Το νησί
ΘΡΙΛΕΡ (2024), 129΄
Σκηνοθεσία: Ρον Χάουαρντ
Ερμηνείες: Τζουντ Λο, Σίντνεϊ Σουίνι, Ανα ντε Αρμας
Οταν ακούς ότι ο Ρον Χάουαρντ ετοιμάζει τον δικό του, ενήλικο, «Αρχοντα των μυγών» με καστ χολιγουντιανών αστέρων, αν μη τι άλλο ενθουσιάζεσαι. Το τελικό αποτέλεσμα φτάνει, με κάποια καθυστέρηση, αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, για να μας ταξιδέψει στα εξωτικά Γκαλάπαγκος της δεκαετίας του 1930.
Εκεί, ο γιατρός και φιλόσοφος Ρίτερ (Τζουντ Λο) έχει αποσυρθεί μαζί με τη γυναίκα του (Βανέσα Κίρμπι), προκειμένου να συγγράψει το πόνημα που θα σώσει την ανθρωπότητα από την αυτοκαταστροφή.
Γοητευμένη από το όραμά του, η οικογένεια Βίτμερ (Ντάνιελ Μπρουλ, Σίντνεϊ Σουίνι) φτάνει και αυτή στο νησί για μόνιμη εγκατάσταση, ενώ λίγο αργότερα εκεί θα αφιχθεί και η μυστηριώδης Βαρώνη (Ανα ντε Αρμας) παρέα με τους εραστές της και ένα εξωφρενικό σχέδιο για τη δημιουργία υπερπολυτελούς ξενοδοχείου. Η συνύπαρξη δεν θα αργήσει, φυσικά, να φέρει και τις πρώτες συγκρούσεις.
Ο Χάουαρντ εμπνέεται από την αληθινή ιστορία των πιονέρων, που έφτασαν στις αρχές του περασμένου αιώνα στα Γκαλάπαγκος, προκειμένου να στήσει μια ιστορία εξερεύνησης της ανθρώπινης φύσης και της (μικρο)κοινωνίας.
Από τη μία, υπάρχει ο φιλόσοφος Ρίτερ, κάπου ανάμεσα στη ιδιοφυΐα και στην παράνοια με τις νιτσεϊκές αναφορές του· από την άλλη, οι εργατικοί Βίτμερ, η ηθική των οποίων θα δοκιμαστεί λόγω των δύσκολων συνθηκών· επίσης η αινιγματική Βαρώνη εκφράζει το πνεύμα του τυχοδιωκτισμού. Ολοι αυτοί οι χαρακτήρες αρχίζουν να συνθέτουν ουσιαστικά την ανθρώπινη κατάσταση, σ ε ένα σχήμα πάντως που δεν ερευνάται έως το τέλος.
Γενικώς εδώ τα πάντα μοιάζουν ημιτελή, αν και οι αρχικές ιδέες είναι εξαιρετικές. Η κοινωνιολογική – ψυχολογική μελέτη, που θα μπορούσε όντως να προσεγγίσει τον «Αρχοντα των μυγών», παραμένει τελικώς επιφανειακή, ενώ και η ίδια η πλοκή δεν φαίνεται να έχει συγκεκριμένο άξονα.
Δυνατά χαρτιά
Από την άλλη, το περιτύλιγμα με την (καθόλου στυλιζαρισμένη) φωτογραφία, τη βουτηγμένη στο σασπένς μουσική του Χανς Ζίμερ και, φυσικά, τους χαρισματικούς πρωταγωνιστές, είναι τόσο γοητευτικό ώστε είναι αδύνατον να αγνοηθεί. Το φιλμ βρίσκει, αντιθέτως, μερικές σπουδαίες κορυφώσεις, όπως η σχεδόν επώδυνα αγωνιώδης σκηνή της γέννας ή εκείνη του γεύματος, όπου η θεατρικότητα συναντά τον παρανοϊκό σουρεαλισμό.
Συνολικά η ταινία του Ρον Χάουαρντ μοιάζει με χαμένη ευκαιρία, ένα παρ’ ολίγον αριστούργημα, το οποίο πάντως μπορεί και έτσι να καθηλώσει τον θεατή μέχρι το δραματικό φινάλε.

