πως αποφασίζουμε ελεύθερα, όμως για μένα αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Οι επιλογές μας είναι προκαθορισμένες και είμαστε περιορισμένοι από αυτό, κι έτσι είναι δύσκολο να χαράξεις τον δρόμο που επιθυμείς και να σε οδηγήσει εκεί όπου πραγματικά λαχταράς να φτάσεις.
Με τη Μαριάν, αν και σχεδίασα τη συνάντησή μας, όλα τα υπόλοιπα εξελίχθηκαν με τη δική τους λογική και δεν το ανέλυσα πολύ, ούτε το σκέφτηκα σε βάθος, παρόλο που αυτό θα είχε κάνει τα πράγματα πολύ πιο εύκολα. 

Ακόμη και όταν σταματήσαμε να βλεπόμαστε, δεν έγινε απότομα. Βρέθηκα να κυνηγάω μια νέα ζωή και δεν βρήκα ούτε χρόνο ούτε χώρο για εκείνη και τον Aξελ. Δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση, ήταν μάλλον δική μου αμέλεια. Λες μέσα σου ότι την επόμενη φορά δεν θα το αφήσεις να συμβεί· κι ύστερα συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχει «επόμενη φορά».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT