Τη χαρά του εξέφρασε, μιλώντας στην «Κ», ο ηθοποιός Γιώργος Κωνσταντίνου, για το γεγονός πως το σπίτι που χρησιμοποιήθηκε στα γυρίσματα της ταινίας «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» θα μετατραπεί σε κινηματογράφο.
Η «οικία Κοκοβίκου», το κτίριο επί της οδού Τριπόδων στην Πλάκα, που αποτέλεσε την κατοικία του «Αντωνάκη» και της «Ελένης», αναμένεται να γίνει χώρος προβολής ελληνικών ταινιών, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.
Το σπίτι στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού αποκτά νέα ζωή, με τον γνωστό καλλιτέχνη να δηλώνει πως ανυπομονεί να δώσει το «παρών» στα εγκαίνια μαζί με την κινηματογραφική σύζυγό του.
«Κατ’ αρχάς είναι μεγάλη τιμή, όχι μόνο για μένα αλλά και για τη Μάρω. Της φίλης μου της αγαπημένης και όλων των ηθοποιών που έπαιξαν και έχουν φύγει από τη ζωή. Εχουν περάσει και 50 χρόνια από τότε… Είναι κάτι εξαιρετικό, δεν το έχω ξαναδεί να συμβαίνει. Μου κάνει πολλή εντύπωση και αυτό με τιμά ακόμα περισσότερο. Το αστείο είναι ότι σε κάθε περιοχή με ρωτούν για το σπίτι αυτό και με αποκαλούν συνέχεια “Αντωνάκη”. Ο κόσμος έχει ταυτιστεί πάρα πολύ. Εκείνο βέβαια που με προβληματίζει λίγο είναι τι εκθέματα θα τοποθετηθούν. Γιατί αυτό πια έχει “ξηλωθεί” ολόκληρο. Τότε, δεν παίζαμε στο εσωτερικό του κτιρίου, το εξωτερικό χρησιμοποιούσαμε. Το οίκημα ήταν βέβαια χαρακτηριστικό. Δεν γινόταν χωρίς αυτό», ανέφερε ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
«Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Ανυπομονώ πότε θα γίνουν τα εγκαίνια για να μπορέσω να παραστώ κι εγώ. Μαζί με τη Μάρω φαντάζομαι. Εχουν περάσει σημεία και τέρατα. Τρομεροί ηθοποιοί του κινηματογράφου όπως η Αλίκη, και δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνετε πόσο τυχεροί είμαστε», πρόσθεσε.

Ο ίδιος θυμάται την περίοδο των γυρισμάτων και εξήρε τον σκηνοθέτη για τη δουλειά του.
«Ηταν τόσο όμορφα στα γυρίσματα. Και η παρέα μας ήταν τόσο καλή. Με επικεφαλής τον Γιώργο Τζαβέλλα ο οποίος έκανε την τρομακτική αυτή σκηνοθεσία. Τη λέω τρομακτική γιατί θα μπορούσε να είναι νεορεαλιστικό έργο όπως στην Ιταλία. Γιατί τότε οι Ιταλοί έπαιζαν τέτοιου είδους έργα με πρωταγωνίστριες όπως η Σοφία Λόρεν. Και έμοιαζε ακριβώς σαν να ήταν μια ιταλική ταινία. Ηταν απίστευτο».
Τέλος, αναφέρθηκε και στον επιχρωματισμό της ταινίας, ο οποίος κατά την εκτίμησή του, συμβάλλει στο να γίνει γνωστό το έργο στις νεότερες γενιές.
«Μπορώ να πω πως ακόμα και όταν έγινε έγχρωμη η ταινία, το δέχθηκα γιατί πιστεύω ότι οι νέοι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν δει και πολύ ελληνικό κινηματογράφο, τους τραβάει το χρώμα, και έτσι θα έχουμε και περισσότερους ανθρώπους που θα μπορούν να δουν αυτό το έργο που έχει μείνει αξέχαστο».

